Στην ιστορία της ορειβασίας, ξεχωριστή θέση κατέχει η πρώτη και μοναχική (σόλο) ανάβαση του Nanga Parbat από τον Αυστριακό Herman Buhl τον Ιούλιο του 1953. Η ιστορία αυτής της ανάβασης αποτελεί θρύλο για τη σύγχρονη περιπέτεια και έχει εμπνεύσει μια ολόκληρη γενιά ορειβατών. Το Nanga Parbat είναι η 9η ψηλότερη κορυφή του πλανήτη, με 8125 μέτρα ύψος. Για πολλά χρόνια και μέχρι την κατάκτησή της, βρίσκονταν στο στόχαστρο της Γερμανικής ορειβασίας χωρίς όμως αποτέλεσμα και με βαρύ τίμημα μάλιστα, 31 ορειβάτες είχαν σκοτωθεί μέχρι τότε. Στις 29 Μαΐου κατακτήθηκε το Έβερεστ και η παγκόσμια κοινή γνώμη πανηγύριζε ακόμα. Στη δυτική άκρη της γιγάντιας οροσειράς της Ασίας, βρισκόταν σε εξέλιξη μια ακόμα γερμανική αποστολή, με στόχο το ταμπού της γερμανικής ορειβασίας, το Nanga Parbat. Ανάμεσα στα μέλη της αποστολής βρισκόταν κι ένας νέος ορειβάτης, με μεγάλες δυνατότητες αλλά χωρίς προηγούμενη εμπειρία από τα Ιμαλάια, ο Hermann Buhl… 

Sponsored by

Ο Hermann επιλέχτηκε από τον Karl Herlingoffer –αρχηγό της αποστολής- να αποτελέσει τον ένα από τους δύο της ομάδας (ο δεύτερος ήταν ο Otto Kempter) που θα επιχειρούσε την κορυφή. Παρεκκλίνοντας από την πάγια τακτική των αποστολών εκείνης της εποχής, όταν διαπίστωσε ότι ο σύντροφός του δεν τον ακολουθούσε τα ξημερώματα της 3ης Ιουλίου, ημέρα κορυφής, συνέχισε μόνος χωρίς να καμφθεί ψυχολογικά. Επιπλέον, αγνόησε και την καθιερωμένη διαδικασία ανάβασης, αποφασίζοντας να μην εφοδιαστεί με συσκευή συμπληρωματικού οξυγόνου αλλά ούτε και εξοπλισμό ανάγκης, για την περίπτωση διανυκτέρευσης στο ύπαιθρο (bivouac). Κι ήταν τόσο το πείσμα του να φτάσει στην κορυφή, που όταν αργά το απόγευμα εκείνης της μέρας πλησιάζοντας το στόχο του, εγκατέλειψε το μικρό του σακίδιο ώστε να μπορεί να κινηθεί γρηγορότερα. Ο Buhl κατάφερε τελικά να φτάσει μόνος του στα 8125 μέτρα του Nanga Parbat, πραγματοποιώντας την κατάκτηση αλλά και μοναδική σόλο πρώτη ανάβαση 8000άρας κορυφής, θέτοντας τα θεμέλια των αναβάσεων αλπικού στυλ στις μεγάλες οροσειρές της Ασίας.

Όμως η «κατάκτηση» της κορυφής ήταν μόνο η μισή εποποιΐα του Hermann Buhl. Η άλλη μισή ήταν μάχη με την εξάντληση και το θάνατο, προκειμένου να επιστρέψει ζωντανός πίσω στους συντρόφους του και στη σωτηρία. Το κατόρθωμά του και η επική του κατάβαση, άφησαν άναυδη την παγκόσμια ορειβατική κοινωνία της εποχής. Η περίπτωση της πρώτης ανάβασης του Nanga Parbat από τον Hermann Buhl, αποτελεί σίγουρα μια από τις κλασικές ιστορίες της παγκόσμιας ορειβασίας.

Το εξώφυλλο της πρώτης αγγλικής έκδοσης του βιβλίου Nanga Parbat Pilgrimage, το 1956

Στο κείμενο που ακολουθεί, παρουσιάζεται σε δύο συνέχειες ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Herman Buhl, «Nanga Parbat Pilgrimage» (δεν κυκλοφορεί στα Ελληνικά). Ο ίδιος περιγράφει την κατάκτηση της κορυφής, την επιβίωση στα 8000 μέτρα χωρίς κανένα εφόδιο και την επιστροφή του κάτω από οριακές συνθήκες, στην κατασκήνωση όπου οι σύντροφοί του τον περίμεναν με αγωνία. Το ιστορικό βιβλίο του Buhl ενέπνευσε την νεότερη γενιά των ορειβατών που εξόρμησαν τα επόμενα χρόνια στα Ιμαλάια και το Καρακορούμ. Ο Herman Buhl χάθηκε το 1957 σε ηλικία μόλις 32 χρονών, στις πλαγιές του Chogolisa, στο Καρακορούμ και η ορειβασία στερήθηκε έναν ακόμα από τους πολλούς εμπνευσμένους εκπροσώπους της.

Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο του Hermann Buhl: “NANGA PARBAT PILGRIMAGE” (ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟ NANGA PARBAT), επιλογή από το κεφάλαιο «Πάνω από τα 26.000 πόδια»

“…Τραβερσάρισα μερικά λούκια και κάποια μπαλώματα από χιόνι ανάμεσα στα βράχια και παραπατώντας με πολύ προσπάθεια πάνω από βράχους, βρέθηκα κάτω από την κορυφή. Το ψηλότερο πράγμα που μπορούσα να δω ήταν ένας βράχος που ξεπρόβαλε, πίσω του μάλλον ήταν η κορυφή. Αλλά πόσο μακριά; Είχα τα αποθέματα δύναμης για να φτάσω μέχρι εκεί; Αυτός ο τρομαχτικός φόβος με κυρίευσε. Δεν μπορούσα να σταθώ πια όρθιος, ήμουν ένα ναυάγιο ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι, έπεσα στα τέσσερα και μπουσούλισα αργά, σέρνοντας σιγά-σιγά τον εαυτό μου προς την κατεύθυνση του κοφτερού «δοντιού». Με τις τελευταίες δυνάμεις που είχα, πάλευα να φτάσω έχοντας αυτές τις τρομερές σκέψεις στο μυαλό μου.

Για καλή μου τύχη και για ανακούφισή μου, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια μικρή κορυφή, μετά υπήρχε μια μικρή πλαγιά με χιόνι, μόνο με μερικά μέτρα μήκος, ευκολότερη τώρα, ακόμα πιο εύκολη…

Ήμουν πια στο ψηλότερο σημείο του βουνού, στην κορυφή του Nanga Parbat, 8.125 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας…

Τίποτα δεν ανέβαινε πιο πάνω, πουθενά. Υπήρχε ένα μικρό πλατό από χιόνι, δυο σωροί από βράχους και όλα έπεφταν προς τα κάτω, σε κάθε πλευρά του βουνού. Ήταν 7.00 το απόγευμα. Ήμουν στο σημείο αυτό, στο στόχο των ονείρων μου και ήμουν η πρώτη ανθρώπινη ύπαρξη, από τη μέρα της Δημιουργίας, που έφτανε εκεί πέρα. Όμως δεν ένιωθα ένα κύμα χαράς να με κυριεύει, μια επιθυμία να φωνάξω δυνατά, καμιά αίσθηση θριαμβευτικής ανάτασης. Δεν είχα ούτε καν την παραμικρή συναίσθηση της σημαντικότητας της στιγμής αυτής. Τόσο πολύ το ζούσα και τόσο πολύ δεν είχα δυνάμεις. Εντελώς εξουθενωμένος, γονάτισα το χιόνι και κάρφωσα το πιολέ μου στο σκληρό χιόνι, σαν να ήταν κάτι που έκανα εξάσκηση ξανά και ξανά. Ήμουν στην προσπάθεια 17 συνεχόμενες ώρες και το κάθε βήμα είχε γίνει μια μάχη, μια απίστευτη προσπάθεια θέλησης. Ήμουν ευγνώμων που δεν έπρεπε να ανηφορίσω κι άλλο, που δεν έπρεπε να σκεφτώ άλλο για τη διαδρομή μπροστά, που δεν έπρεπε να κοιτάω συνέχεια προς τα πάνω με το φριχτό ερώτημα «θα φτάσω μέχρι εκεί;», να βασανίζει τη σκέψη μου.

Η φωτογραφία-πειστήριο που τράβηξε ο Hermann Buhl στην κορυφή, το απόγευμα της 3ης Ιουλίου. Πίσω απ το τυρολέζικο σημαιάκι που είναι δεμένο στο πιολέ, διακρίνεται η “Ασημένια Σέλλα” (το επίπεδο σημείο που φωτίζεται από τον ήλιο, στο κέντρο αριστερά) και στο βάθος η “θάλασσα” των κορυφών του Καρακορούμ

Έβγαλα απ το αντιανεμικό μπουφάν μου, τα Τυρολέζικα σημαιάκια και προσπάθησα να τα στερεώσω στο πιολέ μου. Ο ήλιος ήταν χαμηλά στον ορίζοντα κι έπρεπε να βιαστώ αν έπρεπε να βγάλω κάποιες φωτογραφίες. Γονάτισα με το πιολέ και τα σημαιάκια να ανεμίζουν σε πρώτο πλάνο και πίσω τους, μια ελάχιστη εικόνα από την «Ασημένια Σέλλα» (Σημ.Α-Ζ: χαρακτηριστικό τμήμα της μεγάλης ράχης Rhakiot που οδηγεί στην κορυφή και ονομάστηκε έτσι από τις πρώτες αποστολές, για το χαρακτηριστικό της σχήμα), τμήμα του πλατό της κορυφής και οι γκρεμοί προς τη Νότια Πλευρά. Οι μακριοί ίσκιοι του δειλινού εισχωρούσαν στο σκηνικό και μπορούσα να διακρίνω ξεκάθαρα τις αυλακιές του ανέμου πάνω στο χιόνι της «Ασημένιας Σέλλας». Πάνω από το πιολέ, μακριά φαινόταν οι κορυφές του Hindu Kush και το Karakorum.

Τελείωσα ένα φιλμ και το τύλιξα. Μετά άνοιξα με προσοχή την πλάτη της “Karat 36”, επειδή ήξερα πόσο σημαντικές ήταν αυτές οι φωτογραφίες κι έβαλα ένα καινούργιο φιλμ. Παρόλη την πλήρη εξάντλησή μου, το μυαλό μου συγκεντρώθηκε σ αυτές τις συγκεκριμένες κινήσεις με ακρίβεια. Τύλιξα τις Τυρολέζικες σημαίες κι έδεσα μια Πακιστανική, έτσι όπως είχαμε συμφωνήσει. Τράβηξα μερικές ακόμα φωτογραφίες, μια προς την δευτερεύουσα κορυφή, μια προς την κορυφή Rhakiot και την Κατασκήνωση V και μία κατευθείαν προς τα κάτω, προς το Rupal Nullah, έτσι ώστε να καλύψω αυτή την καταπληκτική θέα προς τα κάτω. Αυτά ήταν ικανά πειστήρια κι έτσι έβαλα την φωτογραφική μηχανή στην τσέπη μου.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα καταφέρει να ρίξω μια ήρεμη ματιά τριγύρω μου. Σε κάθε πλευρά, έπεφταν απότομες πλαγιές από εκείνο το μικρό πλατό που βρισκόμουν, με κατεύθυνση στις κοιλάδες που βρίσκονταν σε απίστευτη απόσταση προς τα κάτω. Τόσο απότομα έπεφταν, που το πρώτο πράγμα που μπορούσα να διακρίνω, ήταν οι γλώσσες των παγετώνων που σέρνονταν στις κοιλάδες μερικές χιλιάδες μέτρα κάτω στην άβυσσο. Ένιωθα σαν να επέπλεα ψηλά, πάνω από οτιδήποτε, μακριά απ ότι με συνέδεε με τη Γη, ξεκομμένος απ τον κόσμο και την ανθρωπότητα. Ήταν σαν να βρισκόμουν πάνω σ ένα μικροσκοπικό νησί μέσα σ έναν τεράστιο ωκεανό. Στο βορρά, περίπου διακόσια χιλιόμετρα μακριά, μεγάλες οροσειρές έσβηναν απ την απόσταση. Στα ανατολικά, μια παρόμοια θάλασσα από κορυφές, αμέτρητες, ασκαρφάλωτες κι απρόσιτες –τα Ιμαλάια, καταλάμβαναν λόγω απόστασης ένα μικρό μόνο τμήμα του οπτικού μου πεδίου (Σημ.Α-Ζ: το Καρακορούμ στο οποίο ανήκει το Nanga Parbat θεωρείται ανεξάρτητη οροσειρά αν και συνήθως ως Ιμαλάια θεωρείται το σύνολο του ορεινού όγκου που αρχίζει από το Πακιστάν και τελειώνει στη Μπούρμα, συμπεριλαμβάνοντας όλες τις κορυφές των 8000 μέτρων). Προς τα δυτικά, όσο μπορούσε να φτάσει το βλέμμα μου, ήταν επίσης ένας τεράστιος τοίχος από κορυφές που ορθώνονταν. Μόνο στα νότια, τυλιγμένες στην αχλύ, βρίσκονταν οι πεδιάδες του Πακιστάν και της Ινδίας…

Ο ουρανός ήταν τέλειος, χωρίς ίχνος σύννεφου ή ανάσα αέρα. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ τα βουνά και στη στιγμή το κρύο ήταν διαπεραστικό. Υποθέτω ότι θα πρέπει να έμεινα εκεί πάνω μισή ώρα και ήταν καιρός να κατέβω. Σαν ένα πειστήριο της ανάβασής μου –επειδή πιθανόν κανένας να μην παρακολούθησε τις κινήσεις μου- και σαν ένα συμβολισμό επιπλέον, άφησα στην κορυφή το πιολέ μου με τη σημαία του Πακιστάν (Σημ.Α-Ζ: Το πιολέ του Buhl βρέθηκε στην κορυφή από ορειβάτη Γιαπωνέζικης αποστολής το 1990 και μεταφέρθηκε πίσω για να παραδοθεί στην οικογένειά του). Επίσης, κουβάλησα λίγες πέτρες για να τις προσθέσω σ εκείνες που ήδη υπήρχαν, φτιάχνοντας έτσι ένα μικρό ορόσημο, όμως βρήκα την προσπάθεια εξοντωτική και σύντομα τα παράτησα. Παρόλα αυτά ήταν αρκετό, κάποια ανθρώπινη «κατασκευή» βρισκόταν τώρα εκεί πάνω.

Έριξα μια τελευταία ματιά πίσω μου και γύρισα να φύγω. Θυμήθηκα τότε μια ακόμα υπόσχεση και γύρισα πίσω εκείνα τα τελευταία μέτρα για να την εκπληρώσω, προσθέτοντας μια ακόμα πέτρα στο σωρό: ήταν για τη γυναίκα μου, που περίμενε με τόση αγωνία στο σπίτι για να γυρίσω. Μετά ξεκίνησα την πορεία προς τον αυχένα. Αμέσως ένιωσα μια αλλαγή στο σώμα μου. Ήμουν ξαφνικά ανανεωμένος, πιθανόν γιατί ένιωθα ότι είχα ολοκληρώσει αυτό για το οποίο ξεκίνησα. Κινήθηκα αρκετά γρήγορα στο τμήμα που πριν είχα περάσει μπουσουλώντας και γρήγορα βρέθηκα στον αυχένα, εκεί που είχα αφήσει τα υπάρχοντά μου. Γνώριζα καλά τις δυσκολίες που είχε η παραπέρα κατάβαση από εκεί, πάνω στη βραχωμένη κόψη, θα ήταν σχεδόν αδύνατον να την κατέβω. Τα είχα καταφέρει μετά βίας να περάσω αυτό το τελευταίο μυτίκι στην ανάβασή μου προς την κορυφή και τώρα στην κατάβαση δυστυχώς δεν είχα μαζί μου σχοινί. Έτσι δεν είχα άλλη επιλογή απ το να βρω άλλο δρόμο για να κατέβω.

Υπήρχε μια απότομη πλαγιά από πάγο που έφευγε κάτω, της οποίας το κάτω μέρος δεν μπορούσα να δω. Μπορεί να υπήρχαν λούκια που να ξεκινούσαν λίγο παρακάτω. Είχα ρίξει μια ματιά στη δεξιά πλευρά όταν ανέβαινα και είχα επισημάνει κάποιες πιθανές διαδρομές. Αν μπορούσα να κατέβω από εδώ, θα μπορούσα εύκολα να ανέβω τις χιονισμένες πλαγιές της δευτερεύουσας κορυφής απ τη βάση των βράχων, 350 μέτρα χαμηλότερα. Αυτό θα πρέπει να ήταν και το ψηλότερο σημείο που είχε φτάσει 58 χρόνια νωρίτερα ο σπουδαίος ορειβάτης Albert Mummery (Σημ.Α-Ζ: ο Buhl γράφει το κείμενό του το 1953 και αναφέρεται στο θάνατο του σπουδαιότερου ορειβάτη του 19ου αιώνα), για τον οποίο οι παγετώνες και οι κορυφές του Nanga Parbat έγιναν ο τάφος, όταν προσπάθησε να ανέβει το βουνό. Και ήμουν εγώ που είχα την τιμή να γίνω ο πρώτος που φτάνει στην κορυφή του!

Δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμα αυτή την πραγματικότητα. Το μόνο που ήθελα ήταν να κατέβω χαμηλά στους πρόποδές του ξανά, πίσω στους ανθρώπους, πίσω στη ζωή…

Έτσι λοιπόν κινήθηκα με βόρεια κατεύθυνση κατεβαίνοντας την παγωμένη πλαγιά, χάνοντας γρήγορα ύψος. Το πρώτο τμήμα έμοιαζε να είναι εντάξει αλλά το τι θα συναντούσα πιο κάτω ήταν μια εικασία μόνο. Ήμουν πολύ ευτυχής που είχα τα κραμπόν μου, το ίδιο και για τα μπατόν του σκι, για το πιολέ όμως δεν υπάρχει υποκατάστατο. Για τις επόμενες ώρες θα έπρεπε να κάνω χωρίς το πιολέ μου και αργότερα χωρίς κι αυτά τα ίδια τα μπατόν. Ακόμα έλπιζα ότι θα φτάσω στο Bazin Gap πριν να πέσει η νύχτα, έτσι ώστε να περπατήσω νύχτα το Πλατό και να φτάσω κάτω στην Κατασκήνωση V, χωρίς να χρειαστεί να περάσω εκτεθειμένος τη νύχτα σε τέτοιο υψόμετρο. Ξαφνικά ένιωσα κάτι να ταλαντεύεται επικίνδυνα στο αριστερό μου πόδι. Αιφνιδιάστηκα βλέποντας τον ιμάντα που έσφιγγε το κραμπόν μου, να εξαφανίζεται κάτω απ τα πόδια μου. Το κραμπόν είχε βγει απ την αρβύλα μου και ήταν σχεδόν έτοιμη να πέσει η καταστροφή πάνω μου. Το άρπαξα στα γρήγορα αλλά μόλις που πρόλαβα. Ωστόσο δεν είχα μαζί μου ανταλλακτικό λουρί, ούτε καν ένα κομμάτι λεπτό σχοινί. Αλλά ακόμα κι αν είχα, πώς θα μπορούσα να ξαναδέσω το κραμπόν έτσι εκτεθειμένος που ήμουν;

Φωτογραφία του Hermann Buhl που τραβήχτηκε από τους συντρόφους του τις μέρες που προηγήθηκαν της τελικής εξόρμησης, καθώς η αποστολή προωθούταν στην κόψη Rhakiot

Στεκόμουν σ ένα πόδι, με τα δύο μπατόν μου σαν μοναδικό στήριγμα. Δεξιά κι αριστερά μου, πάνω και κάτω μου, δεν υπήρχε τίποτα παρά χιόνι και πάγος σφιχτός σαν κόκαλο απ τη δύναμη του αέρα. Προσπάθησα να ξύσω ένα ρηχό βαθούλωμα με τις μύτες απ το κραμπόν μου. Δεν ήταν όμως τόσο ένα βαθούλωμα αυτό που έκανα παρά ένα απλό ξύσιμο, καθόλου αρκετό για να κρατήσει την μαλακιά σόλα της αρβύλας για μια στιγμή, όσο χρειαζόταν για να μετακινήσω το άλλο μου πόδι (αυτό με το κραμπόν) για να βρω ένα σημείο, όπου οι μύτες θα μπορούσαν να καρφωθούν… Ήταν μια πολύ επικίνδυνη κίνηση αλλά ήταν πετυχημένη. Πάνω στην ώρα έφτασα σε μια ρίγα χιονιού, αλλά ανακάλυψα ότι δεν μπορούσα να προχωρήσω πιο κάτω. Έτσι προσπάθησα να κατέβω την πλαγιά από τη συντομότερη δυνατή διαδρομή, τραβερσάροντας με κατεύθυνση τη ράχη και κάνοντας ισορροπία από τη μια ρίγα χιονιού στην άλλη, μέχρι που ένιωσα ξανά βράχο κάτω απ τις σόλες μου. Κινήθηκα σαν υπνοβάτης, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εξηγήσω πώς γλίτωσα απ αυτή την πλαγιά…

Γύρισα πίσω στο λούκι που βρισκόταν μετά το μυτίκι κι από εκεί είχα μια πιο γρήγορη προώθηση. Το σκαρφάλωμα μου απέσπασε την προσοχή σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν ξέχασα πόσο ψηλά βρισκόμουν. Ο βράχος ήταν τώρα πιο επίπεδος κι έτσι δούλεψα πιο προσεκτικά πάνω σε ένα πεδίο χωρίς ιδιαίτερα πιασίματα. Μετά ξαφνικά άρχισε να σκοτεινιάζει –πώς μπορούσε κιόλας να είναι νύχτα; Είχα απορροφηθεί τόσο, που σχεδόν είχα ξεχάσει το χρόνο. Έψαξα πανικοβλημένος να βρω κάποιο σημείο να κουρνιάσω, γιατί εκεί που βρισκόμουν δεν μπορούσα ούτε όρθιος να σταθώ. Σε απίστευτα λίγο χρόνο ήταν πίσσα σκοτάδι. Σ αυτά τα μέρη δεν υπάρχει αξιόλογος χρόνος που να μεσολαβεί το λυκόφως. Πού θα μπορούσα να βρω ένα μέρος να περάσω τη νύχτα μου;

Επιτέλους βρήκα κάτι που να είναι σταθερό κάτω απ τα πόδια μου και αμέσως ένιωσα ξανά ασφαλής. Ήταν μια στάση με αρκετό χώρο και για τα δύο πόδια, αν και ήταν πολύ μικρή για να καθίσει κανείς. Έπρεπε να περάσω τη νύχτα όρθιος. Από εκεί πάνω με κατεύθυνση στην κόψη, μπορούσα να δω ένα μεγάλο σκοτεινό ίσκιο που σχηματιζόταν από ένα μεγάλο βράχο. Ίσως εκεί πέρα να μπορούσα να καθίσω ή και να ξαπλώσω αλλά ο βράχος που με χώριζε από εκεί ήταν γυαλισμένος από τον πάγο, που λαμποκοπούσε και το να επιχειρήσω να τον περάσω μες στο σκοτάδι ήταν μεγάλο ρίσκο. Καλώς ή κακώς έπρεπε να περάσω τη νύχτα εκεί που βρισκόμουν. Φόρεσα ότι είχα μαζί μου, το σκουφί και την μπαλακλάβα που κάλυψε το πρόσωπό μου και δυο ζευγάρια γάντια. Τα έσφιξα όσο καλύτερα μπορούσα και προσπάθησα να βολευτώ και να περιμένω στη μακριά νύχτα. Είχα μια βραχωμένη πλευρά με κλίση από 50 έως 60 μοίρες, για να ξεκουράζω την πλάτη μου. Θα μπορούσα να φοράω και το βαρύ πουλόβερ μου αλλά δυστυχώς αυτό βρισκόταν στο σακίδιό μου, που το είχα αφήσει πίσω, εκεί κάτω…

…θυμήθηκα τα Padutin –ένα φάρμακο που ενεργοποιεί την κυκλοφορία και έτσι προστατεύει απ τα κρυοπαγήματα. Έσπρωξα πέντε χαπάκια στο λαιμό μου και σχεδόν κόλλησαν εκεί. Το αριστερό μου χέρι άρπαξε τα μπατόν, έλπιζα να μην μου γλιστρήσουν γιατί τα χρειαζόμουν, ω πόσο τα είχα ανάγκη! Το δεξί μου χέρι κόλλησε στο μοναδικό πιάσιμο που είχα στο βράχο. Κοίταξα ξανά το ρολόι μου –ήταν εννιά η ώρα. Έκανα την προσευχή μου να κρατήσει ο καλός καιρός…

Με διαπέρασε ξαφνικά η ανησυχία. Με δυσκολία μπορούσα να σταθώ όρθιος και το κεφάλι μου συνέχισε να πέφτει μπροστά, τα βλέφαρά μου πίεζαν τα μάτια μου σαν καπάκια και με πήρε ο ύπνος…

Ξαφνικά ξύπνησα και σήκωσα το κεφάλι μου. Που ήμουν; Συνειδητοποίησα με αγωνία και τρόμο ότι ήμουν σε μια ορθοπλαγιά, ψηλά στο Nanga Parbat, εκτεθειμένος στο κρύο και στο σκοτάδι, με μια μαύρη άβυσσο να χάσκει από κάτω μου. Ακόμα δεν αισθανόμουν στο παραμικρό ότι βρισκόμουν στα 8.000 μέτρα υψόμετρο και δεν είχα καμιά δυσκολία με την αναπνοή μου. Προσπάθησα απεγνωσμένα να κρατηθώ ξυπνητός αλλά ο ύπνος συνέχιζε να με καταβάλει. Συνέχισα να αποκοιμιέμαι και είναι θαύμα πώς δεν έχασα την ισορροπία μου.

Ω Θεέ μου, που είναι τα μπατόν; Ηρέμησε! Τα κρατάς! Τα έσφιξα σαν τανάλια. Το κρύο διαπερνά τη ραχοκοκαλιά μου αλλά μήπως με νοιάζει; Ήξερα ότι θα είναι μια σκληρή νύχτα. Αναρωτήθηκα αν το μυαλό μου θα είχε τώρα πια τον έλεγχο του σώματός μου, ώστε να μην αισθάνομαι από ‘δω και πέρα την ταλαιπωρία. Περίμενα με λαχτάρα να βγει το φεγγάρι. Αν έβγαινε, όπως έλπιζα, θα μπορούσα να ξεκινήσω προς τα κάτω κι έτσι η νύχτα δε θα φαινόταν μεγάλη.

Το Nanga Parbat από αεροπλάνο. Η κόψη που κυριαρχεί είναι η Chongra και έχει βόρεια κατεύθυνση. Η διαδρομή του Buhl ακολούθησε τον ορίζοντα από την αριστερή πλευρά της φωτογραφίας (κόψη Rhakiot). Στο τέλος της ανάβασής της προς το μεγάλο πλατό, διακρίνεται η βραχώδης έξαρση της “Ασημένιας Σέλλας”. Στη σκιασμένη βόρεια πλευρά του βουνού, υπάρχουν οι παγετώνες Rhakiot και Diamirai

Την επόμενη φορά που τα βλέφαρά μου άνοιξαν, το πλατό προς τα κάτω άστραφτε ασημένιο. Τα πάντα εκεί πέρα, η δευτερεύουσα Κορυφή, η βόρεια Κορυφή, φωτίζονταν από ένα παράξενο φως, που κατέληγε σε σκοτεινές σκιές. Εκεί που στεκόμουν εγώ ήταν ακόμα σκοτάδι. Γιατί δεν ερχόταν το φεγγαρόφωτο; Έμοιαζε μετά από όλα αυτά σαν να πρέπει να περάσω όλη τη νύχτα μέχρι να έρθει το πρωί, σ αυτό το συγκεκριμένο λεπτό. Από εδώ και πέρα αυτό έμοιαζε να βρίσκεται στα όρια του ακατόρθωτου.

Συνέχισα να κοιτάω προς το μέρος της σκοτεινής σκιάς στο βράχο εκεί απέναντι και σκεφτόμουν πόσο όμορφα θα ήταν να μπορούσα να καθίσω κάτω. Μια τυχαία ανάσα του αέρα κινήθηκε απαλά πάνω στην πλαγιά, μετά όλα πάλι έμειναν ακίνητα, στην ατέλειωτη σιωπή της αιωνιότητας…

Ανακάλυψα μετά από όλα αυτά ότι το σώμα μου είχε πάθει μια αναισθησία. Το κρύο γινόταν ώρα με την ώρα πιο ανυπόφορο. Το ένιωσα στο πρόσωπό μου και παρά το γεγονός ότι είχα χοντρά γάντια στα χέρια μου, ήταν μουδιασμένα και το χειρότερο απ όλα ήταν στα πόδια μου. Εισχωρούσε όλο και περισσότερο στο σώμα μου. Τα δάχτυλα των ποδιών μου ήταν από ώρα «νεκρά», αν και στην αρχή προσπάθησα να τα κρατήσω σε κίνηση κάνοντας βήματα επιτόπου στο μικρό μου χώρο, αλλά έπρεπε να είμαι προσεκτικός γιατί το μέρος ήταν πολύ ασταθές. Δεν πειράζει, σκέφτηκα, είχα πολλές φορές στο παρελθόν «νεκρά» δάχτυλα χωρίς όμως να πάθω σοβαρά κρυοπαγήματα.

Αφέθηκα ξανά στην απεραντοσύνη της νύχτας… στο μεγαλείο του αστροσκέπαστου ουρανού που απλωνόταν από πάνω μου. Τον ατένισα για πολλή ώρα, ψάχνοντας για τη Μεγάλη Άρκτο και τον Πολικό Αστέρα κάπου εκεί στον ορίζοντα. Ένα φως έλαμψε για μια στιγμή κάτω στην κοιλάδα του Ινδού –ένα αυτοκίνητο προφανώς (Σημ.Α-Ζ: Στην κοιλάδα του Ινδού βρίσκεται ο περίφημος Karakoram Highway, που από τότε ακόμα ένωνε το Πακιστάν με την Κίνα). Μετά έγινε ξανά σκοτάδι.

Το σώμα μου άρχισε να φορτίζεται και πάλι. Η πείνα και η δίψα έκαναν και πάλι αισθητή την ανάγκη τους, αλλά δεν είχα τίποτα για να τους δώσω. Η ώρα κύλησε απίστευτα αργά, τόσο αργά που νόμισα ότι η νύχτα δεν θα τελειώσει ποτέ. Τότε, πίσω από μια κορυφογραμμή μου πρόβαλε την οδοντωτή της μορφή μακριά στον ορίζοντα, εμφανίστηκε μια λωρίδα από φως που πλάταινε και ανέβαινε σιγά-σιγά ψηλότερα –το ξεκίνημα της καινούργιας ημέρας. Για μένα, το φως της ήταν το φως της σωτηρίας…

Το Nanga Parbat (δεξιά) και το Rakaposhi (αριστερά), είναι τα δύο μεγάλα βουνά στο δυτικό άκρο του Καρακορούμ. Η πλευρά που φαίνεται είναι η νότια (Rupal Face).Το Nanga Parbat (δεξιά) και το Rakaposhi (αριστερά), είναι τα δύο μεγάλα βουνά στο δυτικό άκρο του Καρακορούμ. Η πλευρά που φαίνεται είναι η νότια (Rupal Face).

Υπήρχαν ακόμα αστέρια στον ουρανό και το πρωινό έμοιαζε ότι δεν θα έρθει ποτέ. Κοίταξα μακριά, στο βάθος αυτής της λωρίδας του ουρανού, μέχρι που το βλέμμα μου κόλλησε εκεί που ο ήλιος θα έπρεπε να ανατείλει. Στο τέλος τα τελευταία άστρα έσβησαν –η καινούργια μέρα ξεκινούσε επιτέλους.

Στάθηκα με την πλάτη στον βράχο μου, ακίνητος, το δεξί μου χέρι κολλημένο ακόμα στο πιάσιμο του βράχου, το αριστερό μου σφίγγοντας ακόμα τα μπατόν, σαν μέγγενη. Τα πόδια μου έμοιαζαν με κούτσουρα, οι αρβύλες μου άκαμπτες απ την παγωνιά κι οι σόλες μου γεμάτες από πάγο. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου έπεσαν πάνω μου με την ευλογημένη ζέστη τους, λύνοντας την ακαμψία και την ακινησία μου. Άρχισα ξανά να κινούμαι και μπήκα ξανά μέσα στο λούκι. Τώρα όμως έπρεπε να προσέχω πραγματικά τα βήματά μου, τα πάντα ήταν δυο φορές πιο επικίνδυνα πάνω στη παγωμένη σα γυαλί επιφάνεια. Κατηφόρισα το λούκι και ήταν σαν να πέρασαν αιώνες, φορώντας ακόμα στο ένα μόνο άρβηλό μου κραμπόν, ενώ το άλλο το είχα βάλει στην τσέπη απ το άνοράκ μου.

Όσο κράτησαν αυτές οι ώρες της ακραίας έντασης είχα ένα ασυνήθιστο αίσθημα ότι δεν ήμουν μόνος. Είχα έναν σύντροφο μαζί μου που με φρόντιζε, με πρόσεχε, με ασφάλιζε. Ήξερα ότι είναι η φαντασία μου, η αίσθηση αυτή όμως επέμενε…

Υπήρχε μια απότομη διαδρομή που διέκοπτε τη συνέχεια στο λούκι. Τα βράχια της ήταν εύθρυπτα και γεμάτα σχισμές. Έπρεπε να βγάλω το γάντια μου και να τα κρύψω στην τσέπη, καθώς προσπαθούσα να φτάσω ξανά στο λούκι. Όμως ότι ακουμπούσα έφευγε. Έδειχνε να είναι τόσο μεγάλο το ρίσκο, καθώς ένα μικρό γλίστρημα ή μια πτώση θα ήταν και το τέλος μου κι έπρεπε στα σίγουρα να τραβώ μαζί μου τον σύντροφο και φίλο, τον ανύπαρκτο αν και υπήρχε… έπρεπε να δίνω την απόλυτη προσοχή σε κάθε βήμα μου προς τα κάτω.

Στα βουνά της πατρίδας μου το μόνο που θα έκανα ήταν να πηδήξω ξανά μέσα στο λούκι. Εδώ σκαρφάλωσα πίσω ξανά κι έπρεπε να φορέσω για μια ακόμα φορά τα γάντια μου. Δεν μπορούσα να τα βρω. Τρομοκρατημένος, ρώτησα τον μυστηριώδη σύντροφό μου: «είδες μήπως τα γάντια μου;»

Άκουσα την απάντηση σχεδόν ξεκάθαρα: «Τα έχασες». Έστριψα γύρω-γύρω και δεν ήταν κανένας εκεί. Είχα τρελαθεί; Με κορόιδευε μήπως κάποιο φάντασμα; Αναγνώριζα μια γνωστή μου φωνή, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω σε ποιόν φίλο μου ανήκε. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι την ήξερα… Έψαξα για τα γάντια μου αλλά δεν μπορούσα να τα βρω πουθενά. Κάπου θα έπρεπε να έχουν πέσει, ή γλίστρησαν κάτω στην πλαγιά; Έψαξα ξανά στις τσέπες μου και καθώς το έκανα αυτό θυμήθηκα την τρομακτική τραγωδία με τα χέρια του Herzog στο Annapurna (Σημ.Α-Ζ: ο κατακτητής του Annapurna Maurice Herzog χάνοντας τα γάντια του τρία χρόνια νωρίτερα υπέφερε από φοβερά κρυοπαγήματα), μέχρι που ανακάλυψα το εφεδρικό μου ζευγάρι κι ένιωσα καλύτερα και πάλι.

Η κόψη Rhakiot με έναν ορειβάτη -όχι τον Buhl πάντως, ο οποίος ξεκίνησε νύχτα την πορεία του- να ανηφορίζει προς την Silersattel (Ασημένια Σέλα), που φαίνεται χαρακτηριστικά στο πάνω μέρος. Μια κλασσική φωτογραφία, βγαλμένη από τον Peter Aschenbrenner, άγνωστο πότε ακριβώς

Συνέχισα προς τα κάτω, τα κατάφερα να μπω ξανά στο χιονισμένο λούκι και πάλι έξω στους βράχους που ήταν πιο κάτω. Εκεί στα δεξιά μου, σχεδόν στο ίδιο ύψος με μένα, ήταν το Bazin Gap, αλλά έπρεπε να πάω κι άλλο κάτω, στη βάση των βράχων. Όλη αυτή την ώρα ο σύντροφός μου ήταν μαζί μου, αυτός ο αφοσιωμένος σύντροφος που ποτέ δεν είδα και που η παρουσία του ήταν ακόμα πιο συγκεκριμένη στα επικίνδυνα σημεία. Αυτό το συναίσθημα με ηρέμησε και με ξαναγύρισε χαλαρά στην αίσθηση της ασφάλειας. Ήξερα ότι αν γλιστρούσα ή έπεφτα, αυτός ο ‘‘άλλος άνθρωπος’’ θα με κρατούσε στο σχοινί. Αλλά δεν υπήρχε σχοινί, δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος. Ένα δευτερόλεπτο ή δύο αργότερα, θα ήξερα ότι είμαι εντελώς μόνος και δεν συγχωρούταν το ρίσκο από την απροσεξία μιας στιγμής.

Υπήρχε ένα ακόμα απότομο πεδίο, μια σχεδόν κάθετη ρωγμή, η οποία μου έκοψε την ανάσα. Μετά επιτέλους, ήμουν στο χιόνι. Είχα γλιτώσει από τη θανάσιμη αγκαλιά των βράχων που τώρα ήταν πίσω μου. Απότομες χιονισμένες πλαγιές, σκληρές σαν σίδερο, οδηγούσαν κάτω στους βράχους που αναδύονται από την Δευτερεύουσα Κορυφή. Εδώ τα καρμπόν είναι απαραίτητα και προσπάθησα να δέσω το δεύτερο στο πόδι μου. Χρησιμοποίησα το κορδόνι από το εξωτερικό παντελόνι μου, για να το σφίξω πάνω στο άρβηλό μου…

…Μετά κάθισα ξανά στο χιόνι, με το κεφάλι μου μες τα χέρια μου, προσπαθώντας να ξεκουραστώ. Οι αστράγαλοί μου πονούσαν από το τόσο πολύ τέντωμα και διαπίστωσα ότι η πορεία μου ήταν φοβερά εξαντλητική, αλλά τελικά έφτασα στους βράχους κάτω απ το Diamir Gap, όπου βούτηξα κάτω από ένα τεράστιο μανιτάρι χιονιού (Σημ.Α-Ζ: σχηματισμός του χιονιού που προκαλείται από την επίδραση του ανέμου) για σκιά. Ο τρόπος με τον οποίο κυλούσε ο χρόνος ήταν φανταστικός, ήταν ήδη μεσημέρι. Υπέφερα από μια φοβερή δίψα, αλλά δεν είχε μείνει τίποτα για να πιω. Ο ήλιος έκαιγε απαίσια, δεν υπήρχε όμως νερό πουθενά, αν και οι βράχοι ήταν καλυμμένοι από πάγο, ούτε σταγόνα δεν κυλούσε απ αυτούς.

Τώρα είχα να αντιμετωπίσω την ανάβαση της Δευτερεύουσας Κορυφής, η οποία με είχε ανησυχήσει στην πορεία μου προς την κορυφή. Ήθελα να ξεκουραστώ λίγο, πριν την επιχειρήσω και έτσι κάθισα και πάλι στο χιόνι. Οι μηχανισμοί της σκέψης μου ξαφνικά έσβησαν, αν και είχα μάλλον μια ευχάριστη αίσθηση.

Άνοιξα τα μάτια μου και κοιτάχτηκα. Θα πρέπει να κοιμήθηκα, γιατί είχε περάσει μια ακόμα ώρα. Πού ήμουν όμως; Είδα αυλακιές και στοίβες από πέτρες τριγύρω. Ήμουν σε κάποια εξόρμηση με σκι; Σταδιακά η συνείδησή μου επέστρεψε: ήμουν σχεδόν στα 8000 μέτρα ψηλά στο Nanga Parbat κι ήμουν εντελώς μόνος. Τα ίχνη από σκι δεν ήταν τίποτε άλλο από αυλακιές του ανέμου κι οι στοίβες από πέτρες ήταν βράχινοι πύργοι. Ψηλά, ανάμεσα στους βράχους της Δευτερεύουσας Κορυφής, άκουσα φωνές ή ήταν μόνο ο αέρας; Ίσως οι φίλοι μου να με περίμεναν εκεί. Στάθηκα μετά βίας πάλι στα πόδια μου, αφού κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια και πέρασα γύρω από μια ορθοπλαγιά. Άνοιξα το δρόμο μου προς τα πάνω, πέτρα-πέτρα, ενώ κρεμόμουνα στα μπατόν του σκι για υποστήριξη. Έπειτα από κάθε βήμα, το εξαντλημένο μου σώμα έγερνε πάνω στις πέτρες και αυτή τη φορά σκέφτηκα στ αλήθεια ότι οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν για τα καλά. Πόσο συχνά το είχα πει; Έπρεπε όμως να συνεχίσω, γιατί ήξερα ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την επιστροφή στον κόσμο των ζωντανών, έτσι έπρεπε να ανέβω αυτή την πλαγιά. Μου πήρε μια ώρα να καλύψω τριάντα μέτρα και όπως ένιωσα τότε, η μακριά ανάβαση που είχα κάνει χθες, έδειχνε όλο και περισσότερο αδύνατη. Ακολούθησαν μερικά επίπεδα μπαλώματα χιονιού, που έδειχναν να μην έχουν τέλος. Είχα φτάσει όμως στο Diamir Gap στο χαμηλότερο σημείο του, μεταξύ της Δευτερεύουσας και της Βόρειας Κορυφής.

Μπροστά μου βρισκόταν τώρα για μια ακόμα φορά, αυτό το τεράστιο πλατό με το κυματιστό χιόνι και μακριά πίσω ξεπρόβαλε ο σχηματισμός του Silbersattel. Τα μάτια μου έψαξαν τον ορίζοντα, εξετάζοντας το φαρδύ κομμάτι του Silbersattel, κατά μήκος και σε ευθεία με το σημείο που βρισκόμουν, στο χιονισμένο πλατό. Έλπιζα να δω κάποιον να έρχεται προς τα πάνω για να με συναντήσει, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω κανέναν. Αν είχα μόνο μια σταγόνα τσαγιού –μια μόνο σταγόνα- που θα με έκανε να περάσω με ασφάλεια τις επόμενες λίγες ώρες. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο παρά μόνο πόσιμα υγρά. Η δίψα μου είχε γίνει πια ένας πόνος που ερχόταν απ την κόλαση, που με έκανε στην κυριολεξία τρελό. Είχα καταπιεί την τελευταία σταγόνα χθες και τώρα είχε αυτή την ζέστη που σκότωνε, αυτή την απόλυτη αφυδάτωση. Τα ούλα μου ήταν ξερά σαν άχυρα, το αίμα μου πρέπει να ήταν πηχτό….

…Καθώς προχώρησα αργά κράτησα το βλέμμα μου στη “Σέλα”. Επιτέλους είδα κάποιες κουκίδες ή με ξεγελούσαν τα μάτια μου; Όχι, πρέπει να ήταν οι φίλοι μου. Ήθελα να φωνάξω και να πανηγυρίσω, αλλά δεν μπορούσα να βγάλω ούτε ήχο. Δεν είχε σημασία όμως, αυτοί έρχονταν. Μήπως θα έπρεπε να τους περιμένω; Όχι, ήταν πολύ μακριά γι αυτούς να έρθουν, θα προχωρούσα εγώ για να τους συναντήσω. Συνέχισα βήμα-βήμα, μηχανικά, παραπατώντας, αποτελειωμένος. Την επόμενη φορά που κοίταξα πέρα απ τα κυματιστά χιόνια στο πλατό, οι κουκίδες είχαν εξαφανιστεί. Η απογοήτευσή μου ήταν απόλυτη μέχρι να τις ξαναδώ, μετά όμως τίποτα, η ατέλειωτη χιονισμένη έκταση ήταν άδεια. Ήμουν εντελώς μόνος και χωρίς καμιά ελπίδα σ αυτή την παγωμένη ερημιά.

Η πείνα έγινε το ίδιο αβάσταχτη με τη δίψα! Ήξερα ότι υπήρχε ένα σακούλι Ovosport (Σημ.Α-Ζ: σκόνη-ρόφημα για ενέργεια) στο σακίδιό μου, κάπου εκεί πέρα. Κάπου….πού? Διέσχισα πλαγιές χωρίς τέλος, πηγαίνοντας σε διαφορετική πορεία από την απόλυτη ευθεία, μόνο και μόνο για να κερδίσω κάτι, με την ελπίδα να ανανεώσω τις δυνάμεις μου. Όλη την ώρα έπρεπε να προσέχω πάρα πολύ μη πληγώσω τους αστραγάλους μου με τα κραμπόν. Ένα απλό διάστρεμμα θα ήταν αρκετό για να το πληρώσω ακριβά. Κοίταξα ξανά προς την Σέλα, οι κουκίδες βρίσκονταν σε διαφορετικό μέρος και κατάλαβα τελικά ότι ήταν βράχοι από κάποια μακρινά βουνά, που ξεπηδούσαν από πίσω της.

Αυτή τη φορά όμως άκουσα φωνές, πολύ ξεκάθαρα. Τις άκουσα να με φωνάζουν με το όνομα μου: “Χέρμαν, Χέρμαν!!!”. Άκουσα ακόμα και ανθρώπους να μιλούν μεταξύ τους, αλλά δεν φαινόταν κανένας. Θα πρέπει να ήταν παραισθήσεις. Θα μπορούσε αυτό να είναι η αρχή του τέλους, ή ήταν το ίδιο το τέλος; Που βρισκόταν το σακίδιό μου, που ήταν τόσο δύσκολο να το βρω;

Δύο φωτογραφίες βγαλμένες με διαφορά λίγων εβδομάδων. Στην πρώτη (αριστερά), ο Hermann Buhl στο ξεκίνημα της αποστολής. Στη δεύτερη, μόλις έχει επιστρέψει σώος από την διήμερη περιπέτειά του στα 8000 μέτρα. Η καταπόνηση είναι τόσο έκδηλη στο πρόσωπό του, που δείχνει γερασμένος κατά “10 χρόνια τουλάχιστον”, όπως είπε ο Hans Ertl που τράβηξε αυτή την κλασσική φωτογραφία

Ίσως θα μπορούσα να βρω τα παλιά ίχνη μου, σκαρφαλώνοντας πάνω και κάτω και δεξιά κατά μήκος. Προχώρησα ατέλειωτα, πίσω και μπροστά, πάνω και κάτω. Ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να το συνεχίσω αυτό για πολύ. Το μόνο πράγμα που με κρατούσε να συνεχίζω, ήταν η σκέψη ότι θα μπορούσα να βάλω στο στόμα μου λίγη τροφή. Ήμουν έτοιμος να παρατήσω την έρευνα, όταν είδα ένα ξεκάθαρο αποτύπωμα από αρβύλα –ήμουν στο μονοπάτι μου. Ποια κατεύθυνση όμως έπρεπε να πάρω για το σακίδιό μου –πάνω ή κάτω; Πήγα προς τα κάτω, αλλά πολύ σύντομα άρχισαν να με βασανίζουν τρελές αμφιβολίες. Έπρεπε να τα καταφέρω να δω ένα σακίδιο…

Το βρήκα τελικά. Έπεσα κάτω κι άρχισα να ψάχνω μέσα του, όπως κειτόμουν εκεί όμως, δεν μπορούσα να εντοπίσω κανένα Ovosport. Αντί γι αυτό βρήκα ένα πακέτο Dextroenergen. Όταν προσπάθησα να καταπιώ μια ταμπλέτα, αυτή κόλλησε σαν αλεύρι στο στόμα μου κι έτσι έκανα το μόνο πράγμα που μου απέμεινε κι άρπαξα λίγο χιόνι. Δεν ήμουν και πολύ ικανός σ αυτό, καθώς γνώριζα ότι μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση. Θρυμμάτισα τις ταμπλέτες, τις ανακάτεψα με χιόνι κι έφαγα το χάλι που απέμεινε. Είχε υπέροχη γεύση και μου ξανάδωσε ζωή, πέρα από τις προσδοκίες μου. Μπορούσα να καταπιώ ξανά, υπήρχε και πάλι σάλιο μες στο στόμα μου και προσπάθησα να κινηθώ ξανά. Πολύ γρήγορα ωστόσο η δίψα μου με έκαιγε περισσότερο από ποτέ, η γλώσσα μου κόλλησε με τα σάλια, ο λαιμός μου ήταν αδρής σαν ράσπα και αφροί είχαν γεμίσει το στόμα μου. Έτσι, πήρα άλλη μια δόση απ το “ρόφημα” αλλά η ανακούφιση ήταν πολύ σύντομη και η δίψα μου γύρισε πίσω πιο αβάσταχτη από πριν. Το χιόνι μου έκλεψε και το τελευταίο ίχνος δύναμης κι η πορεία μου κατά μήκος του πλατό έγινε ένα πραγματικό μαρτύριο.

Συνέχισα να κινούμαι με ρυθμό σαλιγκαριού, βρίσκοντας απαραίτητο να παίρνω είκοσι αναπνοές για κάθε ένα βήμα. Κάθε ένα ή δυο μέτρα έπεφτα στο χιόνι. Τα μπατόν του σκι ήταν η τελευταία μου ελπίδα. Είχαν το “στυλ του Σαμαρείτη”, ωστόσο με στήριξαν και μου έσωσαν την ζωή.

Υποθέτω ότι έπεσα ξανά κάτω και κοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα τα βλέφαρά μου ήταν βαριά σαν μολύβι και όταν προσπάθησα να σηκωθώ κατάρρευσα ξανά, κυριολεκτικά εξαντλημένος. “Αυτό ήταν” σκέφτηκα –το τέλος του ταξιδιού….. Αλλά η θέληση για την ζωή κρατούσε ακόμα σπίθες μέσα μου. Έψαξα για τα μπατόν μου, μόνο το ένα ήταν εκεί. Ο φόβος με κυρίευσε αλλά λειτούργησε και σαν σωσίβιο, ξαναζωντανεύοντας το σώμα μου. Είδα ότι το άλλο μπατόν είχε κυλήσει λίγο πιο κάτω και το ακολούθησα μπουσουλώντας στα τέσσερα. Όταν πια κρατούσα και τα δυο σφιχτά στη χούφτα μου, μπορούσα και πάλι να σηκωθώ, να σταθώ, να κινηθώ….

Μπορούσα να δω πέρα από την κορυφή Rakhiot και υπήρχε μια κουκίδα –η σκηνή. Πέρα από την πλαγιά είδα κάτι που πρέπει να ήταν βράχοι ή οι σύντροφοί μου. Προσπάθησα να φωνάξω, αν και η απόσταση ήταν υπερβολικά μεγάλη, αλλά δεν είχα φωνή. Ίσως θα μπορούσαν να με δουν αν κουνούσα τα μπατόν μου…..

Το βράδυ άρχισε να διαγράφεται. Για μια ακόμα φορά ο ήλιος χαμήλωνε και μακριές σκιές κινήθηκαν αργά πάνω στο χιόνι. Ήξερα ότι δεν μπορούσα να επιβιώσω και δεύτερη νύχτα στο ύπαιθρο και πάλεψα να προχωρήσω μπροστά, χρησιμοποιώντας τα τελευταία αποθέματά μου. Παραπάτησα, κυνήγησα και μπερδεύτηκα από τον ίδιο μου τον ίσκιο. Δεν ήμουν πια ο εαυτός μου, ήμουν μόνο μια σκιά – μια σκιά πίσω από μια άλλη σκιά. “Συγκρούστηκα” με τα κύματα στο χιόνι, που έκαναν δύσκολη την πορεία μου. Μετά από αρκετή απόσταση πορείας, στο χαμηλότερο σημείο του πλατό, μερικές εκατοντάδες μέτρα μόνο με χώριζαν από την φαρδιά γραμμή του “Silbersattel”, που ανοιγόταν σαν πύλη μπροστά μου. Πως κατάφεραν άραγε οι άγριες θύελλες εδώ πάνω να προκαλέσουν τέτοιες μεταβολές σ’ αυτές τις επίπεδες εκτάσεις? Δεν υπήρχε περίπτωση να αποφύγω αυτούς τους σχηματισμούς του χιονιού, αρκετά μέτρα ψηλούς, αν και πολλούς προσπάθησα να τους περάσω από γύρω. Περπατούσα σαν μεθυσμένος, πέφτοντας, αρκουδίζοντας, στέκοντας όρθιος, περπατώντας, πέφτοντας ξανά… μετά ξαναθυμήθηκα την Περβιτίνη. Ήταν η μόνη μου ευκαιρία. Η σύντομη ανανέωση της δύναμής μου ίσως να διαρκούσε αρκετά για να καταφέρω να φτάσω μέχρι τα αντίσκηνα. Κι αυτό φυσικά, εάν δεν είχα ήδη χρησιμοποιήσει τα τελευταία αποθέματα της δύναμής που μου απομείνει, γιατί ένοιωθα απόλυτα τελειωμένος. Αίμα και σάλιο έβγαιναν απ το στόμα μου, που είχε κολλήσει εντελώς. Κι έπρεπε να σπρώξω τις τρεις ταμπλέτες το λαιμό μου, σαν να ήταν αγκίδες από ξύλο. Άρχισα να μετράω τα μέτρα καθώς η χιονισμένη ράχη διαγράφτηκε πιο κοντά.

Στις 5.30 το απόγευμα βρισκόμουν στην φαρδιά ράχη του Silbersattel και από κει μπορούσα επιτέλους να δω χαμηλά προς τον παγετώνα Rakhiot και τις κατασκηνώσεις πάνω του, για μια ακόμα φορά. Ολόκληρη η διαδρομή της ανάβασης και μπορούσα να δω τις σκηνές στημένες και μισοθαμένες στις πλαγιές. Ήταν μια θέα απερίγραπτης ανακούφισης, ένιωσα σαν να επιστρέφω στο σπίτι μου. Ακόμα δεν μπορούσα να δω κανέναν να κινείται εκεί κάτω. Σίγουρα δεν είχαν εγκαταλείψει τις κατασκηνώσεις; Ηρεμία βασίλευε παντού, ψυχή δεν φαινόταν, ούτε ήχος διέκοπτε την σιωπή. Κοίταξα πέρα προς την κορυφή Rakhiot και εντόπισα και πάλι τη σκούρα κουκίδα, τη μικρή σκηνή για την θύελλα – και μετά δυο μικρότερες κουκίδες. Εκείνες ήταν σίγουρα άνθρωποι, πάνω στην τραβέρσα του Rakhiot, ίσως βαστάζοι. Αυτή τη φορά δεν μπορούσε να είναι λάθος, ήταν στ’ αλήθεια άνθρωποι!

Τότε επιτέλους ήξερα πως ήμουν ασφαλής. Η γνώση ότι ήμουν κοντά στους συντρόφους μου, ξαναγέννησε την αυτοπεποίθησή μου. Τα παλιά μου ίχνη ήταν ακόμα σε καλή κατάσταση και τραβερσάρισα κατά μήκος τους προς τη ράχη. Προς στιγμή ένοιωσα πιο φρέσκος, είτα εξαιτίας της Περβιτίνης είτε απ το ευλογημένο αίσθημα της ανακούφισης. Η ανάσα μου έγινε πιο εύκολη αλλά ακόμα έπρεπε να είμαι εξαιρετικά προσεκτικός. Το κραμπόν χαλάρωσε ξανά και αυτή τη φορά το έβγαλα με βιασύνη και το πέταξα πάνω απ τη Νότια Πλευρά, χωρίς περισσότερη σκέψη. Έκανα σχετικά γρήγορη πρόοδο στην εκτεθειμένη ράχη, πηγαίνοντας πάνω απ την κρούστα στις «κορνίζες», μέχρι τις 7 το απόγευμα – σαρανταμία ώρες από τότε που έφυγα – έφτασα ξανά στην σκηνή.

Λίγα δευτερόλεπτα πριν από τη συγκλονιστική στιγμή της συνάντησης του Hermann με τους συντρόφους του. Ο Hans Ertl “θάβει” το πρόσωπό του πίσω από τη φωτογραφική του μηχανή και απαθανατίζει τη στιγμή, πριν τρέξει να αγκαλιάσει τον εξουθενωμένο σύντροφό του. Πίσω από τον Buhl δεσπόζει πάντα η “Ασημένια Σέλα”, δεν φαίνεται όμως η πολύπλοκη πτύχωση της Ράχης Rhakiot, που κάνει την πορεία πολύ μεγαλύτερη απ ότι δείχνει

Ο Hans ήρθε να με συναντήσει. Δεν ήξερε πώς να κρύψει τα συναισθήματά του κι “έθαψε” το πρόσωπό του πίσω απ τη φωτογραφική μηχανή. Αγκαλιαστήκαμε, χωρίς να αλλάξουμε κουβέντες. Ήμουν τόσο αφυδατωμένος που δεν μπορούσα να αρθρώσω ούτε λέξη κι ο Hans ήταν τόσο χαρούμενος που με είδε να γυρίζω πίσω ασφαλής. Καθίσαμε έξω απ το αντίσκηνο κι εκείνος φώναξε τον Walter να γυρίσει πίσω από εκεί που περίμενε, κοντά στο «Κεφάλι του Moor» στο δρόμο του για κάτω, ώστε να μας αφήσει να μείνουμε για λίγο μόνοι. Ο Walter ήταν τόσο χαρούμενος που το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν να μου σφίξει το χέρι με δάκρυα στα μάτια. Υπάρχουν στιγμές που δεν χωρά ντροπή όταν θέλει κανείς να κλάψει…

Κανένας απ τους δυο τους δεν ήξερε τι μου συνέβη και οι δύο φοβήθηκαν το χειρότερο. Είχαν συμφωνήσει να μην κατέβουν στην Κατασκήνωση Βάσης χωρίς εμένα. Εάν δεν γύριζα μέχρι το βράδυ, είχαν κανονίσει να ανέβουν πάνω απ το Silbersattel σε ‘κείνο το ατέλειωτο χιονισμένο πλατό με κατεύθυνση προς την κορυφή, όχι με την πρόθεση να την σκαρφαλώσουν, αλλά για να ψάξουν για μένα. Ήταν τιμή να έχω τόσο καλούς φίλους και σ’ εκείνη τη στιγμή ένιωσα πιο ευτυχισμένος απ’ οποιαδήποτε άλλη στη ζωή μου. Ξέχασα ότι όλες οι κατασκηνώσεις κάτω στον παγετώνα Rakhiot είχαν εγκαταλειφθεί.

Μπορούσα να διαβάσω τη χαρά και την ανακούφιση στα μάτια του Walter και του Hans, οι οποίοι ανέλαβαν να με φροντίσουν με πατρική στοργή. Ο Hans ετοίμασε για μένα ατέλειωτες κούπες με τσάι και καφέ, που τελικά άρχισαν να ξαναδίνουν ζωή στο αφυδατωμένο σώμα μου. Δεν ρώτησαν καθόλου αν είχα φτάσει στην κορυφή, το μόνο που φάνηκε να τους νοιάζει ήταν ότι γύρισα πίσω με ασφάλεια. Η στενή μας σχέση εκείνες τις στιγμές ήταν για μένα η πιο σημαντική εμπειρία ολόκληρης της αποστολής, γιατί είχαμε φτιάξει κάτι περισσότερο από την συμβίωση των μελών μιας ομάδας – μια αληθινή και βαθιά φιλία…

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Ο Hermann Buhl σκοτώθηκε τον Ιούνιο του 1957 στις πλαγιές του βουνού Chogolisa στο Καρακορούμ, όταν το χιόνι πάνω στο οποίο περπατούσε υποχώρησε, παίρνοντάς τον μαζί του στο κενό. Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Ήταν 33 χρονών…