Το καλοκαίρι του 1953 το Έβερεστ είχε μόλις κατακτηθεί και η θριαμβευτική ατμόσφαιρα δεν είχε ακόμα καταλαγιάσει. Η προσπάθειες των ορειβατών ωστόσο συνεχιζόταν στην κατεύθυνση της κατάκτησης των υπόλοιπων γιγάντων στα Ιμαλάϊα. Το Κ2, το «φοβερό βουνό» όπως αποκαλείται, παρέμενε απάτητο ακόμα. Ο γιατρός Charlie Houston, ήταν εκείνη την εποχή ο πιο ικανός αμερικανός ορειβάτης, με μεγάλη εμπειρία από το χώρο των Ιαμαλαϊων. Από το 1938 ακόμα επιχείρησε να κατακτήσει χωρίς επιτυχία το Κ2, το δεύτερο σε ύψος βουνό στον κόσμο (8.611μ) και κατά πολύ δυσκολότερο τεχνικά από το Έβερεστ. Μεσολάβησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι προσπάθειες διακόπηκαν. Το 1947 δημιουργήθηκε το μουσουλμανικό κράτος του Πακιστάν και η εμπόλεμη κατάσταση με την Ινδία στην περιοχή του Kashmir, δεν άφηναν κανένα περιθώριο για παραχώρηση αδειών σε ορειβατικές αποστολές. Το 1952 ο Houston μέσω του Αμερικανού πρεσβευτή, που άσκησε την επιρροή του στην Πακιστανική κυβέρνηση κατάφερε και πήρε την πολυπόθητη άδεια για το 1953.
Στις αρχές Ιουνίου του 1953, η 8μελής αμερικανική ομάδα, που περιλάμβανε 6 νέα μέλη και δυο παλιούς συντρόφους από την αποστολή του 1938, τον ίδιο τον Houston και τον Bob Bates, ξεκινούσε από το Skardu την πορεία προσέγγισης στην Concordia, στην καρδιά του Karakorum στο βόρειο Πακιστάν. Ξεκινώντας, τους πρόλαβαν τα καλά νέα για την επιτυχία της βρετανικής αποστολής του John Hunt στο Everest.
Η ομάδα αφού έφτασε στη βάση του Κ2, ξεκίνησε τις προσπάθειες προώθησης στο βουνό. Ο καιρός ήταν γενικά άστατος με συχνές μικρές θύελλες κι αυτό δυσκόλευε το έργο των ορειβατών. Στις 2 Αυγούστου είχε στηθεί και η κατασκήνωση VIII στα 7.800 μέτρα, στον αυχένα της «Πυραμίδας» στην νοτιοανατολική ράχη του βουνού. Όταν και οι οχτώ βρίσκονταν στην κατασκήνωση, έχοντας τα απαραίτητα εφόδια για την τελική εφόρμηση, ξέσπασε για άλλη μια φορά θύελλα.
Στην αρχή όλοι στην ομάδα του Houston ήταν αισιόδοξοι και με καλή διάθεση. Ο Bob Bates τους διάβαζε κάποιο βιβλίο για ώρες κι ο Dee Molenar ζωγράφιζε. Όλοι τους κρατούσαν κάποιο ημερολόγιο. Όλοι τους σκέφτονταν την τελική ανάβαση κι ο Houston πιστός στις δημοκρατικές του αρχές, έφτιαξε έκανε και μια μυστική κλήρωση για να αποφασιστεί έτσι, ποιοι θα ανέβουν στην κορυφή.
Στη διάρκεια της τέταρτης νύχτας της θύελλας οι Bell και Houston είδαν τη σκηνή τους να αρχίζει να χάνει την ισορροπία της απ το βάρος του χιονιού και τη δύναμη του ανέμου. Μέχρι το πρωί είχε καταρρεύσει εντελώς κι έτσι οι ένοικοί της σύρθηκαν μέχρι τα αντίσκηνα των συντρόφων τους για να βρουν εκεί καταφύγιο, στριμωγμένοι τρεις σε αντίσκηνα των δύο ατόμων.
Το απόγευμα της 6ης Αυγούστου όλοι ήταν αποκαρδιωμένοι από την θύελλα που μαινόταν ακόμα. Επικοινώνησαν με ασύρματο με την κατασκήνωση Βάσης, απ όπου τους μεταφέρθηκαν οι απαισιόδοξες προβλέψεις της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας για τις επόμενες ημέρες. Τότε συζήτησαν το ενδεχόμενο της πρόσκαιρης υποχώρησης μέχρι την κατασκήνωση ΙV, προκειμένου να επανακτήσουν τις χαμένες δυνάμεις τους και να ξαναγυρίσουν.
Το πρωί της 7ης Αυγούστου φυσούσε λιγότερο κι ο ουρανός ήταν πιο φωτεινός. Όλοι σύρθηκαν έξω απ τα αντίσκηνά τους, σαν ναυαγοί που βρίσκουν στεριά. Ξαφνικά ο Art Gilkey έχασε τις αισθήσεις του και σωριάστηκε στο χιόνι. Αμέσως επανήλθε και είπε στους εμβρόντητους συντρόφους του «Είμαι εντάξει παιδιά, δεν είναι τίποτα, το πόδι μου που έχει μια κράμπα εδώ και δυο μέρες, πιστεύω ότι το πολύ αύριο θα έχει περάσει, έτσι δεν είναι;»
Ο Houston τον εξέτασε και κατάλαβε αμέσως ότι τους βρήκε συμφορά: ο Art είχε αναπτύξει θρομβοφλεβίτιδα στο αριστερό του πόδι. Στο υψόμετρο της θάλασσας αυτό θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο αν οι θρόμβοι περνούσαν και έφταναν στους πνεύμονες. Στα 7.800 μέτρα που βρίσκονταν δεν είχε ούτε μία πιθανότητα να επιζήσει. Ο Houston προσπάθησε να καθησυχάσει τον Gilkey ενώ «…προσπαθούσα να κρύψω την φοβερή βεβαιότητά μου ότι ποτέ δεν θα έφτανε ζωντανός στην κατασκήνωση Βάσης» όπως έγραψε ο ίδιος στο βιβλίο του “Κ2 – The Savage Mountain”.
Παρά το προαίσθημα όλων ότι ο Art Gilkey δεν πρόκειται να ζήσει, δεν τέθηκε ούτε μια στιγμή θέμα ότι θα μπορούσαν να τον αφήσουν εκεί πάνω. Με κάποιο τρόπο έπρεπε να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να τον σώσουν. Μετά από συζητήσεις και αφού εξετάστηκαν κάποια πιθανά σχέδια, αποφασίστηκε να ξεκινήσουν αμέσως προς τα κάτω, άσχετα με την κατάσταση του καιρού.
Σήκωσαν βιαστικά την κατασκήνωση. Ο Houston με τις έμφυτες καλές συνήθειές του, φρόντισε να πετάξει τα τρόφιμα μακριά απ το χώρο και να λύσει τα αντίσκηνα. Οι υπόλοιποι τον σταμάτησαν για να αναχωρήσουν. Σύντομα κατάλαβαν ότι σέρνουν τον Gilkey σε πλαγιές που είναι ξεκάθαρο ότι θα δημιουργήσουν χιονοστιβάδα. Ατέλειωτες ποσότητες χιονιού απ την ασταμάτητη χιονόπτωση των τελευταίων 6 ημερών, είχαν καθίσει πάνω σε σκληρό πάγο και δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να σταθεροποιηθεί. Δεν είχαν άλλη επιλογή απ το να επιστρέψουν πίσω στην κατασκήνωση αν ήθελαν να παραμείνουν σώοι. Αλλά χρειάστηκε μεγαλύτερη προσπάθεια να ανεβάσουν τον Gilkey ξανά πάνω.
Μέχρι τώρα είχαν περάσει ήδη εφτά νύχτες στην κατασκήνωση VIII και έπρεπε να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο να περάσουν κι άλλες, σ ένα υψόμετρο που μπορούσε να τους «σκοτώσει» όλους τελικά, αν έμεναν εκεί περισσότερο. Στην απόγνωση τους, οι Craig και Schoeing, εξερεύνησαν την κατάβαση μιας βραχωμένης πλαγιάς που έβγαζε κατευθείαν στην κατασκήνωση VII και πρόσφερε ασφάλεια από χιονοστιβάδες. Η επόμενη μέρα ήταν ελαφρώς καλύτερη και ο Houston πίστευε ότι ο καιρός βρισκόταν σε φάση βελτίωσης. Αποφάσισαν να περιμένουν ακόμα μια μέρα με την ελπίδα ότι θα βελτιωνόταν πραγματικά. Σαν μια τελευταία προσπάθεια αντίστασης στην τραγική κατάσταση που είχε βρει την ομάδα τους, οι Craig και Schoeing προέβησαν σε μια απεγνωσμένη κίνηση, μάλλον χωρίς ουσιαστικό νόημα, ανεβαίνοντας προς τον αυχένα της κορυφής. Προχώρησαν περίπου 150 μέτρα πριν εγκαταλείψουν την προσπάθειά τους και γυρίσουν πίσω στην κατασκήνωση.
Στις 9 Αυγούστου η θύελλα επέστρεψε σε πλήρη ένταση. Κανένας δεν μπορούσε να κουνηθεί και για πρώτη φορά ο Houston σκέφτηκε ότι όλοι τους πλέον θα μπορούσαν να πεθάνουν. Στη διάρκεια της νύχτας ο Gilkey άρχισε να βήχει και οι σφυγμοί του έφτασαν τους 140 το λεπτό. Οι θρόμβοι έδειχναν να έχουν φτάσει στους πνεύμονές του. Ο ίδιος απολογήθηκε γιατί αποτελούσε βάρος για τους υπόλοιπους και μίλησε για εκείνους που θα ξεκινούσαν την επιχείρηση κατάκτησης της κορυφής. Για τον εαυτό του δεν μίλησε καθόλου. Ποτέ δε μίλησε για το θάνατό του αν και είχε καταλάβει τι συνέβαινε και μπορούσε να δει ότι αυτός πλησιάζει.
Η 10η Αυγούστου ξημέρωσε κρύα, αγριεμένη και με πολύ αέρα. Οι συζητήσεις έπρεπε να γίνονται φωναχτά για να ακούγονται. Ο Gilkey έπρεπε πλέον να κατέβει «πάση θυσία», η θρόμβωση αναπτυσσόταν και στο άλλο του πόδι και δεν θα μπορούσε να επιβιώσει άλλο σ αυτό το υψόμετρο. Γρήγορα οι υπόλοιποι μάζεψαν ξανά τα πράγματα, παίρνοντας μαζί τους την πιο ελαφριά απ τις σκηνές «για περίπτωση ανάγκης» όπως έγραψε αργότερα ο Bob Bates (άραγε τι περισσότερο από αυτό που βρισκόταν είναι ανάγκη;). Έτσι ξεκίνησαν. «Ο καθένας από μας κατάλαβε ότι ξεκινούσε το πιο επικίνδυνο μεροκάματο της ζωής του».
Η εφιαλτική κατάβαση ξεκίνησε. Μέσα σε χιονόπτωση ο Gilkey τραβήχτηκε με το φορείο του μέσα σε χιόνι που βούλιαζε κι όταν η κλίση της πλαγιάς αυξήθηκε, τον άφηναν να γλιστρά προς τα κάτω. Κάθε ελιγμός απαιτούσε τη μέγιστη δυνατή συγκέντρωση από μέρους των συντρόφων του, που καταλάβαιναν πόσο τεράστιο έργο είχαν αναλάβει. Ο Gilkey ήταν τυλιγμένος σ ένα αυτοσχέδιο φορείο που είχε φτιαχτεί από ένα τυλιγμένο αντίσκηνο, ένα σακίδιο και ένα σκοινί. Υπέμενε αδιαμαρτύρητα την κατάσταση κι ήταν σιωπηλός με το πρόσωπό του να είναι ωχρό. Κάθε φορά που τον ρωτούσε κάποιος πώς είναι, αυτός άφηνε ένα αμυδρό χαμόγελο και ψέλλιζε «εντάξει …εντάξει»
Αργά και με κόπο έχαναν υψόμετρο. Κάποια στιγμή μια μικρή χιονοστιβάδα λίγο έλειψε να παρασύρει τον Craig και τον Gilkey στο φορείο του, όμως το σκοινί από πάνω κράτησε. Τελικά έφτασαν σ ένα σημείο της βραχωμένης πλαγιάς που μπορούσαν να τραβερσάρουν προς την εγκαταλειμμένη κατασκήνωση VII. Ο Pete Schoeing ασφάλιζε τον Dee Molenaar και τον Gilkey στο φορείο. Λίγο πιο πάνω απ αυτούς ήταν οι Houston, Bates, Bell και Streather. Ο Craig είχε λυθεί απ το φορείο του Gilkey και τραβερσάριζε προς το σημείο της κατασκήνωσης. Ξαφνικά ο Bell γλίστρησε σε πάγο κι έπεσε χάνοντας τον έλεγχο. Ο Streather παρασύρθηκε κι οι δυο μαζί εκτοξεύτηκαν προς τους Houston και Bates, που τραβερσάριζαν λίγο πιο χαμηλά. Και οι τέσσερις πλέον, ρίχτηκαν στο κενό προς την κατεύθυνση του παγετώνα Godwin-Austen, 2500 μέτρα χαμηλότερα. Δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει τίποτα, εκτός απ το σχοινί που ένωνε τον Gilkey με τον Molenaar, το οποίο με κάποιο τρόπο έμπλεξε και σκάλωσε στον Streather. Ο Molenaar τραβήχτηκε απότομα απ την ορμή της πτώσης των υπόλοιπων κι έτσι έγιναν πέντε αυτοί που κατρακυλούσαν προς τον θάνατο, μέχρι που η πίεση έφτασε στον άρρωστο Gilkey και μετά με τη σειρά στον Pete Schoeing που ασφάλιζε το φορείο με το πιολέ του καρφωμένο στο χιόνι πίσω από ένα βράχο. Σαν από θαύμα, ο Schoeing τους συγκράτησε όλους. Σαν από θαύμα κανένα απ τα σχοινιά δεν κόπηκε.
Όλη αυτή η μπερδεμένη μάζα από σώματα και σχοινιά, ακινητοποιήθηκε μέσα σε ολοκληρωτικό χάος. Στην κάτω άκρη ο George Bell χωρίς σακίδιο, γάντια και γυαλιά, βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση. Ο Charlie Houston βρισκόταν στο χείλος της αβύσσου κουλουριασμένος και αναίσθητος. Ο Bates κατέβηκε σχεδόν μέχρι το σημείο που κειτόταν ο Houston, που στο μεταξύ άρχισε να συνέρχεται: «που είμαστε, τι κάνουμε εδώ πέρα;» επαναλάμβανε συνεχώς.
Ο Bates, γνωρίζοντας ότι αν ο Houston δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του, δεν μπορεί κανένας άλλος να το κάνει, αφού βρισκόταν λίγα εκατοστά πριν την άβυσσο. Κοίταξε τον παλιό του φίλο στα μάτια: «Charlie, αν θες να ξαναδείς την Dorcas και την Penny (η γυναίκα και η κόρη του), σκαρφάλωσε εδώ πάνω αμέσως τώρα». Ο Houston υπάκουσε και κινούμενος μηχανικά, έκανε μια τέλεια αναρρίχηση μέχρι τη σωτηρία του.
Κατάπληκτοι, σοκαρισμένοι, παγωμένοι και κυρίως εξαντλημένοι, έπρεπε οπωσδήποτε να στήσουν γρήγορα ένα αντίσκηνο για να συνέλθουν. Ο Gilkey που δεν είχε ακολουθήσει στην πτώση κι ήταν μάλλον ο πιο ζεστός, μέσα στο φορείο του, βρισκόταν ασφαλής μέσα σε ένα λούκι και κρεμόταν με ασφάλεια από δύο πιολέ. Τον είχαν ασφαλίσει εκεί αμέσως μετά το ατύχημα. Οι υπόλοιποι βρίσκονταν στο αντίσκηνο που έστησαν και προσπαθούσαν να συνεφέρουν τους Bell και Houston. Τώρα ήταν ο Schoeing, ο δυνατός της ομάδας, που βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης κι έβηχε έχοντας χάσει κάθε έλεγχο. Ο Gilkey για μια στιγμή ακούστηκε να φωνάζει κάτι στους υπόλοιπους αλλά απ τον αέρα δεν καταλάβαιναν τι. Τελικά οι Bates και Streather, γύρισαν στο λούκι για να πάρουν το σύντροφό τους. Ο Bates έγραψε: «αυτό που είδαμε δεν θα το ξεχάσω ποτέ, η πλαγιά ολόκληρη ήταν άδεια, ο Art Gilkey είχε φύγει !!!». Οι δύο άντρες μη μπορώντας να πιστέψουν στα μάτια τους, γύρισαν στο αντίσκηνο συγκλονισμένοι.
Συχνά μέχρι σήμερα, εικάσθηκε ότι ο Gilkey με κάποιο τρόπο λύθηκε για να σώσει τους υπόλοιπους, μα ο Charlie Houston δεν πίστεψε ποτέ ότι κάτι τέτοιο ήταν εφικτό. Θεωρούσε ότι ο Gilkey ήταν μισοπεθαμένος και δεν είχε ούτε τις ελάχιστες δυνάμεις για να κουνηθεί έτσι όπως ήταν τυλιγμένος με σχοινιά μέσα στο αυτοσχέδιο φορείο του. Στο λούκι έμοιαζε να υπάρχει ένα αμυδρό ίχνος, σαν αυλακιά στο χιόνι και μάλλον μια μικρή χιονοστιβάδα τον κύλησε μέχρι το γκρεμό.
Οι εφτά επιζήσαντες πέρασαν μια εφιαλτική νύχτα, μέσα σ ένα αντίσκηνο δύο ατόμων. Ο Houston βρισκόταν ακόμα σε παράκρουση και προσπαθούσε κάθε τόσο να ανοίξει μια τρύπα στη σκηνή, λέγοντας ότι θα πεθάνουν από έλλειψη οξυγόνου. Η μακριά νύχτα πέρασε και οι εξαντλημένοι άντρες ετοιμάστηκαν να πολεμήσουν για μια ακόμα μέρα. Ο χαμός του Art Gilkey, αν και ήταν σπαρακτικός για όλους, στάθηκε σωτήριος για τη δική τους επιβίωση. Τώρα είχαν να παλέψουν για να σώσουν μόνο τη δική τους ζωή. Θα τους έπαιρνε μια ολόκληρη μέρα, μέχρι να κατέβουν ως την κατασκήνωση VI, 200 μέτρα χαμηλότερα, η οποία όμως ήταν ακόμα πάνω από το υψόμετρο των 7000 μέτρων. Ήδη βρίσκονταν 15 ημέρες πάνω από αυτό το υψόμετρο κι αυτό ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο.
Στην κατάβαση ο Streather ξέθαψε μια μικρή θήκη απ το χιόνι και νόμισε ότι ανακάλυψε κάτι απ τον νεκρό σύντροφό τους. Όμως αυτή ανήκε στον Bell και περιείχε ένα ζευγάρι γυαλιά που δεν είχαν σπάσει και αυτό τον χαροποίησε αφάνταστα. Δεν υπήρχαν σημάδια απ τον Gilkey, εκτός από κάποιες μικρές λωρίδες από σταγόνες αίμα σε βράχους λίγα κομμάτια από μπλεγμένα σχοινιά κι ένα κομμάτι από ιμάντα πιολέ. Κανένας τους δεν το ανέφερε στην πορεία της κατάβασης και δεν ειπώθηκε τίποτα μέχρι τη στιγμή που η ομάδα ξαναβρέθηκε καιρό μετά το τέλος της αποστολής, όταν όλοι παραδέχτηκαν ότι τα είχαν επισημάνει.
Τα πόδια του Bell είχαν άσχημα κρυοπαγήματα την ώρα που η κατάσταση σύγχυσης του Houston βελτιωνόταν κι έτσι όλοι άρχισαν να ανησυχούν τώρα για τον Bell. Όλη την επόμενη μέρα συνέχισαν να κατεβαίνουν προσεκτικά, πιστεύοντας ότι ακόμα δεν ήταν ασφαλείς. Φτάνοντας στην «καμινάδα του σπιτιού» ο Charlie Houston, επέμεινε να κατέβει τελευταίος, όπως θεωρούσε ότι όφειλε σαν αρχηγός, βοηθώντας όλους τους υπόλοιπους να κατέβουν αυτοί και τα σακίδιά τους με ασφάλεια, με τη χρήση του φιξαρισμένου σχοινιού που είχαν στήσει στην ανάβαση. Όταν όλοι οι υπόλοιποι είχαν κατέβει, ήταν ήδη νύχτα. Ο Houston μη μπορώντας να αναγνωρίσει στο σκοτάδι ποιο ήταν το καλό σχοινί και ποια τα απομεινάρια παλιών αποστολών (14 χρόνια είχαν περάσει από την προηγούμενη αποστολή), αποφάσισε να μην ασφαλιστεί σε κανένα. Έκανε μια προσευχή και ξεκίνησε την καταρρίχηση ανασφάλιστος. Μετά από λίγο, έφτανε σώος στη βάση της «καμινάδας», εκεί όπου ήταν και η κατασκήνωση IV.
Η κατάβαση στην κατασκήνωση ΙΙΙ ήταν περισσότερο κουραστική παρά επικίνδυνη κι εκεί οι άνδρες βρήκαν αρκετή αποθηκευμένη τροφή. Μετά από ένα πλούσιο γεύμα αποφάσισαν να συνεχίσουν χαμηλότερα, στην κατασκήνωση ΙΙ, όπου τους περίμεναν πλέον οι βαστάζοι Hunza. Συγκινητικές στιγμές εκτυλίχθηκαν στη συνάντηση αυτή και πολλά δάκρυα κύλησαν κι οι Hunza έψαλαν αυθόρμητα μια προσευχή για τον Art Gilkey. O Bob Craig έγραψε αργότερα: «ήταν η πιο βαθιά εμπειρία που είχα ποτέ σαν άνθρωπος».
Στις 14 Αυγούστου, πίσω στην Κατασκήνωση Βάσης δέχτηκαν ένα εξίσου συγκινητικό καλωσόρισμα από τον συνταγματάρχη Atta Ullah, τον liaison officer (αξιωματικό σύνδεσμο) της αποστολής, ο οποίος μέσα από τις καθημερινές επαφές με την ομάδα μέσω ασυρμάτου, είχε γίνει το ένατο μέλος της. Ακολούθησε μια ηχογράφηση όλων όσων συνέβησαν ψηλά στο βουνό. Ο Houston κατέληξε ότι “ήρθαμε εδώ σαν ξένοι και φεύγουμε σαν αδέλφια”.
Οι βαστάζοι Hunza έχτισαν με πέτρες ένα τάφο στη μνήμη του Art Gilkey, που υπάρχει μέχρι σήμερα, στο σημείο όπου ενώνονται οι παγετώνες Savoia και Godwin Austen και οι εφτά σύντροφοι του νεκρού, άφησαν λουλούδια και τις σημαίες που έλπιζαν να ανεβάσουν στην κορυφή και διάβασαν προσευχές, πριν ξεκινήσουν τη μακριά πορεία για το Skardu.
Η Αμερικανική αποστολή του 1953 στο Κ2, έγινε σύμβολο όλων εκείνων των μεγάλων αξιών της ορειβασίας. Το τραγικό της τέλος σηματοδότησε και το τέλος και της εποχής των αγνών ιδανικών στον Ιμαλαϊσμό, όπου η ανθρώπινη αξία έστω κι αν ήταν χαμένη υπόθεση, είχε μεγαλύτερη σημασία από την πρώτη κατάκτηση μιας τόσο σπουδαίας κορυφής όσο το Κ2. Μέχρι πρόσφατα η ομάδα των εφτά, σε προχωρημένη ηλικία πλέον, διατηρούσε στενούς δεσμούς μεταξύ των μελών της. Για τον ίδιο τον Houston η αποστολή ήταν ένα σημείο μεταστροφής. Για χρόνια ο θάνατος του Art, του είχε δημιουργήσει μια κατάθλιψη που τον βασάνιζε, μαζί με την αμνησία που ερχόταν παροδικά (μια φορά μάλιστα σε μια επέτειο του γεγονότος).
Το 1953, ήταν τελικά η τελευταία χρονιά ορειβασίας για τον Houston. Μετά αφοσιώθηκε στην «ιατρική μεγάλου υψομέτρου» και τις επόμενες δεκαετίες αποτέλεσε αυθεντία στα θέματα αυτά. Δεν χωράει αμφιβολία ότι η απεγνωσμένη του προσπάθεια να σώσει τον Art Gilkey, συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια και η έρευνά του σίγουρα έσωσε πολλές ζωές από τότε.
Ακριβώς 40 χρόνια μετά το ατύχημα, το 1993, υπολείμματα του Art Gilkey βρέθηκαν κοντά στο σημείο όπου είναι η Κατασκήνωση Βάσης του Κ2. Κομμάτια από ρούχα, από το κρανίο αλλά και άλλα κόκαλα αναγνωρίστηκαν να ανήκουν με βεβαιότητα σ εκείνον. Τα κόκαλα στάλθηκαν στις Η.Π.Α. και τοποθετήθηκαν στον οικογενειακό τάφο των Gilkey.