Τον Νοέμβριο του 2000 παρέα με τον Δημήτρη Βενετικίδη, βρεθήκαμε στα Ιμαλάια με τα ποδήλατά μας, για μια ξεχωριστή περιπέτεια: την ποδηλατική διάσχιση της πιο διάσημης οροσειράς του κόσμου, από τα μονοπάτια της! Τώρα που ο χρόνος ξεμάκρυνε τα γεγονότα, αποδεικνύεται ότι ήταν ένα υπέρ το δέον φιλόδοξο σχέδιο, που δεν μπορούσε να έχει παρά μόνο λίγες πιθανότητες να γίνει πράξη. Στην περίπτωση εκείνη μάλιστα, είχαμε να αντιμετωπίσουμε κι άλλους, απρόβλεπτους, παράγοντες, ικανούς να ανατρέψουν αυτοστιγμή οποιοδήποτε παρόμοιο σχέδιο. Στο τέλος αυτής της περιπετειώδους εμπειρίας, αποζημιωθήκαμε σε κάποιο βαθμό. Από όλη την ιστορία όμως, μας έμεινε η απαραίτητη σοφία που κερδίζει κάποιος όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τις αποφάσεις του: «αν δεν το τολμήσεις, δεν μπορείς να ξέρεις». Μέχρι σήμερα, η γεύση εκείνης της γλυκόπικρης εμπειρίας λίγο έχει ξεθυμάνει παρά το ότι πέρασαν ήδη πολλά χρόνια από τότε.
“…Ο Δημήτρης που βρισκόταν λίγο πιο μπροστά κέρδιζε ένα-ένα τα μέτρα ποδηλατώντας στο ανηφορικό μονοπάτι. Κάθε τόσο όμως όλο και κάτι βρισκόταν μπροστά μας για να μας αναγκάζει να ξεκαβαλάμε. Αυτή τη φορά ήταν απότομος ανήφορος με σκαλοπάτια. Κατεβήκαμε, φορτωθήκαμε τα ποδήλατα στην πλάτη κι αρχίσαμε για άλλη μια φορά το περπάτημα. Είχα απορροφηθεί στην προσπάθεια και καθώς το τοπίο τριγύρω μας έμοιαζε αρκετά οικείο, ξέχασα για μια στιγμή που βρισκόμουν. Σαν να ήταν μια ακόμα διάσχισή μας στα ελληνικά βουνά. Στο τέλος του ανήφορου οι σφυγμοί σταμάτησαν να αντηχούν στα αυτιά μου και κοντοστάθηκα να πάρω μια ανάσα. Τότε συνειδητοποίησα ότι όλη αυτή η οικεία κατάσταση που για πολλοστή φορά ζούσα, δεν ήταν μια από τα ίδια…
Τρία ξυπόλυτα πιτσιρίκια που φορούσαν κουρέλια, έτρεχαν φρενιασμένα προς το μέρος μας φωνάζοντας: σάικολ-σάικολ (cycle-cycle). Αυτό το επιφώνημα έκπληξης, που με αφύπνισε απότομα, μου θύμισε ότι είμαστε μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα. Θα γινόταν το κλισέ των επόμενων ημερών και θα έβγαινε σαν μαγνητοφωνημένο από τα στόματα όλων των παιδιών που θα συναντούσαμε στο δρόμο μας.
Στα μέσα του προηγούμενου Οκτώβρη ξεκινούσαμε μαζί με τον Δημήτρη μια ακόμα ορεινή διάσχιση με ποδήλατα, μόνο που αυτή τη φορά διέφερε κατά πολύ από προηγούμενες. Βγαίναμε πλέον από τα όρια του συμβατικού. Στο παρελθόν είχαμε διασχίσει αρκετές φορές την ορεινή Ελλάδα, με τολμηρότερο ίσως το σχέδιο του “μονοπατιού Ε4” το 1998. Τότε για πρώτη φορά φτάσαμε σε ακρότητες, ανεβαίνοντας μέχρι τις κορυφές του Ολύμπου, φορτωμένοι τα ποδήλατά μας μέσα στα χιόνια.
Στο αεροδρόμιο του Κάτμαντου, φτάσαμε στις 16 Οκτωβρίου 2000 στην αιχμή του τουριστικού “κύματος” του φθινοπώρου. Περίπου 500.000 άνθρωποι επισκέπτονται κάθε χρόνο αυτή τη φτωχή λωρίδα γης με την έκταση της Ελλάδας αλλά με πληθυσμό δυόμισι φορές περισσότερο. Όπως οι περισσότεροι που φτάνουν εδώ για να περπατήσουν στα βουνά, έτσι κι εμείς διαλέξαμε το φθινόπωρο για να εκμεταλλευτούμε τις ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες που ακολουθούν τους μουσκεμένους μουσώνες του καλοκαιριού. Ο στόχος μας ήταν να διατρέξουμε με τα ποδήλατά μας και χωρίς υποστήριξη βαστάζων ή οδηγών, τη στενόμακρη αυτή χώρα από τη μια άκρη γης μέχρι την άλλη. Επρόκειτο για μια απόσταση 1500 χλμ από ότι μπορούσαμε να υπολογίσουμε από τους χάρτες μας. Η πρωτοτυπία στο όλο εγχείρημα όμως ήταν αλλού: η ποδηλατική μας διάσχιση δεν θα γινόταν από δρόμους αλλά από μονοπάτια. Μια εξαιρετικά επίπονη προσπάθεια μας περίμενε, καθώς πέρα από τη δυσκολία του μονοπατιού σαν πεδίου και την επιβάρυνση του εξοπλισμού μας που έπρεπε να μεταφέρουμε μόνοι στις πλάτες μας, είχαμε να διατρέξουμε ένα απίστευτο ανάγλυφο βουνών που τέμνονται συνέχεια από ατέλειωτα ορμητικά ποτάμια, καθώς αυτά τρέχουν να συναντηθούν μεταξύ τους στην μεγάλη ινδική πεδιάδα, σχηματίζοντας τον Γάγγη.
Το πρώτο μέλημά μας φτάνοντας στο Νεπάλ, ήταν να εξασφαλίσουμε όλες τις απαιτούμενες άδειες που θα χρειάζονταν σε περιοχές χαρακτηρισμένες ως εθνικά πάρκα, ή διατηρητέες ή απαγορευμένες. Είναι γεγονός ότι σ’ αυτή τη χώρα υπάρχει αυτός ο περίεργος κερματισμός των εκτάσεών της σε 4-5 κατηγορίες, που συνήθως δυσκολεύει τους ξένους να τη γνωρίσουν. Σε κάποιο από τα αμέτρητα πρακτορεία του Τάμελ, της τουριστικής συνοικίας του Κάτμαντου, πήραμε μια απάντηση που στην αρχή τη θεωρήσαμε φάρσα. Το αριστερό κόμμα των Μαοιστών κηρύχθηκε εκτός νόμου και ξεκίνησε αντάρτικο στα βουνά. Επιπλέον, ο στρατός τελείωνε εκείνες τις ημέρες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και εξαιτίας των μαχών, όλο το δυτικό Νεπάλ ήταν “κλειστό” για τους ξένους. Ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό λίγο αργότερα, μέμφθηκα τον εαυτό μου που φάνηκε δύσπιστος σ’ αυτά που μας είχαν πει. Φωτογραφίες από το μέτωπο στο κεντρικό θέμα του περιοδικού δεν άφηναν καμιά αμφιβολία, δυστυχώς ήταν αλήθεια μέχρι και η τελευταία λεπτομέρεια σχετικά με τα γεγονότα. Βρεθήκαμε σε αδιέξοδο προς στιγμήν, η μισή διαδρομή έπρεπε να αφαιρεθεί από το σχέδιο μας. Μέσα σε κλίμα σύγχυσης μετά από αυτή την αναπάντεχη εξέλιξη, πήραμε την απόφαση να ξεκινήσουμε από το κέντρο της χώρας με ανατολική κατεύθυνση, προσπαθώντας έτσι να κάνουμε την υπόλοιπη μισή διαδρομή.
Η Πόχαρα, μια όμορφη παραλίμνια πόλη στο κέντρο της χώρας, τα τελευταία χρόνια μεταμορφώθηκε χάρη στη φήμη του βουνού Ανναπούρνα, το πρώτο βουνό από τα 14 συνολικά στον πλανήτη, με υψόμετρο πάνω από 8000 μέτρα, που κατακτήθηκε το 1950. Χιλιάδες ξένοι έρχονται εδώ κάθε χρόνο για να θαυμάσουν από κοντά το μεγαλείο μιας αλυσίδας εντυπωσιακών κορυφών που ξεπροβάλουν επιβλητικά στον ορίζοντα, στα βόρεια της πόλης.
Φτάνοντας με το λεωφορείο, κατευθυνθήκαμε προς τα γραφεία του ΑCΑΡ, του διαχειριστικού φορέα της “Διατηρητέας Περιοχής του Ανναπούρνα”, όπου θα παίρναμε τις άδειες που χρειαζόμασταν για να περάσουμε από την περιοχή. Μια έκταση 10.000 τετρ. χλμ. ανακηρύχθηκε διατηρητέα το 1971 για λόγους προστασίας της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Όμως η παγκοσμιοποίηση είναι αδυσώπητη και όπως διαπιστώσαμε και μόνοι μας μερικές βδομάδες αργότερα, η σπατάλη των φυσικών πόρων και η αλλοίωση του χαρακτήρα των ντόπιων εξαιτίας του τουρισμού ήταν αναπόφευκτη. Η ποδηλατική μας ενδυμασία έγινε αμέσως αντιληπτή από τον υπεύθυνο που ρώτησε να μάθει τις προθέσεις μας. Ανυποψίαστοι, δώσαμε διευκρινίσεις για να πληροφορηθούμε ότι λίγο καιρό πριν προστέθηκε στις υπάρχουσες διατάξεις νέα, η οποία απαγορεύει τη χρήση ποδηλάτου στα όρια της περιοχής αυτής. Ήταν φανερό πλέον ότι δεν είχαμε την τύχη με το μέρος μας.
Η νέα τροποποίηση του σχεδίου μάς βρήκε την επομένη το πρωί να κατευθυνόμαστε ανατολικά αντί για βόρεια, παρακάμπτοντας τον ορεινό όγκο του Ανναπούρνα. Φορτωμένοι με 20 και παραπάνω κιλά εξοπλισμού στην πλάτη, ποδηλατούσαμε μεσημέρι ανάμεσα σε ριζοχώραφα στους 35 βαθμούς “υπό σκιάν” στην περιοχή Λαμτζούνγκ, σε υψόμετρο μόλις 500 μέτρα.
Στο μικρό χωριό Σϊάουλι, στο τέλος της μέρας, η έκπληξη λεγόταν “Ηimalayan Rescue Dog Squad” δηλαδή, σκύλοι-διασώστες. Ένας καλά οργανωμένος καταυλισμός που λειτουργεί κάτω από τις οδηγίες ενός σπάνιου ανθρώπου, του ολλανδού δόκτωρα Ίνγκο, λειτουργεί εκεί πάνω από 10 χρόνια. Το βράδυ, συζητήσαμε πολλά ενδιαφέροντα θέματα με τον γιατρό Ίνγκο, που ζει στην Ασία πάνω από 25 χρόνια κι έβαλε σαν στόχο της ζωής του να βοηθήσει τους συνανθρώπους του που βρίσκονται σε κίνδυνο, απαρνούμενος την Ευρώπη και τον κονφορμισμό του δυτικού κόσμου. Βρέθηκε στο Νεπάλ στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και αποφάσισε να ιδρύσει μια ομάδα διάσωσης που θα βρίσκει χαμένους ανθρώπους μέσα στα βουνά, χάρη στις ξεχωριστές ανιχνευτικές ικανότητες των σκύλων.
Δυστυχώς, δεν αποφύγαμε και πάλι τα δυσάρεστα νέα. Μας πληροφόρησε ότι πέρα από το δυτικό τμήμα της χώρας, η δράση των ανταρτών επεκτάθηκε και ανατολικότερα, στην περιοχή Γκόρκα, όπου κατευθυνόμασταν. Μας διαβεβαίωσε ότι η κατάσταση είναι τεταμένη με συχνά επεισόδια στρατού και ανταρτών και επέμεινε ότι μόνο οι “πολυσύχναστες” διαδρομές παρέχουν ασφάλεια στους ξένους. Για τρίτη φορά έπρεπε να αλλάξουμε τα σχέδιά μας.
Συνεχίσαμε δύο ημέρες ακόμα την πορεία μας, μέχρι το Μπεσισάαρ, μια μικρή κωμόπολη, απ’ όπου μπορούσαμε να πάρουμε αυτοκίνητο για να επιστρέψουμε πίσω στο Κατμαντού. Εκεί πλέον ανασυνταχτήκαμε και πήραμε την απόφαση να κάνουμε τη διαδρομή που οδηγεί στο Έβερεστ και θεωρείται ασφαλής, αφού είναι η δεύτερη “πολυσύχναστη” διαδρομή από ξένους, μετά το Ανναπούρνα.
Στις 24 Οκτωβρίου κάναμε με το λεωφορείο της γραμμής, το γνώριμο σε μας από το 1996, δρομολόγιο για το χωριό Τζίρι, στην περιοχή Σόλου. Ο δρόμος έφτασε μέχρις εδώ το 1984, καλύπτοντας 190 χιλιόμετρα απόστασης από την πρωτεύουσα και διευκολύνοντας όσους θέλουν να προσεγγίσουν πεζοπορικά το Κούμπου. Οι πρώτες μεταπολεμικές προσπάθειες για την κατάκτηση του Έβερεστ, είχαν σαν αφετηρία τα προάστια του Κατμαντού. Όμως με τα χρόνια, ο δρόμος κατασκευαζόταν μέτρο-μέτρο εξοικονομώντας ημέρες πορείας για τις επόμενες αποστολές (το 1951 υπήρχαν σε όλη τη χώρα μόνο 376 χιλιόμετρα δρόμων ενώ το 1998 ξεπερνούσαν τα 13.000). Σήμερα η διαδρομή από το Τζίρι προς το Έβερεστ γίνεται από λιγοστούς μόνο τρέκερς. Οι 95 στους 100 προωθούνται αεροπορικά μέχρι το Λούκλα, 100 χλμ πιο κοντά (6 μέρες πορείας), αποφεύγοντας έτσι και το δυσκολότερο τμήμα της διαδρομής, ένα ανελέητο ανεβοκατέβασμα από 7000 μέτρα ανάβασης.
Στο Τζίρι φτάσαμε, όπως και την πρώτη φορά, κάτω από ραγδαία βροχή. Μόνο που τώρα, εκτός από τα σακίδιά μας, από την οροφή του λεωφορείου ξεφορτώναμε πια και τα ποδήλατά μας. Οι ντόπιοι που χάζευαν την απογευματινή άφιξη, προστατευμένοι κάτω από τις στέγες, ξαφνιάστηκαν βλέποντας τη σκηνή.
Το επόμενο πρωί όλα ήταν έτοιμα και ξεκινούσαμε γεμάτοι δυνάμεις την πορεία μας, προσπερνώντας μερικές παρέες βαστάζων που ζέσταιναν τις δυνάμεις τους γύρω από φωτιές, πριν πάρουν κι αυτοί το μονοπάτι. Μια και η διαδρομή μας ήταν γνώριμη, ήταν ευκαιρία να διαπιστώσουμε και πόσο βατή ήταν τελικά από ποδήλατο. Μετά τις πρώτες ανηφόρες, ποδηλατήσαμε για μεγάλη απόσταση, ενώ βόρεια ξεπρόβαλαν οι χιονισμένες πλαγιές του Γκάουρι-Σανκάρ. Κάτω από έκπληκτα βλέμματα και ζητωκραυγές των μικρών παιδιών, καλύψαμε αρκετά χιλιόμετρα διαδρομής μέχρι που μας έπιασε η απογευματινή βροχή στην κοιλάδα του ποταμού Λίκου, ένα από τα πολλά ποτάμια που σχηματίζονται από τους παγετώνες των μεγάλων κορυφών. Συνεχίσαμε κάτω από την πίεση της μέρας που έφευγε και μουσκεμένοι φτάσαμε νύχτα στο χωριό Κίντζα, με αναμμένους φακούς. Εκεί οι πληροφορίες που είχαμε πάρει μιλούσαν για ηλεκτρικό ρεύμα (ουσιαστικά το ρεύμα μάς χρειαζόταν μόνο για να φορτίζουμε τις μπαταρίες της μικρής μας βιντεοκάμερας). Δυστυχώς, όλα ήταν κατασκότεινα και αποδείχτηκε ότι μια μικρή κατολίσθηση στις κοντινές πλαγιές κατέστρεψε λίγες ημέρες πριν τα ευτελή σύρματα που μεταφέρουν το ρεύμα. Ένα πλούσιο γεύμα αποζημίωσε τις 12 ώρες πορείας της πρώτης μέρας κι ένα μικρό κερί (πολύτιμο αξεσουάρ όσων πεζοπορούν εδώ) μας φώτισε για τις προετοιμασίες του ύπνου.
Η επόμενη ημέρα ήταν ένας ρόλος για γερές πλάτες, γερά πόδια και γερά νεύρα. Μια μονοκόμματη ανάβαση με υψομετρική διαφορά 2000 μέτρα και 7 ώρες πορείας μέσα από δάση ροδόδεντρων (το εθνικό δέντρο της χώρας) οδηγούσε ψηλά στη Λαμτζούρα Ντάντα. Ντάντα στα Νεπαλέζικα σημαίνει λοφοσειρά και χρησιμοποιείται σαν συνθετικό για να προσδιορίσει τα δασωμένα βουνά, δηλαδή τα χαμηλα (μέχρι 5000 μέτρα). Για τα ψηλότερα βουνά, που οι κορυφές τους βρίσκονται πάνω από το όριο του χιονιού, χρησιμοποιείται το συνθετικό Ιμάλ. (Ιμάλ-Αγια, στα σανσκριτικά σημαίνει “η κατοικία του χιονιού”). Φυσικά ποδηλατήσαμε ελάχιστα σ’ όλη αυτή την ανάβαση, ήταν όμως μιας πρώτης τάξεως προπόνηση, με τα 30 και παραπάνω κιλά στις πλάτες μας.
Ένας μεγάλος σωρός από άτακτα ριγμένες πέτρες και ατέλειωτα πανιά με προσευχές, κουρελιασμένα απ’ τη μανία του ανέμου, σηματοδοτούσαν μέσα στο σύννεφο το τέλος του ανήφορου στα 3500 μέτρα, στο διάσελο Λαμτζούρα Αυτή είναι και η πρώτη επαφή με μεγάλο υψόμετρο, για όσους ακολουθούν τη συγκεκριμένη διαδρομή. Στο χωριό Τζουνμπέσι τελείωσε η προσπάθεια της δεύτερης μέρας με αρκετή ποδηλασία στις ομαλές κατηφόρες του μονοπατιού. Ευτυχώς μόνο το ξεκίνημα της βροχής μας καλωσόρισε και αφού πιάσαμε την καλύτερη θέση κοντά στην ξυλόσομπα του πανδοχείου, ξέσπασε και πάλι δυνατή για τρίτο συνεχόμενο απόγευμα. Πίσω απ’ το τζάμι, κουκουλωμένοι σε ζεστά ρούχα και με μια κούπα καυτό τσάι χαζεύαμε τη βροχή, που σαν μια κουρτίνα που τραβιέται, θόλωνε τα κοντινά βουνά. Η περίοδος των μουσώνων, κανονικά είχε ήδη τελειώσει, όμως υπήρχε ακόμα αστάθεια στην ατμόσφαιρα.
Ήταν 26 Οκτωβρίου κι ο Δημήτρης είχε τη γιορτή του. Του ευχήθηκα, την ώρα που τυλιγόταν με τον υπνόσακο για να κοιμηθεί. Πριν από 4 χρόνια, είχαμε γιορτάσει πάλι στο Νεπάλ, μερικά βουνά ανατολικότερα με ρύζι κι ένα μπουκάλι μπύρα, σε μια καλύβα από μπαμπού και άχυρα. Τώρα στο ευρύχωρο δωμάτιο τα ποδήλατά αναπαύονταν και απλωμένα ρούχα στέγνωναν πάνω τους, περιμένοντας το ξημέρωμα.
Η πορεία μέχρι το χωριό Νούνταλα, την τρίτη μέρα πορείας, ήταν ευκολότερη από τις δύο προηγούμενες και με αρκετή ποδηλασία, χάρη στο ομαλότερο ανάγλυφο της περιοχής.
Μετά το πέρασμα Τρακσίντο, η θέα άνοιξε στα ανατολικά, προς στη βαθιά χαράδρα του Ντουντ-Κόσι και εντυπωσιακές κατάλευκες κορυφές κάλυψαν τον ορίζοντα. Μπαίνοντας στο Νούνταλα, βρεθήκαμε μπροστά σε μια σχολική γιορτή όπως μας εξήγησαν. Οι δάσκαλοι μαζί με τους μαθητές τους, τραγουδούσαν και χόρευαν με την ευκαιρία της σημαντικής ινδουιστικής γιορτής Ντασάιν, με σκοπό να μαζέψουν χρήματα για τη συνέχιση της λειτουργίας του σχολείου στο χωριό.
Καταλύσαμε σ’ ένα πανδοχείο στην άκρη του χωριού, στο οποίο ήμασταν και οι μοναδικοί πελάτες. Ο Σέρπα ιδιοκτήτης με τη γυναίκα του δεν συμμετείχαν στη γιορτή γιατί ήταν βουδιστές. Στη βραδινή κουβέντα γύρω απ’ τη σόμπα, ο Σέρπα μας μίλησε για τα 10 παιδιά του, που όλα τους με εξαίρεση τα δύο μικρότερα, ζουν στην Αμερική. Ο μεγαλύτερος γιος του, κάποτε δούλευε σε γκρουπ με ξένους στα βουνά. Έτσι γνωρίστηκε με κάποιους πελάτες που τον κάλεσαν να πάει να εργαστεί εκεί. Σιγά-σιγά τα αδέρφια βοήθησαν το ένα το άλλο και έφυγαν από τον τόπο τους σε μια προσπάθεια να απολαύσουν μια “καλύτερη” ζωή.
Μια μεγάλη βουτιά στην αρχή της 4ης μέρας μάς κατέβασε ξανά στα 1500 μέτρα στη χαράδρα του Ντουντ-Κόσι, που μεταφράζεται ως Γαλατοπόταμος εξαιτίας των άσπρων νερών που κατεβάζει από τους παγετώνες του Κούμπου και του Νγκοζούμπα, που βρίσκονται στη βάση μερικών από τα ψηλότερα βουνά του πλανήτη. Απολαύσαμε ένα γρήγορο πέρασμα με τα ποδήλατά μας, πάνω στη μεταλλική κρεμαστή γέφυρα με τις σκάρες, που αφήνουν να φαίνεται κάτω απ’ τα πόδια σου το αγριεμένο ποτάμι 50 μέτρα χαμηλότερα.
Αυτή τη χαράδρα δεν θα την αφήναμε πλέον μέχρι να φτάσουμε στον τελικό μας στόχο, 4000 μέτρα ψηλότερα και 80 χιλιόμετρα μακρύτερα, στη βάση του Έβερεστ.
Ο ανήφορος μετά τη γέφυρα ήταν σκληρός. Μέχρι να νυχτώσει, έπρεπε να ανηφορίζουμε περίπου 1700 μέτρα ψηλότερα, κουβαλώντας όπως είναι φυσικό, για μεγάλη απόσταση τα ποδήλατα στις πλάτες μας και πάλι. Περάσαμε στον ανήφορο αμέτρητα καλλιεργημένα σκαλοπάτια γης με ρύζι. Οι πλαγιές στους “λόφους” του Νεπάλ είναι σημαδεμένες από αυτήν την ανθρώπινη παρουσία που γίνεται όλο περισσότερο αισθητή και πιέζει ασφυκτικά το περιβάλλον με τις αυξημένες ανάγκες για τροφή και ενέργεια.
Στο χωριό Κάρι-Κόλα, μπήκαμε το μεσημέρι, κάτω από τους αλαλαγμούς της πιτσιρικαρίας. Ένα γενναίο διάλειμμα για να δροσιστούμε, μας έδωσε την ευκαιρία να πλύνουμε ρούχα και να τα στεγνώσουμε στον καυτό ήλιο μέχρι να ξεκινήσουμε και πάλι.
Αργά το απόγευμα κι ενώ είχαμε ροκανίσει το μεγαλύτερο μέρος του ανήφορου, βαδίζαμε και ποδηλατούσαμε πλέον στα 2700 μέτρα, μέσα σε πυκνό δάσος με γιγάντιες βελανιδιές κι άλλα άγνωστα σε μας δέντρα, με κορμούς σκεπασμένους από βρύα και φτέρες. Δυο νεαροί Νεπαλέζοι που διασταυρώθηκαν μαζί μας, ζήτησαν να τους δώσουμε τις πρώτες βοήθειες. Το πόδι του ενός ήταν πληγωμένο κοντά στο πέλμα και πρησμένο άσχημα. Ένα ζευγάρι τριμμένες σαγιονάρες ήταν η μόνη άμυνα των ποδιών του στις αντιξοότητες του μονοπατιού και φυσικά δεν κατάφεραν να τον προστατέψουν, όταν πάτησε κατά λάθος ένα σπασμένο μπουκάλι. Ανέλαβα την περιποίηση του τραύματος, χωρίς όμως να καταφέρω και πολλά πράγματα, παρά το οργανωμένο φαρμακείο που διαθέταμε.
Η ησυχία που μόνο η ομίχλη φέρνει μαζί της, βασίλευε στο μικρό χωριουδάκι του Πουιγιάν, μια χούφτα σπίτια σε κάποιο κενό της οργιώδους βλάστησης στα 2800 μέτρα. Φρεσκοβαμμένα με ζωηρά χρώματα, τα τρία μικρά πανδοχεία περίμεναν τους λίγους περαστικούς για το βράδυ.
Μια λάμπα πετρελαίου φώτιζε τον κεντρικό χώρο με τους πελάτες κι αυτοί με τη σειρά τους έριχναν φως με τους φακούς τους στα πιάτα με το ρύζι και τις πατάτες. Ένας Αυστραλός με τον οδηγό του, μια νεαρή Αμερικάνα με το δικό της οδηγό, ο Δημήτρης με μένα και τέσσερις νεαροί Ιταλοί με τους βαστάζους τους, γεμίζαμε τους πάγκους γύρω απ’ την σόμπα. Μια ανοιχτή πόρτα μας χώριζε από την κουζίνα, όπου η νεαρή οικοδέσποινα ετοίμαζε τα πάντα με ξεχωριστή σβελτάδα. Περιμένοντας πάνω από μισή ώρα το φαγητό μας (είναι ο συνηθισμένος χρόνος αναμονής, αφού όλα ετοιμάζονται εκείνη την ώρα), είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε τον καθημερινό απολογισμό της πορείας αλλά και το σχεδιασμό της επόμενης. Στο μεταξύ πιάσαμε και την κουβέντα με τους Ιταλούς, οι οποίοι όπως μας είπαν, επέστρεφαν από την ανάβασή τους στην κορυφή Μέρα, την πλέον εύκολη στον κατάλογο των “trekking κορυφών” του Νεπάλ. Φαίνονταν δεμένοι σαν ομάδα τόσο μεταξύ τους όσο και με τους βαστάζους τους, αφού είχαν περάσει δυο βδομάδες μαζί στην απομόνωση των βουνών. Ο Αυστραλός με την Αμερικάνα, έμειναν μέχρι αργά στη σάλα να συζητούν για τη Νέα Υόρκη. Το λιτό σανιδένιο πάτωμα και η ησυχία της νύχτας με έκαναν ακούσια καλεσμένο στην παρέα τους αν και ήμουν έναν όροφο πιο πάνω και τυλιγμένος στον υπνόσακό μου.
Εκμεταλλευτήκαμε τα καλά κομμάτια του μονοπατιού και απολαύσαμε μια σύντομη πρωινή οδήγηση με συντροφιά τον ίλιγγο της χαράδρας του Ντουτ-Κόσι, που κυλούσε 1200 μέτρα χαμηλότερα, σαν μια άσπρη γραμμή που χώριζε στα δύο τις σχεδόν κάθετες πλαγιές των βουνών που συγκλίνανε εκεί κάτω. Σ’ αυτό το τμήμα η προσοχή μας ήταν τεταμένη όσο ποδηλατούσαμε, γιατί αρκούσε μια στραβοτιμονιά για να βρεθούμε στο κενό, κενό που δεν είχε σταματημό. Εκεί εκτίμησα την αξιοπιστία της κατασκευής των ποδηλάτων μας και ειδικότερα των φρένων.
Μπροστά μας ξεπρόβαλαν πλέον οι πρώτες χιονισμένες κορυφές του Κούμπου σε καταγάλανο φόντο, οι ψηλές κορυφές όμως ήταν ακόμα αρκετά πίσω. Σαν ζουζούνια ακούγονταν κάπου-κάπου και τα μικρά αεροπλάνα που έρχονταν κι έφευγαν από το μικρό ανηφορικό αεροδιάδρομο του Λούκλα, το τρίτο (!!!) σε κίνηση αεροδρόμιο σε ολόκληρο το Νεπάλ. Πάνω από 40 πτήσεις κάθε μέρα, στις περιόδους αιχμής, από μικρά 20θέσια ελικοφόρα αεροπλανάκια ή παλιά μεταγωγικά ελικόπτερα, καλύπτουν τις αυξημένες τουριστικές ανάγκες, διακινώντας εκατοντάδες ξένους. Η δημιουργία του μικρού αεροδρομίου στη δεκαετία του 70, έβαλε ουσιαστικά τέλος στην γοητεία της πολυήμερης πορείας προς το Έβερεστ (η διαδρομή που ακολουθούσαμε) και αύξησε κατακόρυφα τον αριθμό των ανθρώπων που φτάνουν μέχρι εκεί.
Μέχρι το μεσημέρι το μονοπάτι μας διασταυρωνόταν με εκείνο που ερχόταν από το Λούκλα και μαζί του και με τα καραβάνια των νεοφερμένων. Ατσαλάκωτοι και με βλέμμα σαστισμένο, ακολουθούσαν τους κινούμενους όγκους αποσκευών, που προπορευόταν κι έκρυβαν τους δυναμικούς μικρόσωμους βαστάζους από κάτω, οι οποίοι για μια ακόμα φορά θα έκαναν τη γνωστή διαδρομή για μια χούφτα ρουπίες.
Σε κάθε περίπτωση όμως, οι “τουριστικοί” βαστάζοι βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα από τους “εμπορικούς”, αυτούς δηλαδή που κουβαλούν εμπορεύματα στα χωριά. Οι τελευταίοι είναι όσοι δεν έχουν το παράστημα και την κοινωνικότητα για να ενταχθούν σε τέτοιες ομάδες. Τους συναντά κανείς πάνω στο μονοπάτι να βράζουν στα καπνισμένα τσουκάλια τους, ρύζι, χυλό ή σούπα-σκόνη. Καταλύουν συνήθως σε κοιλώματα βράχων για να προφυλάγονται από τη βροχή και την υγρασία της νύχτας. Πληρώνονται με το κιλό το εμπόρευμα που μεταφέρουν, με προϋπολογισμένους χρόνους διαδρομής για τον κάθε προορισμό και εξαρτάται πλέον από τον καθένα πόσο βάρος μπορεί να μεταφέρει για να κερδίσει και τα ανάλογα χρήματα. Το επάγγελμα πάντως το εξασκούν και γυναίκες αλλά και παιδιά. Συναντήσαμε κάποια μέρα έναν πολύ δυνατό 14χρονο που μετέφερε 40 κιλά φορτίο, απόδειξη ότι γνώριζε καλά και εξασκούσε τη δουλειά από καιρό πριν.
Μπλεχτήκαμε στις πολύχρωμες φάλαγγες ανθρώπων αλλά και ζώων, που ξαφνικά χάλασαν την ησυχία μας. Δυστυχώς όμως κι εμείς χαλάσαμε τη δική τους με τα ποδήλατά μας, μάλλον ευχάριστα όμως, κρίνοντας από τις αντιδράσεις τους. Επηρεασμένοι λοιπόν από το κλίμα ενθουσιασμού του “κοινού” και από τις καλές κλίσεις του μονοπατιού ξεχυθήκαμε μπροστά. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι μερικοί νεοφερμένοι νομίζοντας προφανώς ότι η πορεία τελειώνει μετά από 10 λεπτά, αποδύθηκαν σε αγώνα δρόμου με μας όπου υπήρχε ανήφορος και ήμασταν φορτωμένοι με τα ποδήλατα. Περάσαμε ένα καυτό, σκονισμένο μεσημέρι με έντονες κοινωνικές “σχέσεις”.
Τερματίζοντας την πορεία εκείνης της μέρας στο χωριό Μόντζο μέσα στην κοιλάδα του Ντουντ-Κόσι, βρεθήκαμε μια ανάσα από την “είσοδο” του Εθνικού Πάρκου Σαγκαρμάθα, όπως βάφτισε το Έβερεστ το κράτος του Νεπάλ, μια ονομασία που μένει μόνο στα χαρτιά. Η Θιβετιανή ονομασία με την οποία ήταν γνωστό το βουνό από παλιά στους ντόπιους, είναι Τσομολούνγκμα και σημαίνει Μητέρα-Θεά. Το Πάρκο έχει έκταση 2000 τετρ. χλμ. και κάθε χρόνο δέχεται περίπου 30.000 επισκέπτες, τους περισσότερους το φθινόπωρο.
Έχοντας την άσχημη προηγούμενη εμπειρία στο Ανναπούρνα, φροντίσαμε να μάθουμε έγκαιρα από τους υπεύθυνους του φυλακίου αν μπορούμε να περάσουμε τα ποδήλατά μας. Ευτυχώς, η τύχη δεν επιφύλασσε για μας άλλες πίκρες.
Το άλλο πρωί ήμασταν από τους πρώτους της ημέρας, που έπαιρναν άδεια για να μπουν. Όσο οι φαντάροι έξω στο προαύλιο εύρισκαν την ευκαιρία να κάνουν την πιο απίθανη ποδηλατάδα της ζωής τους, εμείς περιμέναμε με αγωνία το πολύτιμο χαρτάκι που θα μας άνοιγε την “πόρτα του παραδείσου”. Τώρα πια άρχισε να μοιάζει πιθανό το να φτάσουμε μέχρι το Έβερεστ με τα ποδήλατά μας. Επιτέλους, με τις ευλογίες μάλιστα των υπευθύνων του φυλακίου, φύγαμε γεμάτοι αισιοδοξία με προορισμό της μέρας το εμπορικό κέντρο του Κούμπου, το χωριό Νάμτσε-Μπαζάρ στα 3500 μέτρα. Αν και κοντινή η απόσταση που μας χώριζε, έπρεπε πλέον να μη διακυβεύσουμε την τύχη της αποστολής μας με επιπόλαιες κινήσεις που θα μας στοίχιζαν την αποτυχία. Από δω και πάνω μπαίναμε σε υψόμετρα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα στον οργανισμό μας. Η σταδιακή ανάβαση είναι ο κυριότερος παράγοντας επιτυχίας της προσπάθειας. Δεν έπρεπε να “κερδίζουμε” περισσότερο από 400 μέτρα από την προηγούμενη διανυκτέρευση μέχρι την επόμενη.
Επανειλημμένα στριμωχτήκαμε στην άκρη του μονοπατιού απ’ τις ατέλειωτες σειρές φορτωμένων γιακ, που σήκωναν στο πέρασμά τους πυκνά σύννεφα σκόνης. Πεζοπόροι που επέστρεφαν, ζήτησαν να φωτογραφηθούν μαζί μας, εκφράζοντας όχι μόνο την έκπληξη και το θαυμασμό για το κουράγιο μας αλλά και την απορία, πώς θα καταφέρναμε να ποδηλατήσουμε στα ψηλά. Και φυσικά όλοι, μα όλοι, μας ρωτούσαν από ποια χώρα προερχόμαστε. Μέχρι το μεσημέρι είχαμε βγει στο πολύβουο Νάμτσε, που τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται με έντονους ρυθμούς. Στο χωριό υπάρχει ρεύμα (συνήθως) και μια σειρά ανέσεων που κάνουν ευχάριστη την διαμονή ακόμα και των ορκισμένων εχθρών της εξέλιξης.
Από σύμπτωση, το πανδοχείο που επιλέξαμε για να μείνουμε, ανήκε σε κάποια επίκαιρη προσωπικότητα της ορειβατικής σκηνής. Η Πέμπα Ντόμα Σέρπα, είναι η πρώτη Νεπαλέζα που ανέβηκε στο Έβερεστ από τη βορινή πλευρά του, το περασμένο Μάιο. Η διάθεσή μου ήταν από ώρα άσχημη και είχα την εντύπωση ότι ανέβαζα πυρετό. Βγήκα ένα μικρό περίπατο στον κρύο αέρα, όμως γρήγορα επέστρεψα τρέμοντας κι ας ήμουν τυλιγμένος με χοντρό μπουφάν. Σε κακή κατάσταση πλέον και με τάσεις για εμετό, κουκουλώθηκα από νωρίς στο κρεβάτι. Πέρασα μια απαίσια νύχτα και το πρωί πίεσα τον εαυτό μου να ετοιμαστεί για αναχώρηση.
Στη σάλα με περίμενε μια έκπληξη: ο Βάνια ήταν ένας σέρβος δημοσιογράφος που επέστρεφε από ψηλά, έχοντας τελειώσει μια δουλειά για λογαριασμό κάποιου περιοδικού. Από βραδύς είχε γνωριστεί με το Δημήτρη και ανησυχούσε για την υγεία του έλληνα ποδηλάτη, φοβόταν ασθένεια υψομέτρου. Μετά τα πρώτα πέντε λεπτά ήταν σαν να είχα συναντήσει ένα παλιό καλό μου φίλο. Και μετά και από ένα γερό πρωινό, ήταν σαν να μην ήμουν άρρωστος ποτέ πριν. Ίσως η θεά Κουμπίλα, προστάτιδα της περιοχής, κούνησε το μαγικό της χέρι ή ίσως η δύναμη της θέλησης ξεπερνά μερικά μικρά εμπόδια σαν αυτό. Ή τελικά, το πιθανότερο, εκείνα τα χάπια των βιταμινών κλπ που παίρναμε με τις χούφτες κάθε μέρα, να κατάφεραν να με επαναφέρουν μέσα σε λίγες ώρες.
Ο Βάνια ήταν κατενθουσιασμένος με τη γνωριμία. Έλεγε συνέχεια ότι θα γράψει για μας στο περιοδικό του και ζήτησε να έρθει μαζί μας μέχρι έξω απ’ το χωριό για να φωτογραφηθούμε παρέα με θέα το Έβερεστ. Ήταν ο μοναδικός Βαλκάνιος που συναντήσαμε δυο μήνες σ’ αυτό το χωνευτήρι των φυλών του κόσμου, που λέγεται Ιμαλάια και ήμουν ενθουσιασμένος από αυτόν τον υπέροχο χαρακτήρα.
Μια λαμπρή μέρα είχε ξεκινήσει. Μπροστά μας είχαμε μεγάλες ευθείες και φαρδύ μονοπάτι. Σε μια στροφή, βάλαμε τον Βάνια να μας πάρει φωτογραφία και βίντεο, μιας κι όλες οι λήψεις μέχρι τότε έδειχναν πάντα έναν απ’ τους δύο. Αγκαλιαστήκαμε, πήραμε τις ευχές του για επιτυχία και συνεχίσαμε χαιρετίζοντάς τον απ’ την επόμενη στροφή καθώς ξεμακραίναμε. Οδηγήσαμε με την ψυχή μας εκείνο το πρωινό κι από κάτω μας η θέα έκοβε την ανάσα. Η βλάστηση άρχισε να αραιώνει και μικροί αγκαθωτοί θάμνοι που κοκκίνισαν στο φθινόπωρο, έδιναν υπέροχους τόνους στις μακρινές πλαγιές. Σε μια στιγμή σταμάτησα για να περάσει φουριόζικο μπροστά μου ένα κοπάδι γίδια στον κατήφορο. Ενώ κόντευαν να περάσουν όλα, συνειδητοποίησα ότι εδώ πέρα δεν εκτρέφονται τέτοια ζώα. Ένα κοπάδι αγριόγιδα λοιπόν, πέρασε σε απόσταση αναπνοής χωρίς να με φοβηθεί, αυτό το θεώρησα σημάδι καλής τύχης.
Το απόγευμα, στα 3800 πια, προσπεράσαμε το βουδιστικό μοναστήρι του Τενγκμπότσε, από τα αγαπημένα σημεία κατασκήνωσης των δυτικών, με έξοχη θέα τόσο στο Έβερεστ όσο και σε μια σειρά χαμηλότερων αλλά εξίσου εντυπωσιακών κορυφών. Ένα πλήθος νεαρών μοναχών μας πλησίασε και άρχισε να περιεργάζεται τα ποδήλατά μας. Τους ρωτήσαμε αν ξαναείδαν ποδήλατο εκεί πάνω. Όλοι απάντησαν αρνητικά χωρίς να το σκεφτούν πολύ. Για μας άρχισε να έχει τη σημασία της αυτή η ερώτηση που κάναμε, έπρεπε για λόγους αρχής να ξέρουμε αν είμαστε οι πρώτοι. Το βράδυ καταλύσαμε στη σοφίτα ενός φιλόξενου αλλά γεμάτου από κόσμο πανδοχείου. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένοι Νοτιοαφρικανοί που έχουν γυρίσει τον κόσμο παρατηρώντας πουλιά, ενδιαφέρθηκαν να μάθουν για την προσπάθειά μας. Μίλησαν με τα καλύτερα λόγια για την ελληνική παροικία της χώρας τους και μας ευχήθηκαν καλή τύχη. Όταν όλοι φύγαμε απ’ το δωμάτιο με τη σόμπα, έμειναν οι ντόπιοι οδηγοί μόνο, για να κοιμηθούν εκεί, όπως ορίζει το εθιμικό των πανδοχείων. Το ίδιο εθιμικό, τους θέλει να παίρνουν το δείπνο τους τελευταίοι, μετά τους πελάτες τους, με αντίτιμο της υπομονής το επιπλέον ρύζι που θα περισσέψει από το σερβίρισμα των ξένων.
Το επόμενο πρωινό βρήκε άρρωστο το Δημήτρη. Πιστοί στο στόχο όμως, πήραμε το μονοπάτι για το Ντινγκμπότσε στα 4300 μέτρα, που ήταν ο στόχος εκείνης της μέρας. Ευτυχώς ο καλός καιρός μας επέτρεψε να φτάσουμε χωρίς προβλήματα το μεσημέρι.
Εδώ πάνω πλέον, δεν υπάρχει ίχνος δέντρου, παρά μόνο κοντοί θάμνοι και σκληρό χορτάρι που βόσκουν τα γιακ, τα χαρακτηριστικά βοοειδή των Ιμαλαιων. Για τους ντόπιους αυτά τα ζώα είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουν στα αφιλόξενα υψόμετρα που αποτελούν την πατρίδα τους, αφού τους εξασφαλίζουν τροφή, ρουχισμό, θέρμανση και παραγωγή έργου (μεταφορές, όργωμα κλπ). Οι σκληροτράχηλοι Σέρπα είναι οι ήρωες της ιστορίας αυτής και δίκαια το όνομά τους έχει συνδεθεί με τις κλασσικές ορειβατικές εποποιίες του 20ού αιώνα.
Ευτυχώς, για μια ακόμα φορά ήμασταν δυνατοί. Το πρωί ο Δημήτρης ήταν απύρετος και έτοιμος για την προσπάθεια. Μέχρι το μεσημέρι βρεθήκαμε με τα ποδήλατά μας στο μικρό οικισμό του Λόμπουτσε στα 5000 μέτρα. Το σχέδιό μας ήταν να προωθήσουμε τα ποδήλατα στο μισό της απόστασης μέχρι τον τελικό στόχο και να επιστρέψουμε πίσω στα 4300 μέτρα για διανυκτέρευση. Έτσι θα αποφεύγαμε την απότομη άνοδο κατά 700 μέτρα σε μια μόνο μέρα. Επιπλέον, θα προωθούμασταν μέχρι εκεί όσο γινόταν γρηγορότερα τη επομένη μέρα, που ήταν και η τελική μας εφόρμηση για τα 5500 μέτρα.
Τα χαράματα της 3ης Νοεμβρίου, με τους φακούς στο κεφάλι ξεκινήσαμε σε μια εικόνα φαντασίας, με τα αστέρια να τρεμοσβήνουν στο σκοτεινό στερέωμα και τους γιγάντιους σκοτεινούς όγκους των κορυφών, να αιωρούνται ψηλά σαν φαντάσματα. Σε χρόνο που ούτε εμείς πιστεύαμε, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου βρεθήκαμε στο Λόμπουτσε κοντά στα ποδήλατά μας που πέρασαν τη νύχτα μακριά μας. Παρά το μειωμένο οξυγόνο, βρισκόμασταν σε πολύ καλή φόρμα. Οι κλίσεις του μονοπατιού ήταν σχεδόν μηδενικές και το τοπίο έγινε ομαλό με το μονοπάτι να σπάει σε πολλά παράλληλα μικρά. Ήταν ένας παγετωνικός σχηματισμός που εξομαλύνει αφάνταστα τα εδάφη και ευνοεί την κίνηση με ποδήλατο, όσο κι αν φαίνεται παράξενο.
Λίγο πιο πάνω βρεθήκαμε πλέον στην μορένα του παγετώνα Κούμπου (δηλαδή στις αποθέσεις των βράχων που παρασύρει στο πέρασμά του ο παγετώνας). Εκεί πλέον τα φορτωθήκαμε κι αρχίσαμε τους ελιγμούς ανάμεσα στους σωρούς των βράχων ενώ στο βάθος ξεπήδησαν τεράστιοι και εκτυφλωτικά λευκοί οι όγκοι του Πούμορι και του Νούπτσε. Το Έβερεστ κρυβόταν τώρα πίσω απ’ τους γείτονές του. Στο Γκόρακ Σεπ, βαδίσαμε στην άμμο της ξεραμένης λίμνης που φιλοξένησε την αποστολή των Ελβετών το 1952, όταν έστησαν εδώ την κατασκήνωση βάσης τους, με σκοπό να αναρριχηθούν στην απάτητη τότε κορυφή. Ήταν η πρώτη αποστολή που επιχειρούσε να πατήσει το Έβερεστ από το έδαφος του Νεπάλ, που παρέμενε κλειστό για τους ξένους μέχρι το 1950.
Ο Γολγοθάς μας άρχιζε εκεί. Φορτωθήκαμε τα ποδήλατα για την τελική ανάβαση στο λόφο του Κάλα-Πατάρ στα 5545 μέτρα. Εδώ πραγματικά η προσπάθειά μας έγινε δύσκολη, αφού κουβαλούσαμε από 20 κιλά στην πλάτη. Κάθε λίγο σταματούσα για μια ανάσα παραπάνω κι άκουγα τους σφυγμούς να αντηχούν στο κεφάλι μου. Έσφιξα τα δόντια και συνέχισα, είχαμε ακόμα πάνω από μια ώρα περπάτημα μπροστά μας. Κάθε λίγο έριχνα κλεφτές ματιές στα δεξιά, για να δω πότε θα ξεπροβάλει η κορυφή του Έβερεστ. Δεν υπήρχε ίχνος δύναμης για να ανταλλάξουμε με το Δημήτρη κάποια κουβέντα. Και δεν έφτανε αυτό, έπρεπε να φωτογραφίζουμε και να βιντεοσκοπούμε κάθε τόσο την προσπάθεια, για να καταγραφούν αυτές οι μοναδικές στιγμές. Όταν φάνηκε η χαρακτηριστική βραχωμένη πυραμίδα του Έβερεστ να μαυρίζει ανάμεσα στο μπλε του ουρανού και στο άσπρο του χιονιού, τότε ήταν η μαγική στιγμή. Εκείνα τα πρώτα δευτερόλεπτα που αμίλητοι είχαμε σταθεί κοιτώντας προς το σύμβολο, συνειδητοποιούσαμε τι είχαμε κάνει. Ένα μειδίαμα ξέφυγε απ’ τα χείλη μας, ήταν η επικύρωση της επιτυχίας, πραγματικά τα είχαμε καταφέρει.
Ευτυχώς, όσο ανεβαίναμε η κλίση γινόταν μικρότερη. Κάποια στιγμή μάλιστα αποφάσισα να ποδηλατήσω, στο μοναδικό κομμάτι που ήταν σχεδόν επίπεδο. Τότε ήταν και η μοναδική φορά σε όλη μας την προσπάθεια, που ένιωσα τόσο έντονα την επίδραση του αραιού αέρα στο σώμα μου. Αφού ποδηλάτησα για λιγότερο από 100 μέτρα, ξοδεύτηκε και η τελευταία σταγόνα δύναμης. Σταματώντας, χρειάστηκε να πέσω στο τιμόνι για μισό λεπτό περίπου, μέχρι να ξαναβρώ τη δύναμη να σταθώ όρθιος. Στα 5500 μέτρα, το οξυγόνο είναι μειωμένο στο 50% και ήταν επόμενο να “κοπούν” τα πόδια μου με τέτοια ένταση. Λίγη ώρα αργότερα σταματούσαμε κάπου χαμηλότερα από την κορυφογραμμή του Κάλα-Πατάρ, για να προστατευτούμε από τον αέρα. Ήταν μία το μεσημέρι της 3ης Νοεμβρίου. Χρειαστήκαμε 9,5 μέρες σκληρής προσπάθειας για να βρεθούμε εκεί. Φωλιάσαμε ανάμεσα στους βράχους της πλαγιάς, αγναντεύοντας τη σκουρόχρωμη πυραμίδα του Έβερεστ στα ανατολικά. Σπάσαμε στα δύο τη μοναδική σοκολάτα που είχαμε και ήπιαμε και αρκετό νερό, προληπτικά, για την αφυδάτωση.
Στη λίγη ώρα της περισυλλογής που ακολούθησε, πέρασαν απ’ τη σκέψη μου όλες οι εικόνες που είχα απ’ τα παιδικά μου χρόνια ακόμα και που έτσι θα παραμείνουν, αναλλοίωτες, μέχρι το τέλος, όσο κι αν η ιστορία αποκαλύπτει με τα χρόνια το παρασκήνιο των γεγονότων. Όπως εκείνη η περίφημη φωτογραφία του 1953 από την πρώτη ανάβαση, με τον Τένσινγκ ντυμένο σαν αστροναύτη, να υψώνει προς το διάστημα την ορειβατική του σκαπάνη, προβάλλοντας μπροστά το ένα πόδι να πατά στο ανήμπορο πια θήραμα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Αναρωτήθηκα τι τελικά να γυρεύουν οι άνθρωποι και τα βάζουν συνέχεια με την ίδια τους τη φύση; Τι ήταν αυτό που οδήγησε εμάς να φτάσουμε μέχρι το Έβερεστ με τα ποδήλατά μας; “Επειδή είναι εκεί” είπε αινιγματικά κάποτε ένας απ’ αυτούς, που δεν έζησαν αρκετά για να δώσουν περισσότερες εξηγήσεις για όσα κρύβει η ανθρώπινη ψυχή.
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής, όταν ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά. Μια σπουδαία κατάβαση με ταχύτητα 40 χλμ/ώρα σε υψόμετρο 5400, ήταν “όλα τα λεφτά”. Μια κατάβαση που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Μετά τα δύσκολα τμήματα στη μορένα του παγετώνα, κερδίσαμε πολύ χρόνο ποδηλατώντας για μεγάλες αποστάσεις, λιγοστεύοντας έτσι την απόσταση που μας χώριζε από το Ντινγκμπότσε. Όμως οι τεράστιοι παγωμένοι γίγαντες έκρυψαν τον ήλιο γρηγορότερα απ’ όσο τον χρειαζόμασταν. Οι πάγοι εδώ κι εκεί στο μονοπάτι μας θύμιζαν ότι δεν είχαμε χρόνο περίσσιο να θαυμάσουμε το μοναδικό θέαμα που εκτυλίσσονταν μπροστά μας: τα σύννεφα που καθημερινά σκεπάζουν τις κοιλάδες της οροσειράς από τα 2500 μέχρι τα 5000 μέτρα, δημιουργούσαν στο σούρουπο αλλόκοσμες σκηνές με τις κορυφές να φανερώνονται ξαφνικά για δευτερόλεπτα και μετά να ξαναχάνονται, σε ύψη που νόμιζες ότι ξεκόλλησαν απ’ τη γη κι άρχισαν το ταξίδι τους προς τον ουρανό. Στο λυκόφως ξεπρόβαλαν μες απ’ την ομίχλη τα σκόρπια ασθενικά φώτα του οικισμού, που σηματοδοτούσαν το τέλος της μέρας αλλά και της 12ωρης προσπάθειάς μας.
Η αγωνία των ανθρώπων στο μικρό πανδοχείο που έβλεπαν την ώρα να περνά, έγινε ενθουσιασμός και όταν σφίξαμε τη γροθιά για να τους δώσουμε να καταλάβουν, τότε ξέσπασαν: “Οh, very strong men!!” Στη θαλπωρή της φωτιάς, γιορτάσαμε με τριπλές μερίδες φαγητό, άφθονο καυτό τσάι με πολλή ζάχαρη και μπισκότα.
Έριξα μια τελευταία ματιά στα ποδήλατα και τρύπωσα στον υπνόσακο. Έφερα το θερμόμετρο κοντά στο φως του κεριού, έδειχνε περίπου 0. Ο Δημήτρης ήδη κοιμόταν και στην παγωμένη ησυχία άκουγα βαριά την ανάσα του. Ψαχούλεψα τα πράγματά μου κι έβγαλα τη φωτογραφία με τους δικούς μου ανθρώπους, την οικογένειά μου. Την κοίταξα για λίγο και την έκρυψα πάλι προσεκτικά. Φύσηξα αθόρυβα το κερί κι όλα έσβησαν, για ένα ακόμα βράδυ. Έμεινα με ανοιχτά τα μάτια, δεν μπορούσα να δω τίποτα, μπορούσα όμως να νοσταλγήσω. Η κούραση ήταν μεγάλη και μόλις ζεστάθηκα κάπως στα πούπουλα, με πήρε ο ύπνος. Η επόμενη μέρα θα ήταν λιγότερο δύσκολη, η επιστροφή όμως στην Ελλάδα ήταν ακόμα πολύ μακριά…”