Το τρέξιμο στα βουνά είναι μια ιστορία παλιότερη από όσο πιστεύουν οι περισσότεροι, βρισκόταν όμως για πολλά χρόνια κρυμμένη με επιμέλεια σε σκονισμένα ράφια. Η ιδιορρυθμία εκείνων που προσπαθούν εξαιτίας ενός ιδιαίτερου ψυχισμού να περιγράψουν τον ίδιο κόσμο με το δικό τους διαφορετικό τρόπο, τους οδηγεί αρχικά στο περιθώριο, μέχρι οι πολλοί να κατανοήσουν το μήνυμα. Τότε έρχεται και η δικαίωση, με την ταυτόχρονη έξοδό τους πλέον στο προσκήνιο, όπου έχουν να πουν ακόμα περισσότερα! Κάπως έτσι συμβαίνει και με το ορεινό τρέξιμο, ένα άθλημα με εξαιρετική δημοφιλία στις μέρες μας αλλά και τόσο παρεξηγημένο πριν ελάχιστες δεκαετίες. Πώς όμως ξεκίνησαν όλα στην Ελλάδα; Ήταν κάτι που σαν τάση έφτασε κάποτε και στη χώρα μας ή κάτι άλλο συνέβη; Ποιοι και πότε έφτιαξαν τα θεμέλια του αθλήματος; Φαντάζει κάπως αστείο, όμως στη συνείδηση του υπογράφοντος όλη αυτή η υπόθεση είναι τόσο συγκεκριμένη και προσωποποιημένη, που αναγκαστικά η αφήγηση της ιστορίας του θα ξεδιπλωθεί σχεδόν σε πρώτο πρόσωπο…
Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, το ελληνικό ορεινό τρέξιμο έχει πολύ πιο μακρόχρονη ιστορία από εκείνη που οι περισσότεροι γνωρίζουν! Αναλύοντας αρχειακό υλικό ορειβατικών συλλόγων της προπολεμικής περιόδου (πριν το 1940), ο ερευνητής κ. Νίκος Νέζης πρόσφατα έφερε στο φως δύο άγωνστες πτυχές της “προϊστορίας” του αθλήματος στην Ελλάδα.
- “Αγώνες Ορειβασίας”, Υμηττός (1925), Πεντέλη (1926). Ο “Οδοιπορικός Σύνδεσμος”, μέλος του ΣΕΑΓΣ, προγόνου του κατοπινού ΣΕΓΑΣ, με πρωτοβουλία του διοργάνωσε τον Μάρτιο του 1925 στον Υμηττό τον πρώτο αγώνα ταχύτητας με χρονομέτρηση για 39 αθλητές συλλόγων αλλά και ανεξάρτητους αθλητές, στη διαδρομή Ανάληψη Βύρωνα – Κακόρεμα – Εύζωνας, με θετική υψομετρική διαφορά 866 μέτρα. Για την ιστορία, η επίδοση του νικητή ήταν 1:12:21. Ανάμεσα στους αθλητές που πήραν τότε μέρος και η μετέπειτα φυσιογνωμία της ελληνικής ορειβασίας Κώστας Νάτσης (9ος με 1:21:04)! Την επόμενη χρονιά (1926) έγιναν και πάλι, για τελευταία όμως φορά, αγώνες ορειβασίας ομαδικού όμως χαρακτήρα στην Πεντέλη, με εκκίνηση την πλατεία της Κηφισιάς και τερματισμό την κορυφή Πυργάρι (1108μ). Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, πρωταγωνιστές εκείνων των αγώνων πραγματοποιούν την πρώτη αμιγώς ελληνική ανάβαση στο Μύτικα του Ολύμπου, επιστρέφοντας μάλιστα με τα πόδια μέχρι τη Λάρισα! Η ληστεία στο “βουνό των θεών” μόλις είχε εξουδετερωθεί από το κράτος αλλά ο φόβος ληστών ήταν ακόμα υπαρκτός.
- Τον Οκτώβριο του 1933 τέσσερις νεαροί ορειβάτες και σκιέρ, από Αθήνα και Θεσσαλονίκη αντίστοιχα, αποφάσισαν να ανέβουν και να κατέβουν τον Όλυμπο κοιτώντας τα ρολόγια τους, ώστε «…να ιδρυθή ένα χρονικό ρεκόρ αναβάσεως του Ολύμπου…». Ξεκίνησαν από το Λιτόχωρο, ανέβηκαν στον Μύτικα και κατέβηκαν πίσω στο Λιτόχωρο σε 19:30 ώρες, υπολογίζοντας τον καθαρό χρόνο και τις στάσεις, σε μια non-stop προσπάθεια. Ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη απόπειρα χρονομέτρησης μιας ορειβατικής διαδρομής (FKT) στην Ελλάδα και καταδεικνύει την τάση των ανθρώπων του αθλητισμού (σκιέρ) να υιοθετούν πρακτικές του στο πεδίο του βουνού!
Από εκεί και πέρα, μεσολάβησε ένα τεράστιο χάσμα χρονικά, μέχρι να φτάσουμε 50 χρόνια αργότερα (1986) στο πρώτο οργανωμένο αθλητικό γεγονός σε ελληνικό βουνό!
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Τα τέλη της δεκαετίας του ’70, σήμαιναν και το τέλος της εφηβείας για μένα κι ενώ είχα περάσει στην επόμενη φάση της ζωής μου, είχα συμπληρώσει τουλάχιστον μια πενταετία αναζητήσεων στα βουνά, στην περίοδο των χρόνων της αθωότητας. Ήταν εκείνη η εμπειρία των παρεΐστικων εξορμήσεων σε εύκολα βουνά, όπου κυρίως αποζητάγαμε την περιπέτεια μέσα από τη διαβίωση στη φύση, στήνοντας κατασκηνώσεις σε ξέφωτα του δάσους και ζώντας τις πρώτες μας βραδιές γύρω από μια φωτιά, μιλώντας για όλα αυτά που είχαμε διαβάσει στα βιβλία για την ιστορία της εξερεύνησης και της ορειβασίας, με τις επικές περιπέτειες στους Πόλους ή στα Ιμαλάια.
Εκείνο τον καιρό ρουφούσα ξανά και ξανά τις ιστορίες από τα παλιά, όπως τις είχα διαβάσει σ ένα βιβλίο-αφιέρωμα του 1977 για τα 25 χρόνια του ΣΕΟ Θεσσαλονίκης. Στις σελίδες του ανακάλυψα τον Χρήστο Κάκκαλο, τον Μπουασονά, το Γιώσο Αποστολίδη, το Γιώργο Μιχαηλίδη κι άλλους, που η παρουσία τους στα ελληνικά βουνά αποτέλεσε την αφορμή για έμπνευση. Παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες κοσμούσαν το έτσι κι αλλιώς ασπρόμαυρο βιβλίο, που η αξία του για μένα ξεπερνά ακόμα και σήμερα πολλά παρόμοια και σύγχρονα, με εντυπωσιακά χρώματα. Ήταν κι ελάχιστα ακόμα έντυπα που μπορούσαν να θεωρηθούν ως πρόδρομοι των εκδόσεων που ασχολούνται με την περιπέτεια. Αναφέρομαι στα υποτυπώδη έντυπα των ορειβατικών συλλόγων, πολλά από τα οποία είχα σπάνια την ευκαιρία να ξεφυλλίζω στις βιβλιοθήκες τους. Πρωτοποριακή η έκδοση του περιοδικού «Ανάβαση» των Αδαμακόπουλου-Ματσούκα, που έβλεπε με ιδεολογικό πρίσμα την ορειβασία, όπως και το περιοδικό «Κορφές» του ΕΟΣ Αχαρνών. Το περιοδικό «Ταξιδεύοντας», συχνά φιλοξενούσε όμορφες περιγραφές του μοναδικού Γιώργου Σφήκα, από τις εξορμήσεις του στα ελληνικά βουνά, διανθισμένες με σπάνιες τότε έγχρωμες εικόνες. Το βιβλίο του Νίκου Νέζη «Τα ελληνικά βουνά», κυκλοφόρησε το 1979 και ήμουν σίγουρα από τους πρώτους που το είχαν σηκώσει από τα βιβλιοπωλεία. Το θεώρησα ως ευαγγέλιο, καθώς παρουσίαζε διαδρομές για αναβάσεις σε όλες τις ελληνικές κορυφές πάνω από 1000 μέτρα, ήταν γεμάτο χάρτες και ελάχιστες, έγχρωμες όμως φωτογραφίες. Πέρασα πολλά βράδια ξεφυλλίζοντάς το και κάνοντας όνειρα για αναβάσεις σε βουνά, που ούτε από φωτογραφία δεν τα γνώριζα. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθώ στο περιοδικό National Geographic, μια έκδοση απ’ το μέλλον για τα ελληνικά δεδομένα, που κάθε μήνα έφτανε στα χέρια μου, προσφέροντας συχνά-πυκνά αφορμές και υλικό για την ανήσυχη φαντασία, που ήθελε να ταξιδέψει σε μακρινούς ορίζοντες.
Εξορμήσεις με ορειβατικούς συλλόγους δεν συνήθιζα να κάνω, καθώς η πρώτη μου εμπειρία μαζί τους ήταν μάλλον τραυματική κι έτσι αποφάσισα ότι δεν έχω κανένα λόγο να συναναστρέφομαι με αυτό το σινάφι, που μου έδωσε την εντύπωση ιδεοληπτικών και αγκυλωμένων πνευματικά ανθρώπων, που θεωρούσαν φέουδό τους το βουνό. Ήταν ένα σινάφι ξεπερασμένο, που ευτυχώς βρέθηκε από την αρχή στο δρόμο μου και με οδήγησε σε στροφή ενενήντα μοιρών στην πορεία που διάλεξα να ακολουθήσω! Έτσι επέλεξα την «κατά μόνας» γνωριμία των βουνών, γεγονός που μάλλον καλό μου έκανε στη συνέχεια, αφού αυτή η μοναχική πορεία με γαλούχησε σε αρχές ανεξαρτησίας και δημιούργησε μέσα μου το απαραίτητο υπόβαθρο για τον αιρετισμό στις πολιτικά ορθές απόψεις της ορειβασίας, όπως εκφραζόταν από το κατεστημένο των συλλόγων.
Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, στα είκοσί μου, άνοιξα περισσότερο τα φτερά μου στα βουνά, φεύγοντας μακρύτερα και ανεβαίνοντας ψηλότερα. Τότε ανακάλυψα ότι με συνεπαίρνει η ταχύτητα στις ανηφόρες! Για να είμαι ακριβέστερος, με συνάρπαζε εκείνος ο αγώνας να πάρω αέρα την ώρα που η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, καθώς κινούμουν οριακά γρήγορα και πέρα απ’ τα όριά μου, φτάνοντας σταδιακά στην εξουθένωση. Οι αναβάσεις γίνονταν πάντα με φορτίο στην πλάτη, και συνήθως οι πορείες ήταν εκτός μονοπατιών, αφού ο σχεδιασμός δεν λάβαινε υπόψη πιθανά μονοπάτια, που σπάνια υπήρχαν κάπου εκεί κοντά. Το τρέξιμο, αποτελούσε μέρος της κατάβασης συνήθως, αφού αυτή πρόσφερε την ευκαιρία για μια ευχάριστη απόδραση από τις συμπληγάδες της ανηφόρας. Αποτελούσε όμως μια συναρπαστική εμπειρία, το ίδιο ενδιαφέρουσα με την εξόντωση των αναβάσεων.
Εκείνο τον καιρό (αρχές του ’80), οι μόνοι αγώνες δρόμου που μου ήταν γνωστοί, ήταν ο ένας και μοναδικός μαραθώνιος στην κλασική διαδρομή της Αθήνας, που έτσι κι αλλιώς όμως δεν με αφορούσε, παρά μόνο ως θεατή. Σπάνια έτρεχα ή γυμναζόμουν και όταν το έκανα ήταν από μια εσωτερική παρόρμηση περισσότερο, παρά από μια συγκροτημένη τακτική για βελτίωση της υγείας ή της απόδοσης. Τα προπονητικά προγράμματα και η συζήτηση για τα οφέλη του αθλητισμού ήταν αρκετά μακριά ακόμα και ο αποκαλούμενος μαζικός αθλητισμός ήταν μια άγνωστη έννοια στην Ελλάδα!
Η ταχύτητα μετάδοσης των πληροφοριών από χώρους όπως αυτός της περιπέτειας ήταν απελπιστική. Τα ΜΜΕ της εποχής, περιορίζονταν σε πολιτικές εφημερίδες, δυο κρατικά τηλεοπτικά κανάλια και τρεις επίσης κρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Εκείνη την εποχή η ελληνική τηλεόραση θα μετέδιδε μια σειρά ντοκιμαντέρ για τις νέες τάσεις στην ορειβασία και την ιστορία των κατακτήσεων κορυφών στα Ιμαλάια. Σπουδαίοι νέοι ορειβάτες της εποχής εξομολογήθηκαν μπροστά στο φακό για το όραμά τους, για τη φιλοσοφία του αλπινισμού και τότε συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι κάποιοι ανέβαιναν στις κορυφές με αέρα ελευθερίας, μοναχικότητα και ταχύτητα, κρύβοντας όμως και μια βαθιά πνευματικότητα σε αυτό που έκαναν! Αυτά όλα ήταν τουλάχιστον προκλητικά, ωστόσο δεν μπορούσα ακόμα να συνδέσω –ορθώς- την ορειβασία με το τρέξιμο με αυτά τα ερεθίσματα και φυσικά δεν υπήρχε στη σκέψη μου αυτό το πράγμα.
Το πάνθεον των αγώνων βουνού ανά την υφήλιο στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980 είναι ζήτημα αν περιλάμβανε περισσότερους από 10-15 αγώνες, για μερικούς περιθωριακούς τύπους που κοσμούσαν κάποιες εσωτερικές σελίδες εντύπων χάρη στην ιδιορρυθμία τους. To “Pikes Peak Marathon” ήταν ο μόνος ιστορικός μαραθώνιος βουνού που μετρούσε πάνω από 25 χρόνια ζωής στα μέρη του Κολοράντο. Υπήρχε το “Western States Endurance Run” στην Καλιφόρνια, που αριθμούσε ήδη μια δεκαετία αλλά πάντα ένα περιθωριακό γεγονός 100 μιλίων για ιδιόρρυθμους. Ένα-δυο ακόμα 100milers εμπνευσμένα από το Western States γεννήθηκαν στις ΗΠΑ (Leadville, Wasatch) δημιουργώντας έναν μικρό πυρήνα αθλητών που απέκλιναν από την πεπατημένη.
Στην Ευρώπη υπήρχε το Sierre-Zinal στην Ελβετία και κάποιοι ακόμα αγώνες άρχισαν μόλις να γεννιούνται στις Άλπεις, βασισμένες στην ευρωπαϊκή αθλητική και ορειβατική παράδοση αλλά και στη Βρετανία με το fell running στις χορταριασμένες απότομες πλαγιές της Σκωτίας. Την ίδια εποχή, μοναχικές προσπάθειες δίνουν ένα στίγμα της παγκόσμιας τάσης, όπως εκείνη του 1983, όπου τα ξαδέλφια Crane από τη Βρετανία διέσχιζαν τα μονοπάτια των Ιμαλαΐων σε ένα πρωτοπόρο εγχείρημα 2000 χιλιομέτρων με ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια κι ένα σακίδιο. To 1984 o 28χρονος Γάλλος Patrick Bauer θα διέσχιζε μόνος τη Σαχάρα και δύο χρόνια αργότερα θα δημιουργούσε το περίφημο Marathon des Sables. Την ίδια χρονιά γεννιόταν η “World Mountain Running Association”, η Παγκόσμια Ομοσπονδία Ορεινού Τρεξίματος, και με αυτό το γεγονός άνοιγε και επίσημα η αυλαία του αθλήματος τρεξίματος στην παγκόσμια σκηνή. Το 1986 o ιδιόρρυθμος Gary Cantrell (Lazarus Lake) εμπνευσμένος από την περιπέτεια ενός δραπέτη φυλακών, δημιουργεί το διαβόητο Barkley Marathons, τον «αγώνα που τρώει τη νιότη του», στο Τένεσι των ΗΠΑ.
Φυσικά, δεν είχαμε καμιά ελπίδα να μάθουμε οτιδήποτε για όλες αυτές τις ενδιαφέρουσες ιστορίες εδώ στην Ελλάδα. Ο όρος “Mountain Running” θα χρειαζόταν περίπου 25 χρόνια ακόμα για να ακουστεί στην ελληνική του εκδοχή! Η πληροφορία δεν ταξίδευε ακόμα ψηφιακά. Οι υπολογιστές ήταν ένα σπάνιο ή και άγνωστο είδος, εκθεσιακού χαρακτήρα και φυσικά δεν υπήρχε παγκόσμιος ιστός (worldwide web), ούτε και ξένα έντυπα για το τρέξιμο! Μπορούσες να μάθεις μερικά σχετικά νέα από ξενόγλωσσα περιοδικά ορειβασίας, αν έβρισκες το όνομά τους κάπου και γραφόσουν συνδρομητής! Κάπου ανάμεσα στα ορειβατικά άρθρα θα μπορούσε να ξεφυτρώνει και κάτι που να κάνει γνωστή αυτή τη νέα «τρέλα», αν και ποτέ κανένας μας δεν θυμάται κάτι σχετικό. Στην τηλεόραση το μόνο που μάθαμε εκείνο τον καιρό (1983) ήταν η γέννηση του «Σπάρταθλου», μιας ιδιοτροπίας ενός Βρετανού που λίγο μετά έγινε θεσμός παγκόσμια, χάρη στον τρομερό Έλληνα Γιάννη Κούρο. Ήταν το μόνο περιθωριακό αθλητικό γεγονός που υπέπεσε στην αντίληψη της ελληνικής κοινής γνώμης, αναφορικά με τα αθλητικά τεκταινόμενα της εποχής, που την χαρακτήριζε η αλλαγή σελίδας στην ελληνική κοινωνία μετά από μια μακριά μεταβατική περίοδο της Μεταπολίτευσης (1974-1981) με στοιχεία εκδημοκρατισμού της και άνοιγμα σε νέες προοδευτικές ιδέες.
Το 1984 αποτέλεσε και για μένα ένα χρονικό σημείο αναφοράς. Τότε γνωρίστηκα με κάποιον ιδιαίτερο άνθρωπο, που θα ασκούσε πάνω μου μεγάλη επιρροή χάρη στις αρχές που εκπροσωπούσε, αρχές που αποτελούσαν θαρρείς το «ιερό δισκοπότηρο» των αναζητήσεών μου στα βουνά. Από μια σύμπτωση βρέθηκα με την Ορειβατική Λέσχη της Θεσσαλονίκης στα Άγραφα και εκεί είδα ένα τσούρμο να τρέχει στο βουνό, με έναν σωματώδη αρχηγό να τους δίνει οδηγίες. Έτρεξα να τους προλάβω και μετά βίας κατάφερα να κρατήσω οπτική επαφή επί ώρες μαζί τους. Το συμβάν με άφησε άναυδο! Όταν νύχτωσε και όλοι μαζί φτάσαμε και καταλύσαμε στο μικρό χωριό του Λεοντίτου, είδα αυτόν τον περιβόητο «αρχηγό» της ομάδας, που άκουγε στο όνομα Δημήτρης Μυστακίδης! (παρών εκεί και ο θρύλος της ελληνικής ορειβασίας που έφυγε νέος ένα χρόνο αργότερα, ο Δημήτρης Μπουντόλας, με τον οποίο είχα την τύχη να περπατήσω την επόμενη μέρα). Γνωρίστηκα με τον Μυστακίδη κάτω από αντίξοες συνθήκες το επόμενο πρωί στην κορυφή του «Σαλαγιάννη» και τα χρόνια που ακολούθησαν γίναμε φίλοι και αποτέλεσα κι εγώ μέλος αυτής της άτυπης ομάδας που αλώνιζε τα ελληνικά βουνά.
Ο Δημήτρης, ένας 30χρονος γυμναστής από τη Θεσσαλονίκη, ήταν ένας αιρετικός των βουνών, ένας περίπου αποδιοπομπαίος τράγος στον οποίο η ορειβατική κοινότητα της πόλης μας φόρτωνε τα απωθημένα της! Εκείνο που τον έκανε όμως ξεχωριστό, ήταν η ορειβατική του δεινότητα, η οποία εκφραζόταν με έναν πρωτόγονο τρόπο, χωρίς ιδιαίτερο εξοπλισμό και οι επιτυχίες του δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν από τους επικριτές του, οι οποίοι βρίσκονταν μερικά σκαλοπάτια ικανοτήτων πιο κάτω. Ο Μυστακίδης είχε ξεκινήσει τρέχοντας στα βουνά από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, μπήκε στην ορειβατική κοινότητα και τα Χριστούγεννα του 1979 είχε εμπλακεί στο σοβαρό ορειβατικό ατύχημα του Ολύμπου, που συγκλόνισε την κοινή γνώμη της χώρας.
Η περίπτωση του Δημήτρη δεν θύμιζε κανέναν και τίποτα μέχρι τότε. Ένας άνθρωπος έβγαινε ντυμένος σαν δρομέας στο βουνό τα καλοκαίρια, με αθλητικά παπούτσια, σορτσάκι και μπλούζα-τιράντα, φορτωμένος μ ένα σακίδιο πολύ μικρότερο από κείνα που συνήθιζαν να κουβαλούν οι ορειβάτες, κι εκείνο που έκανε ήταν να τρέχει προς την κορυφή, αφήνοντας τους πάντες άφωνους και με την απορία «τι ακριβώς κάνει αυτός ο άνθρωπος τώρα!». Γυμναστής ο ίδιος, είχε στο πετσί του τον κλασσικό αθλητισμό και συνήθιζε να παίρνει μαζί του στα βουνά τους μαθητές του από το γυμνάσιο. Ένας αθλητής των βουνών, με θηριώδες μυϊκό σύστημα και (συνειδητή) άγνοια κινδύνου, αποτολμούσε στα βουνά τα πάντα. Κύριος στόχος του οι διασχίσεις μεγάλων ορεινών όγκων, σε χρόνους που δεν φαντάζονταν κανείς εκείνη την εποχή.
Ήταν ο άνθρωπος που τα έβαλε με τα χρονόμετρα σε ένα πεδίο όπου αυτά ήταν άγνωστα, καταγράφοντας πάντα τις επιδόσεις του σε ώρες και λεπτά, πιέζοντας συνεχώς σε κάτι πιο γρήγορο, μια αιρετική αντίληψη για την ορειβασία! Η αποκλίνουσα συμπεριφορά του κι ο ηγετικός του χαρακτήρας, έδειχναν να παρασέρνουν μερικούς ακόμα στα παράτολμα σχέδιά του. Τότε, την άνοιξη του 1984, βρέθηκα τυχαία μαζί του στα Άγραφα και από τότε άλλαξαν όλα για μένα. Ήταν μια αποκάλυψη! Έτσι, άρχισα να τρέχω προσπαθώντας να ακολουθήσω αυτόν τον ιδιόρρυθμο τύπο, που είχε κάνει μια λίστα με βουνά και τα έσβηνε ένα-ένα. Με αυτόν τον τρόπο ήρθε για μένα το ξεκίνημα για εκείνο που αποτελεί το «speed-hiking» στην πιο ορειβατική του εκδοχή ή αλλιώς τον πρόγονο του mountain running, του τρεξίματος στα βουνά δηλαδή, αλλά όχι απαραίτητα πάνω σε μονοπάτια (trail). Συνέχισα άλλα τρία χρόνια, σαρώνοντας τα ελληνικά βουνά παρέα με τον Μυστακίδη αλλά και παράλληλα οργανώνοντας άλλες διασχίσεις περιπέτειας, με άγνωστες διαδρομές και αβέβαιη προοπτική. Ήταν όμως αυτά που με συνάρπαζαν, αυτά που ήθελα να κάνω. Κι ας μας λοιδορούσε σύσσωμη η ορειβατική κοινότητα.
Ένα χρόνο μετά (1985) μπήκαμε στην εποχή της «Καλύβας»! Ένας θρύλος για πολλούς, που άκουγαν γι αυτήν, την έβλεπαν σε φωτογραφίες αλλά δεν μπορούσαν από κοντά. Μια ακόμα τρέλα του Μυστακίδη, η κατασκευή μιας καλύβας στις ερημιές των βουνών της Ηπείρου, κάπου πιο μακριά από την Κόνιτσα, στα βουνά της Τύμφης (Γκαμήλας). Ξεκινήσαμε την κατασκευή της το καλοκαίρι του ’85 και τελειώσαμε το χειμώνα της ίδιας χρονιάς. Εκεί η παρέα μας κουβέντιαζε και σχεδίαζε τις επόμενες εξορμήσεις στα ελληνικά βουνά. Ακόμα και η μεταφορά βαριών φορτίων ανάμεσα στους γκρεμούς μέχρι να φτάσουμε εκεί, αποτέλεσε πεδίο καταγραφής επιδόσεων και συναγωνισμού. Το καθετί που γινόταν είχε αθλητική διάσταση, ακόμα και τα φορτία των 30 και 40 κιλών, που ανέβαιναν σε κλίσεις 30 και 40 μοιρών!
Στο χώρο που είχε δημιουργήσει ο φυσικός μας αρχηγός και που η μικρή μας παρέα διαμόρφωνε, δεν υπήρχαν άλλες εξελίξεις πέρα από τις δικές μας αναβάσεις και διασχίσεις ταχύτητας και κανένα νέο δεν έφτανε από τον έξω κόσμο που να μας δίνει ένα στίγμα, ένα μήνυμα, ζούσαμε σε έναν παράλληλο κόσμο χωρίς να γνωρίζουμε απολύτως τίποτα για τον υπόλοιπο, κάτι σαν ναυαγοί σε ερημονήσι! Η μόνη υποψία ότι κάτι πρέπει να συμβαίνει εκεί έξω, ήταν ο ορειβατικός εξοπλισμός που άρχισε δειλά-δειλά να έρχεται από το εξωτερικό και να μπαίνει στα ράφια. Τότε αντιλήφθηκα την έννοια αυτού του “lightweight”, βλέποντας δυο-τρία αντικείμενα που ήταν αισθητά ελαφρύτερα απ’ τις χοντροκοπιές που γνώριζα. Έτσι, κατάφερα να αποκτήσω και το πρώτο ζευγάρι πραγματικών trekking παπουτσιών, με τα οποία οραματιζόμουν ακόμα πιο γρήγορες διασχίσεις στα ελληνικά βουνά. Όλο αυτό με έβαζε σε κάποιες υποψίες, ότι κάπου εκεί έξω, κάποιοι πρέπει να αξιοποιούν αυτό το «ελαφρύ», ίσως για να κάνουν το ίδιο με μας, να κινούνται γρηγορότερα! Γιατί όχι να τρέχουν κιόλας…
Την άνοιξη του 1986 ήρθε στη ζωή μας το Τσέρνομπιλ και η ραδιενέργεια! Το πυρηνικό ατύχημα στην ΕΣΣΔ ήταν ένας καταλύτης στην ξενοιασιά της ευημερούσας ελληνικής κοινωνίας. Όλα άλλαξαν μεμιάς! Μέσα στην απόγνωση που προκάλεσε το γεγονός αυτό, λίγο πρόσεξα ότι κάτι γεννιόταν στο χώρο των βουνών, στο χώρο μας. Το έμαθα εκείνες τις μέρες από τον άνθρωπο που υποκίνησε τη «γέννα» : Ο ΕΟΣ Θεσσαλονίκης, στον οποίο είχε πρόσφατα «μετακομίσει» ο φίλος μου ο Μυστακίδης θα διοργάνωνε τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς έναν αγώνα στον Όλυμπο, που τον ονόμασε «Ορειβατικό Μαραθώνιο Ολύμπου».
Ποιος άλλος θα μπορούσε να κρύβεται πίσω από όλο αυτό; Εύκολο να μαντέψει κανείς! Το «νέο αίμα» είχε εισχωρήσει στα διοικητικά του συλλόγου και βάλθηκε να καινοτομήσει! Ζητήθηκε από τον Μυστακίδη, κομμάτι της νέας γενιάς εκεί να προτείνει κάτι καινοτόμο που να υλοποιηθεί από τον ορειβατικό σύλλογο και φυσικά εκείνος πρότεινε έναν αγώνα ορεινής αντοχής στον Όλυμπο! Όπως μου εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος χρόνια μετά, μια και τότε θεωρήθηκε αυτονόητο και απλά δεν τέθηκε ως ερώτηση, δεν γνώριζε τίποτα απολύτως για ότι συνέβαινε στη διεθνή σκηνή όταν κατέθετε την πρότασή του –το γνωρίζαμε και οι δυο μας καλά εξάλλου τότε αφού ήμασταν στενοί φίλοι! Δεν είχε ιδέα ότι κάποιοι κάπου αλλού στον κόσμο έκαναν το ίδιο με εμάς! Ήταν απλά το πάθος του και γύρεψε να το εξωτερικεύσει. Εκείνη η ανοιξιάτική βραδιά του Μαΐου του 1986 ήταν και η μέρα που γεννήθηκε (και τυπικά) στα γραφεία του ΕΟΣ Θεσσαλονίκης το ορεινό τρέξιμο στην Ελλάδα, με πατέρα και δημιουργό τον μέντορά μου.
Κάποιες μέρες μετά τον τρόμο της πυρηνικής έκρηξης στο Τσέρνομπιλ, μια νέα «έκρηξη» είχε μόλις γίνει και θα άλλαζε τα πάντα τα επόμενα χρόνια στον αθλητισμό περιπέτειας στην Ελλάδα.
Συνεχίζεται…