2. COGNE – DONNAS (46km, +1800m, 11hrs) : Kοίταξα προς το μέρος μιας ομάδας τριών εθελοντών μέσα στην τέντα. Ανταπέδωσαν με χαμόγελο στο “ciao ragazzi” μου, αντιλαμβανόμενοι από την προφορά ότι μάλλον δεν είμαι Ιταλός, αν και έκανα φιλότιμη προσπάθεια να τους παραπλανήσω. Άπλωσα το δεξί μου χέρι και ακούστηκε το μπιπ της επιβεβαίωσης. «Τι θα φάτε» με ρώτησαν και τους απάντησα ευγενικά ότι θα πάρω τον σάκο μου και θα ξανάρθω σε λίγο. Βγαίνοντας έξω, έπεσα πάνω στον Γιάννη τον Μπάγιο, που αγωνιζόταν στο “Glaciers”, τον μεγαλύτερο αγώνα της διοργάνωσης, αυτόν με τα 450 χιλιόμετρα. Αυτοί κι αν ήταν γίγαντες!

Sponsored by

Τον Γιάννη τον είχα βρει και δυο μέρες νωρίτερα, λίγο πριν την εκκίνησή τους στο Κουρμαγιέ, αισιόδοξο όπως πάντα. Τώρα όμως ήταν κατηφής, μου εξέφρασε την ανησυχία του για τη συνέχεια, καθώς ένα καταφύγιο που είχαν μπροστά τους για σταθμό θα ήταν κλειστό, κάτι που δημιουργούσε πρόβλημα τροφοδοσίας. Δεν είχε αποφασίσει αν θα συνέχιζε ή θα τα παρατούσε. Του ευχήθηκα καλή απόφαση, όμως αργότερα έμαθα ότι τα παράτησε, κρίμα… Έξω ο ήλιος έκαιγε, η μέρα ιδανική για αγώνα, ήμασταν τυχεροί φέτος, δεν είχα μέτρο σύγκρισης, απλά το ζούσα! Ο Θανάσης με περίμενε εκεί και με οδήγησε σε μια άλλη τέντα, όπου ο Θωμάς έφτιαχνε τα πράγματά του, έτρωγε κάτι της τελευταίας στιγμής και «ακόνιζε» τα πόδια του για το επόμενο κομμάτι, θα πήγαινε μόνος από εδώ και πέρα. Έφτασε η στιγμή, αποχαιρετιστήκαμε με μια αγκαλιά και εκείνος βγήκε από την τέντα για να πάρει το δρόμο του. Ήταν σε εξαιρετική κατάσταση και μέσα μου ευχήθηκα να μπορέσει να κρατήσει το ρυθμό που θα τον έφερνε κάτω από τις 100 ώρες, το άξιζε!

Κόνιε (Κ-110), ο Θωμάς έτοιμος να αναχωρήσει, ο Λάζαρος χρειάζεται λίγο χρόνο ακόμα. Άγρυπνος φρουρός ο Θανάσης

Είχα καταναλώσει το μπόνους της μιάμισης ώρας του μουσαμά μέχρις εδώ, το ροκανίσαμε λίγο-λίγο κι εκείνη η μιάμιση ώρα απέμεινε κάτι ταπεινά λεπτά. «Ε, μπορεί και να ήταν κάπως λάθος οι υπολογισμοί» σκέφτηκα, γιατί έτσι με συνέφερε εκείνη την ώρα, να ήταν λάθος. Εξάλλου πόσο ακριβής να είναι κάποιος όταν κάνει υπολογισμούς για μια προσπάθεια εκατό ωρών. Όπως και να είχε πάντως, το ότι ήμουν σε 25:30 ώρες στα 110 χιλιόμετρα του αγώνα, ήταν κάτι που μου έδινε αισιοδοξία για τη συνέχεια. Έπιασα να φάω κάτι πρόχειρα στον πάγκο που καθόμουν αλλά δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη. Ο Θανάσης μου έβαλε λίγο τραχανά που είχε ετοιμάσει ο ίδιος αλλά έφαγα μια κουταλιά μόνο. Το μυαλό μου ήταν στο επόμενο κομμάτι, εύκολο, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις σε έργο, το να βγάλεις 45 χιλιόμετρα με 1800 μόνο υψομετρική, μοιάζει και με αγώνα σε δημόσιο δρόμο. Λογικά θα χρειαζόμουν ένα 9ωρο, σύμφωνα πάντα με τον περιβόητο πια «μουσαμά».

Με ρώτησαν για ντους και για ύπνο και με εντυπωσίασαν! Είναι δυνατόν να κοιμηθώ στις πρώτες 25 ώρες του αγώνα, μέρα μεσημέρι μάλιστα? Κι όταν χρειάστηκε να μπω για μια σύντομη επίσκεψη το κτίριο και να πάω εκεί που κι ο βασιλιάς πάει μόνος του, μου είπαν πως από την άλλη μεριά είναι ο κοιτώνας. «Βρε δες όρεξη που έχουν για ύπνο…». Ο Θανάσης κι ο Δημήτρης με ξεπροβόδισαν και μου έδωσαν κάποιες οδηγίες για το δρόμο που θα ακολουθούσα μέχρι να βγω από την όμορφη κωμόπολη του Κόνιε και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το Ντονάς, νωρίς το βράδυ. Ένα χτύπημα στην πλάτη από τον Θανάση με την έγνοια του να πάνε όλα καλά και μια συνοδεία από τον Δημήτρη στα πρώτα εκατό μέτρα εν μέσω χειροκροτημάτων από τους συνοδούς-θεατές που λούζονταν στη μεσημεριανή ζέστη.

Ο Θανάσης με ξεπροβοδίζει καθώς αναχωρώ από το Κόνιε

Έφυγα με τον αέρα του ξεκούραστου, με έναν όμορφο ρυθμό και στάθηκα στην πρώτη κρήνη (Fontana) που βρήκα σε μια πλατεία, για να γεμίσω φρέσκο παγωμένο νερό τα φλασκιά μου. Στο σακίδιο δεν είχα τίποτα το ιδιαίτερο από φαγώσιμο ή από επιπλέον ρουχισμό. Η γραμμή από τη διοργάνωση ήταν «ο καθένας κρίνει μόνος του και παίρνει ότι νομίζει». Ε, λοιπόν δεν νόμιζα τίποτα! Μόνο μπαταρίες στον χρησιμοποιημένο μου φακό έβαλα, για να είναι ετοιμοπόλεμος. Καπέλο και γυαλιά για τον ήλιο, ήταν αρκετά για το fun κομμάτι μέχρι το Donnas.

Πέρασα έναν κεντρικό δρόμο και σταμάτησα να ρωτήσω σε ένα φούρνο για τη σωστή κατεύθυνση, τα χειρότερα συμβαίνουν στα πιο ανυποψίαστα μέρη, στις κατοικημένες περιοχές με λίγα λόγια. Επιβεβαίωσα και πήρα μια κατηφόρα που με οδήγησε στην κοιλάδα λίγο πιο κάτω και πήρα έναν μακρύ και ήσυχο ασφαλτόδρομο που κινούνταν στο ανάντι του ποταμού. Ένα φαρδύ πεζοδρόμιο ήταν ότι πρέπει για να τρέξω ήσυχος μες στο μεσημέρι και γρήγορα να ξαναβρώ μονοπάτια, δάση και σκιές. Μπροστά έβλεπα σκόρπιες σιλουέτες από συναθλητές, να κινούνται σε ρυθμούς πεζοπορικούς ενώ εγώ ίσα που έτρεχα. Είχε νόημα? Είχε και όσο μπορούσα, θα το έτρεχα! Μπήκα στο μονοπάτι και κάποιος με προσπέρασε με αξιόλογη ταχύτητα, «ξεκούραστος θα είναι ετούτος ο Βέλγος» σκέφτηκα, λες όμως και σαν να προχώρησα τη σκέψη μου στο επόμενο σκαλί, ότι κάτι παράξενο συνέβαινε με τον αθλητή. Μήπως ξεκίνησε από εκεί και ήταν τόσο ξεκούραστος? Στιγμιαία αντιλήφθηκα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την κουταμάρα μου για τον Βέλγο και επικεντρώθηκα αμέσως στον αστείο ανήφορο μπροστά μου. Εκεί θυμήθηκα να δω το μουσαμά, «α, δεν αργούμε, στα κοντά ο επόμενος σταθμός, κάτι θα τσιμπήσω, δε χόρτασα στο Κόνιε».

O σταθμός στο Goilles (Photo: Enrico Romanzi)

Υγιεινός περίπατος στο δάσος, σε σχέση με ότι περάσαμε τις προηγούμενες 24 ώρες και ναι, σταθμός Goilles! Στην άκρη ενός επίπεδου χορταριασμένου χωματόδρομου χωρίς στροφές, να ένα τραπέζι με τα σχετικά μπάνερ και τα κίτρινα σημαιάκια. Κοντοστάθηκα να πιάσω κάτι τις στα όρθια αλλά άνοιξε ξαφνικά η όρεξή μου κι βρέθηκα να τρώω ασταμάτητα αλλαντικά και τυριά, με συνοδεία σταφυλιού από την Κοιλάδα. Όμορφα! Ναι αλλά ετούτοι οι τρεις που μαζί σταματήσαμε εδώ στον πάγκο, κοντεύουν να χαθούν στο βάθος του δρόμου. «Μάζεψε τα Λάζαρε και φύγε, φτάνει» είπα μέσα μου και πήρα πάλι να κουτσοτρέχω. Α, τώρα είχα και το περιπετειώδες ρολόι στο χέρι μου, είχε επιτέλους φορτίσει και μπορούσα και πάλι να βλέπω αριθμούς. Βασικά με ενδιέφερε ο χρόνος και η απόσταση, α και η ώρα της μέρας, ίσως το πιο βασικό από όλα, όταν έχεις να υπολογίσεις πότε νυχτώνει ή πότε ξημερώνει, τα άλλα έμοιαζαν με λεπτομέρειες χωρίς σημασία.

Ο χωματόδρομος μπήκε σε δάση κι έγινε μονοπάτι, πέρασε ορμητικά ποταμάκια και ρυάκια και έπιασε να ανηφορίζει γλυκά σε ένα τοπίο που μου θύμιζε ξαφνικά πολλά άλλα μέρη εδώ στην Ελλάδα. Ακόμα και το χώμα που πατούσα, με έφερνε χωρίς να το καταλάβω σε μέρη με κορομηλιές και κρανιές, στον Όλυμπο, στο Πήλιο, στο Ζαγόρι, στα Άγραφα… Α, να και ένας που κουτσαίνει μπροστά μου, ωχ νωρίς τον βρήκε το κακό τον έρμο. Δεν άργησα να τον πιάσω και να δω το 73 στην πλάτη του. Ναι, αυτόν τον θυμάμαι! Μου είχε κάνει εντύπωση που ήταν το διπλανό νούμερο από εκείνο του Θωμά (72) και τον είχα βρει την προηγούμενη μέρα ξανά, τότε όμως δεν κούτσαινε. Βέβαια τώρα δεν χρειάζεται να βιαστούμε, παρέα θα πάμε μέχρι το Ντονάς, εξάλλου σταμάτησε να μετρά ο χρόνος, ο αγώνας θα ξαναρχίσει στο Ντονάς. Να και ένας ακόμα πιο μπροστά, σιγά πάει κι αυτός, ωραία, όλοι μαζί θα πάμε…

“Ας βγω μια σέλφι εδώ στις πινακίδες των διαδρομών, δεν βιαζόμαστε εξάλλου, ο αγώνας έχει σταματήσει!”

Ένας τρίτος όμως ήρθε από πίσω και μας προσπέρασε και τους δύο, κι εμένα και τον Πάολο, για περίμενε, μετράει ή δεν μετράει ο χρόνος? Γιατί δεν μας μίλησε αυτός, δεν μας καταδέχεται? Γυρνάω το βλέμμα και ρίχνω μια κλεφτή ματιά στον Πάολο, κοιτάει τα βήματά του. Α, τελικά μετράει ο χρόνος, βλέπω το ρολόι μου, τρέχουν τα δευτερόλεπτα. Ξεκολλάω από τον Πάολο, νιώθω καλά. Ο άλλος που μας πέρασε τρέχει, τρέχω κι εγώ ξοπίσω του, εντάξει έχουμε αγώνα τελικά. Σε λίγο χτυπάει και το κουτό ηχητικό εφέ του ρολογιού: «μπράβο χρήστη, μόλις περπάτησες το τελευταίο χιλιόμετρο σε δέκα και κάτι λεπτά». Χαμογέλασα για πολλοστή φορά με την ειδοποίηση, τι θα γίνει δηλαδή, θα χτυπήσει άλλες διακόσιες τόσες φορές μέχρι το τέλος? Θα φρικάρω! Δανεικό όμως είναι, ένα start ήξερα να πατήσω στην αρχή και ένα stop στο τέλος, πέντε μέρες μετά, άστο, μην το αγγίζεις καλύτερα…

Αλπικά λιβάδια και ένα ρυάκι κυλά ειρηνικά στη μεσημεριάτικη ζέστη. Κατεβαίνω δυο βήματα και γεμίζω. Ένας ακόμα –όχι ο κουτσός Πάολο- έρχεται ξοπίσω μου και σταματά κι αυτός. Δεν τον ξέρω, γιατί, ποιος είναι αυτός, δεν είναι της παρέας μας. Βιδώνω βιαστικά το φλασκί και γυρνάω στο μονοπάτι. Πού είναι ο Πάολο, γιατί δεν φαίνεται? Κάτσε να γυρίσω το γείσο του καπέλου στο σβέρκο, με καίει ο ήλιος. Α, ταμπέλες για προορισμούς πεζοπόρων, για να δω τι λένε. Στάσου, μια selfie εδώ, να ξέρουμε στην Ελλάδα πως σηματοδοτούν στην Ιταλία, θα μας χρειαστεί. Πού να είναι άραγε η Ασημίνα? Ο Θανάσης μου είπε πως δεν την είδανε στον πρώτο σταθμό αλλά θα την περίμεναν εδώ, στον δεύτερο. Δεν έχω και σύνδεση, να δω αν έφτασε στο Κόνιε. Λες όμως ο Θωμάς να είναι κοντά και να φαίνεται? Δεν πειράζει άστον, θα βρεθούμε στο Ντονάς όταν θα είναι να ξαναρχίσει ο αγώνας, το βράδυ. Ένας κύκλος είναι και θα ξαναβγούμε στο Κόνιε, που το βράδυ θα λέγεται Ντονάς. Δεν έχω ελπίδες, το μυαλό μου χάνεται για στιγμές και ξανάρχεται μετά.

Το καταφύγιο Σόνιο ήταν κλειστό τη μέρα του αγώνα. Στα αριστερά στον ορίζοντα, το Col Champorcher (2827m)

Στα αριστερά μου τεράστιοι πυλώνες με καλώδια ψηλής τάσης διατρέχουν μια πλαγιά και κατευθύνονται εκεί που πηγαίνουμε, στο Col Champorcher. Κρανίου τόπος το τοπίο τριγύρω. Α να κι ο Πάολο, συνεχίζει να κουτσαίνει εκεί πίσω. Εγώ γιατί δεν νιώθω κάτι? Τρέξιμο χαλαρό ξανά και σκέψεις που βρίσκονται στα όρια της σύγχυσης του πραγματικού με το φαντασιακό. Πλησιάζω σε ένα μοναχικό κτίσμα, καταφύγιο πρέπει να είναι, εκεί με πάνε τα κίτρινα σημαιάκια. Φτάνοντας βλέπω ερημιά, μόνο ένας θεόρατος πυλώνας με καλώδια και εκεί παραδίπλα ένα παλικάρι με μια κοπέλα. Ο νεαρός μου γνέφει και φτάνω κοντά του. «Ήρθαμε πριν από λίγο αλλά είναι κλειστό το καταφύγιο, δεν είναι κανένας εδώ». Εκεί αφυπνίστηκα προς στιγμήν έστω και θυμήθηκα πως μας είχαν ενημερώσει ότι ένας σταθμός δεν θα λειτουργούσε, το καταφύγιο του Σόνιο ήταν λοιπόν, εδώ στο Κ-120. Ας είναι, δεν μου στοίχισε κιόλας, είχα μόλις πιει νερό άφθονο από ένα ρυάκι παραδίπλα, όλα καλά.

Πήρα τον ανήφορο για το τελευταίο διάσελο μέχρι το Ντονάς, το Col Champorcher. Θα έπρεπε να ανέβω μέχρι τα 2826μ, κάτι που έγινε σε χρόνο μηδενικό σχεδόν. Το Σαμπορσέ έμοιαζε με βόλτα στο περίπτερο μπροστά σε αυτά που είχαν προηγηθεί το πρώτο 24ωρο του αγώνα. Στον ανήφορο για το διάσελο, είχα ξαναβρεί την επαφή με την πραγματικότητα και παρακολουθούσα πλέον μπροστά και πίσω μου όσους έβλεπα. Για κάποιο λόγο περίμενα ότι θα βρω κόσμο της διοργάνωσης πάνω στο διάσελο αλλά διαψεύσθηκα. Ψυχή! Το σουρεαλιστικό τοπίο, βγαλμένο από σενάριο ταινίας μελλοντολογικής καταστροφής, με σκελετούς της τεχνολογίας να χάσκουν στο άδειο τοπίο, σε αποζημίωνε και έκανε πιο έντονη την αίσθηση ότι βιώνεις το παράδοξο, αυτό που δεν μπορεί να είναι αλήθεια.

Όρμησα στον κατήφορο από την ανατολική πλευρά του διάσελου, πηδώντας με άνεση στους βράχους που για μια απόσταση κάλυπταν τα πάντα τριγύρω. Μεγάλο σχολείο τα ελληνικά μονοπάτια πάντως, εκτίμησα το γεγονός ότι ο κανόνας στα δικά μας βουνά είναι αυτό που συναντούσα εδώ ως εξαίρεση. Γύρισα πίσω –ως συνήθως- για να δω ποιος έρχεται. Η λογική είχε επιστρέψει στο κεφάλι μου μέσα και αντιλαμβανόμουν τώρα πια ότι τρέχω σε αγώνα και δεν πηγαίνω εκτός χρονομέτρησης. Χρειαζόταν ο κατήφορος τελικά για να ξανάρθω στα λογικά μου. Ομαλά πεδία μπροστά μου πάλι και στο βάθος ξεχώριζαν ήδη κάποια κτίρια, καταφύγια στα σίγουρα. Πλησιάζοντας είδα μια λίμνη από τα δεξιά των τριών κτιρίων και κοντοστάθηκα για να φωτογραφήσω αυτήν την εντελώς οικεία εικόνα. «Κάτσε μια στιγμή, τι γίνεται εδώ?» σκέφτηκα «το έχω ξαναδεί αυτό το μέρος, ξαναπέρασα από εδώ, στα σίγουρα, όχι όμως χτες, ίσως πριν από λίγα χρόνια». Δεν είχα ξαναπεράσει όμως ποτέ στη ζωή μου από εκεί, απλά έβλεπα για καιρό φωτογραφίες από τα μέρη, σχεδιάζοντας τη στρατηγική στον επερχόμενο αγώνα και το μυαλό έπαιζε περίεργα παιχνίδια, συγχέοντας το πραγματικό με το φαντασιακό. Πλησίασα στο ένα από τα κτίρια, βλέποντας ανθρώπους να στέκονται απ’ έξω, «εδώ μάλλον θα είναι ο σταθμός». Ένας μου απάντησε πριν καν φτάσω και πριν καν ρωτήσω «συνέχισε, πιο κάτω είναι ο σταθμός, δεν είναι εδώ».

To καταφύγιο Miserin (άκρη αριστερά) και η ομώνυμη λίμνη. Το κτίριο στο κέντρο είναι εκκλησία (Notre Dame de la Neige)

Τράβηξα το δρόμο μου σε απλωμένες αλπικές, γυμνές πλαγιές, με εκείνη τη σειρά τους γιγάντιους πυλώνες ρεύματος να απομακρύνονται από το δρόμο μου σταδιακά. Ήπιο το πεδίο, μου επέτρεπε να τρέχω κάπως στον κατήφορο, χωρίς εξαλλοσύνες όμως, γιατί κάθε φορά που κατέβαινε η λογική να με επισκεφτεί, λογάριαζα πως είμαι μόλις στη δεύτερη μέρα και είμαι μόνος, έπρεπε να το ελέγξω. Με τα πολλά και αφού διάβηκα και κάποιους χωματόδρομους με παχιά σκόνη κι ένα μαντρί με γίδια και σκυλιά να φωνάζουν για την τιμή των όπλων, έφτασα στο καταφύγιο Dondena. Τα γνωστά κι εδώ, ενώ το απόγευμα θύμιζε καλοκαίρι, με δυο-τρεις επισκέπτες να απολαμβάνουν τον καφέ τους στην αυλή.

Τα περάσματά μου (splits) από το Cogne μέχρι το Donnas

Φεύγοντας είδα κάποια ακόμα κτίρια πιο κάτω σε απόσταση και φτάνοντας εκεί, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να μάθω πού βρίσκονται ο Θωμάς και η Ασημίνα. Εδώ όμως άνοιξα και πάλι το τηλέφωνο και ω του θαύματος είχα σήμα μετά από αρκετές ώρες! Τηλεφώνησα κατευθείαν στον φίλο μας τον Θανάση, την υποστήριξή μας, για να μάθω περισσότερα. Είχε ήδη μετακινηθεί στο Ντονάς, όπως μου είπε, για να μας περιμένει και να μας βοηθήσει να κάνουμε την πρώτη μεγάλη μας ανασύνταξη εκεί, στα 100 μίλια αγώνα, ένα από τα τρία σημεία-κλειδιά στον αγώνα (Γκρεσονέι και Ολομόν, τα υπόλοιπα δύο). Ο Θωμάς σε αυτές τις πέντε ώρες που είχαν μεσολαβήσει, άνοιξε την ψαλίδα κατά 15 λεπτά ακόμα από μένα (30 λεπτά στο σύνολο) ενώ η Ασημίνα είχε φύγει περίπου 4 ώρες αργότερα από εμάς από το Κόνιε. Μπήκαμε λοιπόν στη φάση που η ψαλίδα αρχίζει να ανοίγει ανάμεσά μας.

Σταδιακά η διαδρομή άρχισε να κατηφορίζει σε πιο ήπια τοπία, με έκδηλη την ανθρώπινη παρουσία στο χώρο (αγροικίες, στάβλοι, κτήματα) με τη βλάστηση πλέον να γίνεται δασική. Αυτό μου δημιούργησε μια πιο οικεία εικόνα τριγύρω, φαντάζομαι και στους υπόλοιπους στον αγώνα. Μόλις είχαμε μπει στη μεγάλη κοιλάδα που το τέλος της, μετά από 20 χιλιόμετρα μακρύτερα και 1800 μέτρα χαμηλότερα, θα μας οδηγούσε στον πολυπόθητο σταθμό του Ντονάς, στα πρώτα 100 μίλια της διαδρομής. Σταδιακά βγαίναμε μπροστά από διάσπαρτα σπίτια μέσα στο δάσος, που όσο περνούσε η ώρα γινόταν μικροί οικισμοί, για να φτάσω στο τέλος παρέα με έναν Ιταλό που τον περίμενε η οικογένειά του με τον μικρό του γιο να τρέχει με τον μπαμπά, μέχρι την τέντα του σταθμού στο χωριό Σαρντονέι (Chardonney) στο Κ-138 μετά από 32 και πλέον ώρες. Πίσω μας μπήκε μια μελαχρινή σκληροτράχηλη Ιταλίδα, που έμοιαζε να γνωρίζει και να την γνωρίζουν οι εθελοντές του σταθμού. Η 57χρονη (!) Patrizia Pensa είχε τρέξει άλλες πέντε φορές στο παρελθόν το TOR σε εξαιρετικές επιδόσεις με μία ακόμα φέτος, που τελικά κατάφερε επίδοση 107 ωρών.

Έφυγα πρώτος από την τέντα του Σαρντονέι κι έτρεξα για λίγο σε άσφαλτο σ αυτό το απλωμένο στην κοιλάδα χωριό, την ώρα που ο ήλιος χανόταν από τα μάτια μας οριστικά και μπαίναμε στη φάση μετάβασης προς τη νύχτα. Ένιωθα εξαιρετικά και δεν είχα καμία ενόχληση στο στομάχι ή στα πόδια. Όντας πλέον σε κατοικημένες περιοχές, προσπάθησα λίγες φορές ακόμα να κοιτάξω στο live του αγώνα στο κινητό μου. Σταδιακά, τέτοιες ενέργειες άρχισαν να αποτελούν και έναν τρόπο αφύπνισης του μυαλού, καθώς ο χρόνος κυλούσε ήδη μονότονα, όσο κι αν άλλαζαν κάθε τόσο τα τοπία τριγύρω. Το σούρουπο με βρήκε να πιλοτάρω σε όμορφα μονοπάτια καθοδόν για το επόμενο χωριό της κοιλάδας, το Πονμποσέ (Pontboset).

To Pontbosset (φωτο αρχείου)

Η νάρκη του μυαλού άρχισε να με επισκέπτεται και πάλι, αυτή τη φορά τα σημαιάκια της διοργάνωσης πήραν σειρά στο παράδοξο παιχνίδι, που χάνεσαι και βρίσκεσαι στην πραγματικότητα. Σε κάτι μοναχικά σπίτια στην άκρη του δρόμου, κάποια σημαιάκια έδειχναν τη διαδρομή που άλλαζε κατεύθυνση σε έρημα στενά δρομάκια ανάμεσα σε πρασινάδες και φράχτες. Κοντοστάθηκα όταν ένα μου φάνηκε πως σε μπέρδευε κάπως, δεν ήταν ξεκάθαρο πού σε πήγαινε. Το προσπέρασα και αφού βεβαιώθηκα για την κατεύθυνση, ξαναγύρισα πίσω, το έβγαλα και το έμπηξα ξανά μερικά μέτρα πιο κάτω. Μετά προχώρησα κι άλλο και γύρισα να βεβαιωθώ ότι όντως είχε μπει στο σωστό σημείο. Πιο κάτω επανέλαβα αυτή τη διαδικασία 2-3 φορές ακόμα και στο τέλος είδα κάπου να πλεονάζουν οι σημαίες και σκέφτηκα να βγάλω μία και να την πάρω για ενθύμιο. Την έπιασα στα χέρια μου αλλά στη στιγμή άλλαξα γνώμη, δεν είχε νόημα, θα συνέχισα με ένα κίτρινο σημαιάκι να ανεμίζει πάνω στο σακίδιό μου? Το έχανα ξανά το πράγμα…

Ο επόμενος αθλητής φάνηκε πίσω να έρχεται και αυτό με αφύπνισε και πήρα το δρόμο μαζί του, αφήνοντας το σημαιάκι στην ησυχία του. Ιταλός κι αυτός, το νούμερο 104, ο Ματέο, έλεγε κάτω από τον αριθμό του. «Α, είμαστε κοντά με τον Ματέο, 95 εγώ 104 αυτός, δεν θα δυσκολευτώ να τον ακολουθήσω». Στρίψαμε 2-3 φορές ανάμεσα σε διάσπαρτα σπίτια και έχοντας πια σκοτεινιάσει για τα καλά, με αναμμένους φακούς μπήκαμε στο Πονμποσέ και να ο σταθμός με μερικούς ευδιάθετους εθελοντές. «Buona sera» τους πετάω, μπαίνοντας στο κλίμα κι εδώ, είχα όρεξη κι εγώ. Ο Ματέο έπιασε κουβέντα μαζί τους, κάτι ευχάριστο συζητούσαν στη γλώσσα τους για λίγο αλλά δεν καταλάβαινα και πολλά. Ένα εμφανίσιμο αλλαντικό μου τράβηξε το ενδιαφέρον στον πάγκο και επικεντρώθηκα για λίγο εκεί, ήταν και νόστιμο όπως αποδείχτηκε στην πραγματογνωμοσύνη. Έδειξα στον εθελοντή την κατάσταση που είχε κι έγραφε νούμερα, πέρα από το σκάνερ, ζητώντας να δω πόσοι είχαμε περάσει μέχρι εκείνη την ώρα. Ήμασταν οριακά κάτω από την κατοστάδα πλέον, πολύ καλά! Κοίταξα τον μουσαμά, δύο ώρες ακόμα έλεγε, μέχρι το Ντονάς, ήταν μόνο 9 χιλιόμετρα ακόμα όμως, σαν αργός να μου φαινόταν ο υπολογισμός, υποτίθεται μόνο κατηφορίζουμε μέσα στην κοιλάδα ή τουλάχιστον έτσι φανταζόμουν…

Μαγική φωτογραφία από τον επίσημο φωτογράφο του TOR, Stefano Jeantet

Μπρος εγώ πίσω ο Ματέο, πήραμε κάτι σοκάκια στο χωριό-φάντασμα, για να καταλήξουμε στις πίσω αυλές των σπιτιών, εκεί προς τη ρεματιά, όπου συνήθως θα βρεις μπάζα και οτιδήποτε δεν χρειάζονται πια οι άνθρωποι. Απότομα και άτσαλα μονοπάτια μου θύμισαν Ελλάδα, το σκοτάδι και η μέθη της αϋπνίας μου το ζωντάνευαν έντονα. Από δεξιά μας ακουγόταν μακριά η βοή του ποταμιού, που έτρεχε με ορμή βαθιά στην κοιλάδα. Για μια στιγμή το μονοπάτι γύριζε σε μια μόνο στροφή 180 μοίρες, εντελώς αψυχολόγητα σαν χάραξη, ξεκινώντας εντελώς αντίθετη πορεία. Κοντοστάθηκα για μια στιγμή, όμως ήταν ξεκάθαρο πως δεν υπήρχε κάτι άλλο, κάτι που να κάναμε λάθος!

Ο Ματέο έφυγε μπροστά κι εγώ ξοπίσω τον ακολούθησα. Φρέσκα σημάδια μαρτυρούσαν ότι πηγαίναμε σωστά, ενώ η βοή από το ποτάμι δυνάμωσε, είχαμε χάσει υψόμετρο, και φυσικά τώρα ερχόταν από την αριστερή μας πλευρά. Στάθηκα κάπου γιατί κάτι σαν να διέκρινα στο ίχνος του μονοπατιού και αμέσως άκουσα τη φωνή του Ματέο από το βάθος, όμως ο θόρυβος δεν επέτρεπε να διακρίνω τι μου έλεγε. Σκέφτηκα ότι μπορεί να βρέθηκε σε αδιέξοδο και έρχεται πίσω κι έτσι έκανα μεταβολή, γιατί το σκηνικό δεν με ενέπνεε, κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ. Περπάτησα προς τα πίσω με τη σκέψη ότι σε λίγο θα εμφανιστεί κι ο Ματέο, όμως στο μεταξύ να σου ένα γκρουπ από τρεις αθλητές να έρχεται προς την ίδια κατεύθυνση. Ρώτησα τον πρώτο και μου απάντησε ο τρίτος «ακολούθα μας, σωστά πάμε, εμπιστεύσου με».

Ο Ματέο δεν φάνηκε, άρα με είχε φωνάξει για να τον ακολουθήσω πριν αλλά η φωνή του πνίγηκε στη βοή του ποταμιού και δεν το κατάλαβα, δεν πειράζει όμως, χάθηκαν κάποια δευτερόλεπτα όλα κι όλα μόνο, μαζί τους βέβαια και ο Ματέο, ο οποίος τελικά τερμάτισε στις 102 ώρες. Γρήγορα φτάσαμε μπροστά σε μια κρεμαστή, ξύλινη γέφυρα που παλλόταν στα βήματά μας περνώντας την απέναντι. Από κάτω μας περνούσε με ορμή το ποτάμι, οι φακοί μπροστά άρχισαν να ψηλώνουν, απότομα μάλιστα. Ακολουθώ χωρίς κουβέντες, έχουμε ζόρια εδώ, ξαφνικά φάγαμε γερή σφαλιάρα μετά από τόσα χιλιόμετρα κατηφόρες. Απίστευτη εμμονή αυτός ο αναπάντεχος ανήφορος εδώ μέσα στην κοιλάδα, δεν έλεγε να τελειώσει. Ομολογώ ότι με βρήκε απροετοίμαστο όλη αυτή η ξαφνική προσπάθεια σε ανήφορο, παρόλα αυτά έσφιξα τα δόντια και ακολούθησα το μικρό γκρουπ.

Χάρτης της διαδρομής στην κοιλάδα προς το Donnas (Chardonney-Champorcher-Pontbosset)

Όταν ίσιωσε μετά από ώρα, ο μπροστινός, το νούμερο 500 μου έπιασε την κουβέντα, ευγενικότατος! Εδώ που τα λέμε, τότε μόνο μπορούσαμε να μιλήσουμε, όχι νωρίτερα σε εκείνους τους απίστευτους χωμάτινους ανήφορους, που έβαζες μέχρι και χέρια. «Το όνομά μου είναι Ραφαέλ» μου συστήθηκε και καλά έκανε γιατί οι Ισπανόφωνοι έχουν συνήθως ένα σιδηρόδρομο ονόματα και αυτό που έβλεπα στον αριθμό του στην πλάτη έμοιαζε με τίτλο ευγενούς περισσότερο. Είναι μηχανικός και ζει με τη γυναίκα του στη Μαδρίτη. Άρχισε να βαθαίνει την κουβέντα λέγοντας ότι πρέπει να είμαστε αρκετά επιφυλακτικοί με ζητήματα κανονισμών και διαφάνειας στους αγώνες, θίγοντας την κατάργηση του υποχρεωτικού εξοπλισμού στο TOR και εξαίροντας τους αγγλικούς αγώνες στο θέμα των κανονισμών, όπου όλα γίνονται με χειρουργική ακρίβεια και αυστηρότητα και γι αυτό επικαλέστηκε την προσωπική του εμπειρία από κάποιον αγώνα που έτρεξε εκεί. Εκδήλωσε την προτίμησή του στους πολύ μεγάλους αγώνες, τάξη μεγέθους TOR και μεγαλύτερους ακόμα, δηλώνοντας πως γι’ αυτόν έχει πολύ μεγάλη σημασία η πνευματική διάσταση των ultra και τέλος ότι θα ήταν η τελευταία φορά που έτρεχε το TOR –δεν κατάλαβα βέβαια αν ήταν και η πρώτη. Χρειάστηκε να χαθούν στο σκοτάδι μπροστά μας οι υπόλοιποι δύο, για να αντιληφθώ ότι το γκρουπ είχε σχηματιστεί τυχαία και δεν ήταν παρέα, άλλη μία φορά που το μυαλό είχε παίξει ένα περίεργο παιχνίδι. Τρέχαμε πια σε ευθείες και περισσότερο άκουγα τον Ραφαέλ να μου λέει τις σκέψεις του και σπάνια συμμετείχα παρά μόνο μονολεκτικά, γιατί ένιωθα πια να βαραίνουν τα μάτια μου και τα πόδια μου κάπως πιασμένα από τους τελευταίους ανήφορους. Ε, κάπου έπρεπε να νιώσω κι αυτήν την κούραση, καιρός ήταν.

Επιτέλους ξεπρόβαλαν φώτα στο βάθος της θεοσκότεινης κοιλάδας, «τα μέρη του Ντονάς, πλησιάζουμε» είπα μέσα μου. Πέσαμε σε κάποιο μισοσκότεινο μικρό δρόμο τελικά και μπήκαμε στην πόλη στη συνέχεια, όπου άνθρωποι κυκλοφορούσαν στη βραδινή τους έξοδο. Κάποιοι κοντοστέκονταν για να μας χειροκροτήσουν ενώ άλλοι συνέχισαν το δρόμο τους χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία, είχαν περάσει ήδη εκατό αθλητές, ο όποιος ενθουσιασμός και θαυμασμός είχαν ξεφτίσει. Μια παρέα έφηβοι φώναξαν ενθαρρύνοντας μας τη στιγμή που περάσαμε μαζί με τον Ραφαέλ από μπροστά τους. Στρίβαμε από εδώ κι από εκεί μέσα σε μια όμορφη κωμόπολη βράδυ Κυριακής και η αίσθηση ήταν παράξενη.

Ξένη χώρα, απρόσμενα όμορφες αστικές εικόνες, βράδυ, ατμοσφαιρικά φώτα, άρωμα αρχοντιάς, άνθρωποι με κανονικά ρούχα, αυτοκίνητα, τι κάνουμε εμείς εδώ? Ξέρουμε τι κάνουμε αλλά δεν παύεις να το αναρωτιέσαι όταν βρεθείς ο ίδιος μέσα σε αυτό το κάδρο. Περάσαμε μια γέφυρα πάνω από το Dora Baltea, το κεντρικό ποτάμι της Κοιλάδας της Αόστα, που μέσα στα φώτα της νύχτας κυλούσε ήρεμα τα κρύα νερά του και προβληματίστηκα πόσα από αυτά τα νερά δεν θα έτρεχαν εκεί αν δεν έλιωναν οι παγετώνες από την υπερθέρμανση του πλανήτη. Βρήκα την ώρα να προβληματιστώ κι εγώ για παγκόσμια ζητήματα. Η τύχη όμως μου τη φύλαγε για λίγο παρακάτω, δεν το φανταζόμουν όμως…

H κατάσταση στην κοιλάδα της Αόστα είναι περίπλοκη, μέσα σε ένα πυκνοδομημένο περιβάλλον

Διασταυρωθήκαμε με κεντρικό δρόμο, φανάρια, αυτοκίνητα και συνεχίσαμε απέναντι να περπατοτρέχουμε σε έναν ελαφρά ανηφορικό πλακοστρωμένο δρόμο με αρκούντως παραδοσιακό χρώμα στην αρχιτεκτονική. «Αρκετά μεγάλο αυτό το Ντονάς» εντυπωσιάστηκα από το μέγεθος. Μια κρήνη ακόμα στην άκρη του πεζόδρομου και ερημιά, ας ήταν μόλις δέκα το βράδυ. Βλέπω μια κοπέλα να έρχεται από την αντίθετη περπατώντας. Στάθηκα και τη ρώτησα πού βρίσκεται αυτός ο κεντρικός μας σταθμός. Ευτυχώς ήξερε και αγγλικά αλλά και πού ήταν ο σταθμός, αυτό το «γυμναστήριο». Μου είπε «περίπου δύο χιλιόμετρα προς τα πέρα». Νόμιζα ότι ήταν πιο κοντά αλλά δεν χάθηκε ο κόσμος, τόσα κάναμε ως εδώ.

Λίγο πιο κάτω κι ενώ τα σημαιάκια είναι ιδιαίτερα αραιά μεταξύ τους, βγαίνουμε από τον ιστό και κατηφορίζουμε μες στα μαύρα σκοτάδια! Ωπ, κάτι δεν πάει καλά εδώ? Ένας απότομα κατηφορικός τσιμεντόδρομος μας οδηγεί στο πουθενά. Στα τριάντα μέτρα παρακάτω, ο Ραφαέλ με κάποιον ακόμα που μας έφτασε στο μεταξύ, μου φωνάζει «από εδώ πάει σίγουρα, εμπιστεύσου με». «Αποκλείεται, λάθος κάνουμε» σκέφτηκα! Όχι, δεν θα συνεχίσω προς τα εκεί, θα γυρίσω πίσω, κάποιος έβαλε επίτηδες λάθος αυτά τα λίγα σημάδια ή ξέμειναν από πέρυσι και φέτος η διαδρομή άλλαξε εδώ. «Δεν μπορώ να σε εμπιστευτώ άλλο πια, θα γυρίσω πίσω» απάντησα στον Ραφαέλ, που χάθηκε στο σκοτάδι επιφυλακτικός ή ίσως και προβληματισμένος με αυτόν τον αψυχολόγητο Έλληνα, που ούτε ήξερε αλλά ούτε και εμπιστευόταν κανέναν.

Η Ασημίνα περνώντας την περίφημη πύλη στον αρχαίο ρωμαϊκό δρόμο, μπαίνοντας στο Donnas τέσσερις τα ξημερώματα

Πήρα τον ανήφορο προς τα πίσω και έφτασα πάλι στον κεντρικό δρόμο! Μέχρι εκεί διασταυρώθηκα με έναν Ασιάτη αθλητή, που πήγαινε κι αυτός «λάθος» αλλά και πήρα τηλέφωνο τον Θανάση μας, για να ζητήσω βοήθεια στην πλοήγηση, ήμουν σίγουρος πως κάτι σημαντικό θα μου έλεγε για να με βοηθήσει. Αλλοίμονο όμως, δεν μπορούσε να συμπεράνει τίποτα από την περιγραφή μου. Εδώ πλέον, μετά από τέτοιο κάζο, είχα συνειδητοποιήσει για τα καλά πως είμαι σε αγώνα και ο χρόνος μετρά. Ο Θωμάς ήταν ήδη εκεί και μια ώρα στο σταθμό, όπως μου είπε ο καλός μας φίλος και κοιμόταν. Κάπου στην έξοδο του πεζόδρομου σχεδόν βλέπω έναν ντόπιο να κάθεται στην άκρη του πεζόδρομου και τον ρώτησα, δεν ήξερε καν αγγλικά. Κάτι κατάλαβε όμως, βλέποντάς με να ρωτάω και μου έκανε νεύμα να τον ακολουθήσω. Λίγα μέτρα πιο κάτω, μπήκε σε ένα μικρό ξενοδοχείο δίπλα από την άσφαλτο και μετά από λίγο βγήκε παρέα με μια κοπέλα, ήταν η ρεσεψιονίστ και ήξερε αγγλικά.

«Τι θα πιείτε, μπύρα ή πορτοκαλάδα?» με βραχυκύκλωσε με ευγένεια αλλά και με ηρέμησε κάπως. «Πορτοκαλάδα» απάντησα, επιστρατεύοντας κι εγώ όση ευγένεια μπορούσα να αντλήσω από την οργισμένη σκέψη μου. Όσο έπινα την πορτοκαλάδα -με ανθρακικό- μου εξήγησε η κοπέλα ότι αυτό το μέρος που μπερδεύτηκα δεν είναι το Ντονάς αλλά το Μπαρντ! «Τι λες τώρα, σοβαρά? Πω-πω ήττα…». Έπρεπε όντως να επιστρέψω εκεί από όπου επέστρεψα εδώ, παράνοια. Η κοιλάδα έχει πολλές πολίχνες, που συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους, με μικρά κενά στη δόμηση. Εδώ στο Ντονάς συγκεκριμένα, ο χάρτης αναφέρει περίπου 6 μεγάλα χωριά στην απλωσιά της κοιλάδας και ένα μόνο από αυτά είναι το Ντονάς! Ο Θανάσης ήταν και πάλι στο τηλέφωνο, εξηγώντας μου πως πήρε το αυτοκίνητο και βρίσκεται σε κάποιον κεντρικό δρόμο, στη Via Roma, στον αριθμό 171, ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για μένα. Δεν είχε νόημα πια, του είπα να επιστρέψει στο σταθμό και θα τα πούμε εκεί.

Επέστρεψα στο μέρος που σταμάτησα να εμπιστεύομαι τον εξαιρετικών προθέσεων Ισπανό φίλο μας –για την ιστορία εγκατέλειψε έναν σταθμό μετά το Ντονάς, άγνωστο γιατί- και στο σημείο αυτό τώρα είδα μια κοπέλα με εξαιρετικά οικεία φυσιογνωμία σε μένα, πρέπει να ήταν κάποια ελίτ αθλήτρια, πασίγνωστη αλλά ούτε είχα φωτογραφική μνήμη, ούτε και η σκέψη μου ήταν συγκροτημένη μετά από 36 ώρες αϋπνίας. «Τι κάνεις εσύ εδώ, δεν αγωνίζεσαι?» τη ρώτησα «Όχι, περιμένω μια φίλη που τρέχει, όταν αποφάσισα να τρέξω είχαν κλείσει οι συμμετοχές κι έτσι ήρθα για τη φίλη μου». «Από εδώ είναι, σωστά?» ρώτησα με εμφανή απογοήτευση, ξέροντας πια τι συμβαίνει «Ναι, θέλεις περίπου δύο χιλιόμετρα ακόμα, συνέχισε». Την αποχαιρέτησα, σπάζοντας το κεφάλι μου να θυμηθώ ποια είναι. Τα πάντα θα μπορούσαν να συμβαίνουν, έτσι που είχε γίνει πουρές το μυαλό μου. Μετά από μερικές ερημιές ξαναμπήκα σε κατοικημένο τόπο, εκεί πλέον ήταν το Ντονάς! Κοίταξα για πολλοστή φορά το ρολόι μου, που η μπαταρία του έπνεε πλέον τα λοίσθια και εκείνο το μπιπ κάθε ένα χιλιόμετρο, μου είχε σπάσει τα νεύρα. Η έξτρα μπαταρία μου (power bank) είχε ξεψυχήσει εδώ και ώρες και όπως έβλεπα το ποσοστό ενέργειας να κατεβαίνει αργά και σταθερά στην οθόνη του ρολογιού, προλάβαινα να φτάσω στο σταθμό και να το καρφώσω στο δεύτερο power bank και να σώσω την καταγραφή, λίγο ακόμα ήθελα «βάστα καλό μου ρολόι, σε παρακαλώ».

Εμφανώς εκνευρισμένος από ότι μου συνέβαινε, αυτοφωτογραφίζομαι στην περίφημη ρωμαϊκή πύλη, λίγο πριν τον σταθμό

Χαμογέλασα πικρά όταν βρέθηκα να τρέχω πάνω στις γυαλισμένες από τους αιώνες αρχαίες πλάκες του ρωμαϊκού δρόμου με την χαρακτηριστική καμάρα στο τέλος. Ήμουν θυμωμένος με τη διοργάνωση, θεωρώντας πως χάθηκα από ελλιπή σήμανση, άποψη που ελάχιστα έστεκε, αφού ήμουν ο μόνος μάλλον που χάθηκε! Έβλεπα τη σήμανση με τη δική μου ματιά και κυρίως με τη δική μου λογική, ως ανθρώπου που κάνει και ο ίδιος σηματοδοτήσεις για αγώνες, εκεί ήταν το δεύτερο λάθος μου, το πρώτο ήταν πως δεν λειτουργούσε σωστά ο εγκέφαλος! Κάποιοι εθελοντές ήταν στο σημείο της αψίδας, μαζί τους κι ένας φωτογράφος, που σηκώθηκε για να με φωτογραφίσει. «Μη βγάζεις φωτογραφία, δεν θέλω» του είπα θυμωμένος και γύρισα προς τους εθελοντές λέγοντας κάτι για τη σήμανση και ότι χάθηκα. Τους ρώτησα ωστόσο πού πάω και μου απάντησαν «ευθεία μπροστά», όπου και κάποιο φαρδύ σοκάκι του έρημου αλλά φωτισμένου χωριού. Μπήκα κι έτρεξα αλλά σύντομα ξαναχάθηκα, στην ευθεία! Δεν ήμουν καλά, ήταν ξεκάθαρο.

Ξανακοίταξα το ρολόι, που λίγο νωρίτερα έγραφε 4% μπαταρία, τώρα είχε χαθεί η γνωστή εικόνα με τις πολλές ώρες, τα πολλά χιλιόμετρα και τις πολλές ενδείξεις, έδειχνε μόνο τι ώρα είναι. Τέλος! Η μπαταρία είχε αδειάσει τελείως και το ρολόι γύρισε αυτόματα σε λειτουργία εργοστασιακή, μέτρηση διαδρομής τέλος!!! Γύρισα πίσω εκνευρισμένος τρίδιπλα με ότι μου συνέβαινε και συνάντησα 3-4 συναθλητές, που φυσικά είδαν με ευκολία πού έστριβε η διαδρομή. Τρέξαμε κατά μήκος ενός κεντρικού ασφαλτόδρομου, παρέα με την παρέα ενός από αυτούς, η καρτέλα διαπιστευμένου χοροπηδούσε στο λαιμό του. Δυο Γάλλοι κι ένας Καναδός, που στο τέλος τερμάτισαν και οι τρεις τους δέκα ώρες περίπου πιο πριν από μένα. Μια στροφή και στο τέλος πια φτάσαμε σ αυτόν τον καταραμένο σταθμό του Ντονάς! Ήταν εντεκάμιση το βράδυ και έκανε ζέστη εδώ κάτω, στον πάτο της κοιλάδας, στα 300 υψόμετρο κι εμένα αν μου έκλεινες τη μύτη θα έσκαγα από τα νεύρα μου.

Ο Θανάσης με περίμενε με κατανόηση δίπλα από τη γραμματεία του σταθμού, με το drop-bag μου. «Πάμε έξω στη βεράντα να ηρεμήσεις λίγο» μου είπε, γνωρίζοντας τι μου συμβαίνει. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι και προς στιγμήν νόμισα πως κάποιος θα έρθει να μας πάρει παραγγελία, χαμένο το είχα αλλά μου ξαναρχόταν κάποιες στιγμές. «Άσε με ρε Θανάση, είμαι να σκάσω», «Ηρέμησε, έχεις χρόνο». «Πού είναι ο Θωμάς?» ρώτησα «Μέσα, ετοιμάζεται για να φύγει σε λίγο». «Η Ασημίνα?» «Έρχεται κι αυτή, είναι πιο πίσω όμως». Είχα χάσει σχεδόν μία ώρα με το συμβάν και νόμισα ότι τα πάντα είχαν καταστραφεί στο σχεδιασμό μου. Άνοιξα το σάκο μου και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να βγάλω το ρολόι από το χέρι μου και να το κρύψω καλά μη χαθεί ή χτυπηθεί, δανεισμένο ήταν εξάλλου. Πήρα το φτηνό που έδειχνε την ώρα μόνο κι ένα ξερό χρονόμετρο και φόρεσα εκείνο, τουλάχιστον δεν θα άδειαζε η μπαταρία του ποτέ κι ας ήταν των 10 ευρώ ρολόι. Έρχεται κάποια στιγμή η ώρα που κάτι τέτοιες λεπτομέρειες, όπως η καταγραφή της προσπάθειας, μοιάζουν τόσο ματαιόδοξες και ασήμαντες, που σχεδόν λυτρώνεσαι όταν απαλλαγείς από αυτές.

Σημάδια φθοράς ακόμα και στα ρούχα (κάλτσες εδώ) των αθλητών, από τη μεγάλη διάρκεια της προσπάθειας στον αγώνα

Εκείνη η «ματαιοδοξία» όμως από την οποία δεν μπορούσα να ξεφύγω αυτές τις ώρες, ήταν το σχέδιο για το TOR, αυτές οι 101 ώρες και πώς θα μπορούσα να κρατηθώ κοντά στο στόχο. Αφού αναλύσαμε με το Θανάση το τι μου συνέβη, πήρα στο τέλος την απόφαση να πάω μέχρι το εστιατόριο, να φάω κάτι πριν το μπάνιο και τον (όποιο) ύπνο. Μάζεψα για αρχή τον εφεδρικό σάκο, αυτόν που είχε για μένα στο αυτοκίνητό του ο Θανάσης, η αλήθεια είναι πως δεν χρειάστηκα τίποτα από εκεί, μια χαρά μου αρκούσαν τα υλικά στο drop-bag της διοργάνωσης. Εκείνος, μαζί με τη Νατάσα, θα έφευγαν για να οδηγήσουν σιγά-σιγά προς το Γκρεσονέι, τον επόμενο μεγάλο σταθμό, τον τέταρτο του αγώνα, 60 χιλιόμετρα πιο πέρα, σε μια από τις κοιλάδες που σχηματίζονται στους πρόποδες του δεύτερου «γίγαντα» που σχηματίζει το TOR, του Monte Rosa.

Εγώ δεν είχα αποφασίσει τη στρατηγική μου από εδώ και πέρα, το ανέφερα στον Θανάση, για να έχει γνώση του τι μπορεί να συμβεί. Σκεφτόμουν ότι αν η Ασημίνα είναι να φτάσει σε ένα δίωρο, θα μπορούσα να την περιμένω να συνεχίσουμε παρέα μέχρι τον επόμενο σταθμό, στα 210 χιλιόμετρα και μετά όπως ταίριαζε στον καθένα μας. Αποφάσισα να περάσω μία ώρα παραπάνω στο Ντονάς, ώστε να δώσω κάποια περιθώρια χρόνου, μήπως και υπάρξει μια τέτοια εξέλιξη. Τουλάχιστον, θα μπορούσα να δώσω έναν καλό ρυθμό και για εκείνη και να ξαναμπούμε στη λογική του σχεδίου «πάμε αργά μέχρι τα 200 χιλιόμετρα και μετά ότι δυνάμεις έχει ο καθένας». Όμως ήξερα πως κι εκείνη θα έφτανε και θα χρειαζόταν στα σίγουρα ένα δίωρο για να ανασυνταχθεί. Πρόβλημα, η ελπίδα όμως πεθαίνει τελευταία, βλέπουμε…

Ο Θωμάς μέσα στον κεντρικό χώρο του σταθμού ήταν έτοιμος και δυνατός για να συνεχίσει τον αγώνα του, με το φακό στο κεφάλι. Αποχαιρετιστήκαμε, του ευχήθηκα καλή συνέχεια και ξεκίνησε. Ήμουν βέβαιος ότι θα κρατήσει απόλυτα το ρυθμό που μας έδινε ο μουσαμάς, «είναι συστηματικός και δεν θα το χάσει» σκέφτηκα. Φώτα, και αρκετός κόσμος στα τραπέζια, που προσπαθούσε να ανασυνταχθεί για τη συνέχεια του αγώνα. Ανάμεσά τους κι ο καλός μας φίλος ο Αντρέα, περίμενε ως διαπιστευμένος τον Φραντσέσκο να έρθει σε λίγη ώρα. Είχε κουραστεί κι αυτός, ήταν μεσάνυχτα πια. Το πρόγραμμα έλεγε φαγητό, μπάνιο και –επιτέλους- ύπνο! Άφησα σε έναν πάγκο το σάκο μου και κατευθύνθηκα στον μπουφέ με τα φαγητά. «Τι ωραία πράγματα έχετε εδώ ρε παιδιά» πέταξα στους εθελοντές. «Sorry sir we cannot speak your mother language, at what language do you want to communicate?». Άλλο ένα από τα απόνερα της έλλειψης ύπνου, τους μίλησα στα ελληνικά, χωρίς να το καταλάβω. “In English please”, διόρθωσα δαγκωμένος για το λάθος μου. Έφυγα με ένα φορτωμένο πιάτο στο τέλος και πήγα στον πάγκο μου, παρέα με τον Αντρέα, ο οποίος σκέφτηκε να με κεράσει μια μπύρα και σε λίγο επέστρεψε με ένα πλαστικό κύπελλο ξέχειλο με αφρό.

Αθλητής του Tor des Glaciers (γαλάζιο drop-bag) κοιμάται στο δάπεδο του σταθμού στο Donnas

Αναλώθηκα για κάποια δευτερόλεπτα να κοιτάξω τους συναθλητές τριγύρω μου. Ταλαιπωρημένα κορμιά, πονεμένα βλέμματα, ψόφια κέφια… Τι να έκαναν τάχα, να συζητούσαν ανέμελα και με χαμόγελο μπροστά από τα πιάτα τους? Κάποιοι ανακάτευαν τους σάκους τους, άλλοι τα πιάτα με το φαγητό κι άλλοι έστεκαν απαθείς, απολαμβάνοντας θαρρείς τις στιγμές ανάπαυλας. Στο βάθος, πάνω σε μια εξέδρα, περίπου σαν υπερθέαμα, δυο κρεβάτια φιλοξενούσαν ισάριθμους αθλητές και μασέρ από δίπλα, που είχαν βάλει τα δυνατά τους να επαναφέρουν στην κανονικότητα ταλαιπωρημένα πόδια. Φτου-φτου, μια χαρά ήμουν, δεν χρειαζόμουν μασάζ, μόνο ένα καλό μπάνιο να διώξω τη βρωμιά και την κούραση από πάνω μου. Όσο για τις πατούσες, κάτι αμυδρές φουσκάλες πήγαιναν να δημιουργηθούν περιφερειακά στις φτέρνες, ελεγχόμενη κατάσταση.

Καθαρός και στεγνός μετά το ντους, έψαξα να βρω τους κοιτώνες. Ένας μεγάλος σκοτεινός –το κατά δύναμη- χώρος με γεμάτα ράντζα. Μέχρι να κοιτάξω δεύτερη φορά τριγύρω μου, κάποιος ξύπνησε και πήγα κατευθείαν εκεί. Ξυπνητήρι στη μιάμιση ώρα και έχει ο θεός… Κοιμήθηκα ήσυχος, χωρίς άγχος, είχα κάνει και τους υπολογισμούς μου πριν πέσω για ύπνο, η Ασημίνα ήθελε περίπου 2-3 ώρες για να φτάσει από την ώρα που έπεφτα να κοιμηθώ. «Λες να ταιριάξει τελικά?» Σηκώθηκα λίγο πριν το ξυπνητήρι, όπως γίνεται συνήθως και έκανα νεύμα σε κάποιον που έψαχνε για κρεβάτι. Επέστρεψα στην κεντρική σάλα και πήρα κάτι ακόμα να τσιμπολογήσω, πριν τις ετοιμασίες για αναχώρηση.

Στο τραπέζι που είχα καθίσει νωρίτερα, είχα αφήσει το drop-bag μου κι ένα χαρτί δίπλα από το γιλέκο μου με το νούμερο 95, που έγραφε «Ασημίνα θα φύγω στις 4:00». Δυστυχώς κανένας όμως, δεν είχε έρθει ακόμα, μου το επιβεβαίωσε κι ο Αντρέα, που όπως κατάλαβα δεν το κούνησε ρούπι από εκεί αυτό το δίωρο. Στον πάγκο όμως μόλις ήρθε o Francesco, φρέσκος και ευδιάθετος όπως πάντα. Είχε σταματήσει για μιάμιση μόλις ώρα και ετοιμαζόταν να φύγει όπου νάναι. Έπιασα με συστηματικότητα να φτιαχτώ, για να φύγω επιτέλους, σε λίγο έκλεινα πεντάωρο στο σταθμό! Ο Φραντσέσκο παρατήρησε ότι ξαναφορούσα τα ίδια παπούτσια και πρότεινε να βάλω άλλο ζευγάρι αν είχα. Ένας κανόνας στα ultra λέει πως μετά το 24ωρο πρέπει να αλλάζεις παπούτσια. Τον άκουσα.

Η κατάσταση γινόταν όλο και χειρότερη στο σταθμό, αφού όσο περνούσε η ώρα τόσο έφταναν περισσότεροι αθλητές. Ο Φραντσέσκο ετοιμάστηκε πριν από μένα, με χαιρέτησε και έφυγε. Δεν βιαζόμουν, από τη μία η αναποδιά που μου στοίχισε μία ώρα πριν φτάσω εδώ, από την άλλη αυτή η χαμένη ελπίδα πως θα μπορούσα να συνεχίσω με την Ασημίνα, που εξακολουθούσε να μη φαίνεται πουθενά, με είχαν προσγειώσει. «Ότι κάνω, δεν θα σκάσω κιόλας» είπα μέσα μου. Σηκώθηκα τέλος να φύγω, χαιρέτησα τον Αντρέα και πήγα να παραδώσω το σάκο μου στη γραμματεία και να μου σκανάρουν την αναχώρηση. Και τότε ακούστηκε μια γνωστή φωνή στην αίθουσα, «Λάζαρε!!!». Ήταν η Ασημίνα, φουριόζα, μόλις είχε μπει στο σταθμό!

Το συναπάντημα! Ο ένας φεύγει, η άλλη έρχεται. Ώρα 04:35 στο σταθμό του Ντονάς.

Παράτησα το σάκο και πήγα κατευθείαν προς στο μέρος της. Απίστευτο! Η τύχη το ήθελε να βρεθούμε τελικά, όμως τι μπορούσε να γίνει τώρα? «Κάθισα παραπάνω μήπως και έρθεις, θες να μείνω λίγο ακόμα να συνεχίσουμε μαζί?» Παρά την κούραση της, μου χαμογέλασε αφοπλιστικά «φύγε ρε Ρήγο, θα σε προλάβω παρακάτω». Η Ασημίνα όσο ταλαιπωρημένη κι αν είναι, πάντα θα βρει το χρόνο για χιούμορ. Είπαμε πέντε πράματα ακόμα, είχαν τελειώσει οι μπαταρίες της και το τελευταίο κομμάτι μες στα σκοτάδια, της έφεγγε ένας συναθλητής. Ήταν καλά και θα έμενε να κοιμηθεί λίγο, 42 ώρες ήταν αυτές. Στο τέλος μου είπε και για μια φραστική επίθεση που δέχτηκε από συναθλήτρια στον πρώτο κεντρικό σταθμό, περισσότερο από ένα 24ωρο νωρίτερα. Της ζητούσε να δώσει εξηγήσεις για το πώς την πέρασε κατά δύο λεπτά σε μια απόσταση 5 χιλιομέτρων, «εσύ που σερνόσουν!» της είπε χαρακτηριστικά. Κούνησα το κεφάλι μου, δεν πάμε καλά, ο κόσμος τάχει χάσει γενικά. Προβληματίστηκα νωρίτερα για μένα, που το μυαλό μου χανόταν κάθε τόσο σε μια παράλληλη πραγματικότητα, όμως διαπίστωνα με λύπη ότι κάποιοι άλλοι το είχαν χάσει πολύ νωρίτερα και με κακό μάλιστα τρόπο. Φρόντισα να σταθώ κοντά της μέχρι οι εθελοντές να βρουν το σάκο της στη σχετική στοίβα και μετά την αποχαιρέτησα. Ακόμα ένα Χ στον πίνακα με τα σχέδια…

 

3. DONNAS – GRESSONEY (60km, +5000m, 16hrs)

Ρώτησα στη γραμματεία και μου απάντησαν πως είχαν φύγει από το σταθμό 115 αθλητές πριν από μένα και ήδη βρισκόμασταν στις 43 ώρες αγώνα σχεδόν. Η νύχτα ζεστή έξω, κι ας ήταν 4:30 τα ξημερώματα, ήταν όμως μια καλή ώρα για να βρεθεί κανείς τρέχοντας μέσα σε μια πόλη. Μετά από κάποια στενά, βγήκα κεντρικά, φώτα κι έρημοι δρόμοι, τέλεια! Για την τιμή των όπλων είχα ξεκινήσει τρέχοντας από τον σταθμό αλλά παραδόξως είδα καταρχήν ότι μου πήγαινε καλά αυτό, δεν ήθελα να σταματήσω αυτό το ευχάριστο τζόγκιν. Προσπέρασα στην αρχή μια παρέα με τρεις και στη συνέχεια κι άλλους, οι περισσότεροι περπάταγαν! Το τζόγκιν γρήγορα έγινε κανονικό τρέξιμο και άρχισα να ανησυχώ, τι μου συνέβαινε και μπορούσα να τρέχω με τέτοια άνεση μετά από 100 μίλια και 42 ώρες? Θα το επεξεργαζόμουν αργότερα, για την ώρα είχα εντυπωσιαστεί και είχα ξεσηκωθεί από ενθουσιασμό με όλο αυτό που ζούσα!

Σε μια διασταύρωση πήρα λάθος δρόμο για κανένα πεντάλεπτο. Ξαναγύρισα και συνέχισα ακάθεκτος, περνώντας εκείνους που με πέρασαν στο χάσιμο και στη συνέχεια όποιους εμφανιζόταν μπροστά μου. Μια πανέμορφη γέφυρα στη γειτονική και πολύ γραφική πόλη του Pont-Saint-Martin, ήταν το ορόσημο για τους ανήφορους που μόλις άρχιζαν και όσο ακόμα ήμασταν στην κωμόπολη ήταν ανηλεείς, σε σοκάκια με ατέλειωτα σκαλοπάτια (400 μέτρα σε 2 χιλιόμετρα). Υπό άλλες συνθήκες ένα εξαιρετικά γραφικό μέρος, τώρα όμως μέσα στα σκοτάδια και κάτω από αυτήν την πίεση θα έπρεπε να το ξεχάσω.

H γραφική ρωμαϊκή γέφυρα-αξιοθέατο του Saint-Pont-Martin, από τα πιο χαρακτηριστικά αξιοθέατα της κοιλάδας της Aosta και φυσικά του Tor des Geants. Βρίσκεται τρία χιλιόμετρα μετά το κεντρικό σταθμό του Donnas

Κινούμουν περίπου με διπλάσια ταχύτητα από όσους συναντούσα και φυσικά προσπερνούσα. Κάποιοι που με θυμόταν από πριν το Ντονάς και με αναγνώριζαν, μου έλεγαν κάποια κουβέντα υποστήριξης, όπως το «τι έγινε με σένα, αποφάσισες να τρέξεις σήμερα?». Αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν όλο αυτό να είναι αλήθεια. Μήπως κι αυτό το «θα σε περάσω παρακάτω» της Ασημίνας, με φόβισε υποσυνείδητα άραγε κι έβγαλα φτερά στα πόδια? Μακάρι να το ηχογραφούσα τότε και να το έβαζα κάθε τόσο στη συνέχεια, αντί για άλλο κίνητρο! Πέρα από το αστείο πάντως, είχα αποκτήσει ένα δαιμονισμένο ρυθμό, που δεν ήξερα πόσο θα κρατήσει, ήξερα όμως ότι δεν ήμουν στα «κόκκινα», μου έβγαινε αβίαστα όλο αυτό. Το πρώτο που σκέφτηκα για να εξηγήσω το φαινόμενο, ήταν φυσικά το 5ωρο διάλειμμα στο Ντονάς. Αρκούσε όμως κάτι τέτοιο μόνο για να επακολουθήσει αυτό που βίωνα τώρα? Τα πόδια μου δυνατά, σαν να μην είχαν τρέξει μέχρι εκεί ούτε ένα χιλιόμετρο. Στάθηκα από ψηλά κι αγνάντεψα για μια στιγμή τα φώτα της κοιλάδας, είχαν ξεμακρύνει πολύ, είχα μια εναέρια θέα πλέον καθώς αποχαιρετούσα το κοσμοπολίτικο Ντονάς και το Σεν Μαρτέν.

Καλημέριζα από μακριά όταν πλησίαζα κάποιον αθλητή, για να τον προϊδεάσω για το τι θα συμβεί. Όλοι ανταποκρίνονταν με ευγένεια, παραμερίζοντας στο πλάι. Η γνωστή λέξη εκείνου που δεχόταν την προσπέραση ήταν η ερώτηση «pass?». Μόνο που εδώ όλα είχαν έναν καταιγιστικό ρυθμό, το “pass” περίττευε. Κατήφορος και φώτα στο βάθος, το χωριό Perloz με τον φημισμένο κουδουνάρχη στην αυλή μπροστά από την τέντα του σταθμού. Φτάνω με φόρα μπροστά του κι εκείνος ταράζει τις κουδούνες με δύναμη στο χάραμα. Στέκομαι δίπλα κι εγώ και τραβώ με τη σειρά μου ξανά τη μπάρα, κάνοντάς τες να χτυπήσουν για μια ακόμα φορά. Γρήγορο σκανάρισμα του βραχιολιού, μπιπ και έφυγα, προσπερνώντας ξανά την Chiara (376) –πρέπει να βρεθήκαμε κι άλλες φορές μετά αλλά και πριν, έκανε τελικά 119 ώρες. Η καμπάνα της εκκλησίας μόλις χτύπησε 6 το πρωί κι εγώ κατηφόριζα τα τελευταία σπίτια προς την κοιλάδα, έχοντας κάνει το κομμάτι Ντονάς-Περλόζ σε επίδοση βάθρου γενικής κατάταξης! Κι έτσι από μεγαλοψυχία στο χρόνο, έχασα κι ένα-δυο λεπτά στα σοκάκια, αγνοώντας τη σήμανση.

O κουδουνάρχης του Perloz σε μια παλιότερη διοργάνωση

Κάπου χάραζε, ίσα που μπορούσα να διακρίνω το φέγγος να μπαίνει στα κλεφτά πίσω από τα δέντρα. Οι επόμενοι που βρέθηκαν μπροστά μου ήταν δύο αθλητές του Glaciers, αυτοί ξεχώριζαν από την αρίθμησή τους, είχαν τετραψήφιο αριθμό που άρχιζε από το 4000. Τους δήλωσα τον απόλυτο σεβασμό μου (respect to you guys) και τους πέρασα. Πραγματικά, στα μάτια μου αυτοί οι αθλητές που αγωνίζονταν με χειρότερους όρους αυτονομίας και πλοήγησης από εμάς, έχοντας να διανύσουν 100 χιλιόμετρα περισσότερα από εμάς και 7000 μέτρα ανήφορους παραπάνω, ε, ήταν άξιοι θαυμασμού! Γρήγορες, μικρές ανηφόρες και έξοδος σε δημόσιο δρόμο και ήταν εδώ πλέον που κατάλαβα ξεκάθαρα ότι τρέχω αβίαστα ακόμα και στον ανήφορο! Κάποια στιγμή, μέσα στον ενθουσιασμό κοντοστάθηκα κι έκανα μια σύντομη ανάρτηση πέντε λέξεων στο Facebook, ήθελα να μοιραστώ τη χαρά μου με όλους εκείνους που μας παρακολουθούσαν πίσω στην Ελλάδα. Έγραψα κάτι για «πανηγύρι σήμερα στο TOR» και αυτό ίσχυε, απλά δεν μπορούσα να ξέρω για πόσο ακόμα…

Το θηρίο ξύπνησε αλλά νύσταξε πολύ γρήγορα…

Σκεφτόμουν όσο έτρεχα εκείνο το πρωινό, πόσο μεγάλες ανατροπές μπορούν να γίνουν μέσα σε έναν τόσο μεγάλο αγώνα. Από το ναδίρ στο ζενίθ αλλά και πάλι πίσω, έτσι γίνεται συνήθως, ποτέ δεν είναι όλα ρόδινα. Αξιοποιούσα στο έπακρο το παράθυρο που μου ανοίχτηκε για να ρεφάρω από τη ζημιά των προηγούμενων ωρών. Όχι ότι μπορούσα να ξαναγυρίσω τον αγώνα στο αρχικό σχέδιο αλλά τουλάχιστον να μείωνα το άνοιγμα που κόντευε να γίνει χάσμα. Χωριό Σάσσα, με ανηφορική διαδρομή σε μονοπάτι και σταθμό κάπου. Έκπληξη, ο Αντρέα βρίσκεται και εδώ παρακαλώ, περιμένοντας τον Φραντσέσκο λίγο πιο πίσω. Εξ όσων διαπίστωσα στη μελέτη των αποτελεσμάτων, στο κομμάτι Perloz-Sassa, με 1:48 είχα την 2η καλύτερη επίδοση από όλους τους αθλητές στον αγώνα (1:40 ο νικητής Russi και 1:49 ο επόμενος πίσω από μένα)! Ευτυχώς δεν το ήξερα την ώρα που συνέβαινε. Πρωτοφανείς καταστάσεις. Κι ύστερα λένε για ειδικά συμπληρώματα και ουσίες. Στο Ντονάς είχα πάρει μια πολυβιταμίνη και τίποτα παραπάνω, ούτε καν φρόντισα να πιω διάλυμα πρωτεΐνης ή να έχω μαζί μου διάλυμα υδατανθράκων, έτσι έμειναν στο drop-bag μέχρι να φτάσω στον τερματισμό. Μόνο ένα σακουλάκι με μαστιχωτές καραμελίτσες για πεντάχρονα πιτσιρίκια και νεράκι του θεού από τις ρεματιές, άντε και ένα κέρασμα στο Σάσσα, τρεις ώρες προσπάθεια από το Ντονάς, στο Κ-170.

Ο ανήφορος συνεχίστηκε και μετά το Σάσσα, με το μονοπάτι να κόβει κάθε τόσο την άσφαλτο που έκανε κορδέλες ανεβαίνοντας κι αυτή προς το βουνό. Κάποια στιγμή βλέπω στην άκρη του μονοπατιού τον μουσαμά του Θωμά! Δεν είναι δυνατόν, του έπεσε το σκονάκι του καλού μου φίλου? Κοίταξα μπροστά, όσο έβλεπε το μάτι, τίποτα. Έσκυψα και το περιμάζεψα, βάζοντάς το στη θαυματουργή «μπανάνα» που ήταν δεμένη στη μέση μου. Έβγαλα το τηλέφωνο να τον καλέσω για να του κάνω πλάκα ότι κρατώ όμηρο το σκονάκι του και θέλω λύτρα, δυστυχώς όμως το δικό του τηλέφωνο ήταν εκτός σύνδεσης. Κάλεσα αντ’ αυτού τον Θανάση και εξήγησα σε εκείνον τι είχε συμβεί, ώστε να ενημερώσει ανάλογα. Ήμουν σίγουρος πως του ήταν πολύτιμος αυτός ο μουσαμάς.

Η μοναδική φωτογραφία που τράβηξα από το ξεκίνημα στο Ντονάς και για τις επόμενες 7-8 ώρες. Απλά έτρεχα, καταφέρνοντας μια απίστευτη επίδοση σε ατομικό επίπεδο αλλά και την 2η καλύτερη overall στον φετινό αγώνα, στο τμήμα 19km Donnas-Coda!

Η μέρα προοιωνιζόταν εξαιρετική, παρότι εκεί στη δύση είχαν σκαλώσει κάτι σύννεφα στην κορυφογραμμή, δεν μου άρεσε και πολύ το σημάδι. Η πρόγνωση μιλούσε για μια κάποια επιδείνωση την επόμενη μέρα, την 3η του αγώνα, είχαμε όμως καιρό μέχρι τότε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη. Πάντως σε κανέναν σταθμό μέχρι τώρα δεν είχα ρωτήσει πρόγνωση και αυτό έμελλε τελικά να αποβεί μοιραίο για μένα την επόμενη μέρα. Λιβάδια με πρόβατα μπροστά μου και αραιά και πού κάποιοι αθλητές στο βάθος, που σύντομα τους πλησίαζα και τους περνούσα. Επιτέλους μονοπάτι βουνίσιο και υψόμετρα πάνω από 2000 μέτρα. Μπήκαμε σε πιο οικεία τερέν, με φυτρωμένους άτσαλα βράχους μέσα στο μονοπάτι. «Εδώ είμαστε» είπα μέσα μου «ψωμοτύρι», τερέν όπως στα ελληνικά βουνά.

Λίγο πιο πάνω το μονοπάτι έβγαινε σε ράχη με θέα σε κάθε κατεύθυνση, βρισκόμασταν πάνω στο σύνορο Ιταλίας-Ελβετίας! Ήδη μπορούσα να διακρίνω ένα κτίσμα σε μεγάλη απόσταση, πάνω στη ραχοκοκαλιά, ήταν το καταφύγιο “Coda”, εκεί έπρεπε να πάω. Έτρεχα πλέον και πάλι, αφού οι κλίσεις είχαν εκμηδενιστεί εδώ πάνω στα δύο κάτι. Άλλη μια καμπούρα στη ράχη πριν το καταφύγιο και όπως περνάω πηδώντας σαν το κατσίκι από ενθουσιασμό σε κάτι βράχια, να σου ξοπίσω μου ένας τύπος και κάμερα, άρχισε να τρέχει μαζί μου στα πέντε βήματα. Ήταν της διοργάνωσης και προφανώς έκρινε πως άξιζε τον κόπο. Πήγαμε για 2-3 λεπτά μπρος εγώ πίσω εκείνος, μέχρι που τον άκουσα να με ευχαριστεί και να μου εύχεται καλή τύχη. Θα τη χρειαζόμουν, στα σίγουρα. Έφτασα στο καταφύγιο περπατώντας τα τελευταία ανηφορικά μέτρα και στάθηκα για λίγο στην τέντα από έξω, για να τσιμπήσω κάτι στα κλεφτά πριν φύγω. Ήμουν πλέον ακριβώς στη μέση του αγώνα, σε κάτι περισσότερο από 47 ώρες. Άλλο ένα «βάθρο» εδώ, κάνοντας επίσης τη 2η καλύτερη επίδοση στο Sassa-Coda μετά τον νικητή Russi (1:20) με 1:35 και συνολικά επίσης τη δεύτερη επίδοση overall στο Donnas-Coda (19km), με 4:02 για τον Russi και 4:27 για μένα, αν αφαιρέσω και ένα δεκάλεπτο χάσιμο μέσα στο Ντονάς. Το αδιανόητο (=θαύμα) όμως, κάπου θα έπρεπε να πάρει ένα τέλος και αυτό ήρθε σιγά-σιγά στη συνέχεια…

Στη ράχη για το καταφύγιο Coda (photo: Stefano Jeantet)

Ήταν μόλις 9:30 το πρωί και καθαροί ορίζοντες τριγύρω αλλά κι ένας δυνατός ήλιος, έδιναν τον τόνο για τη μέρα που είχε ξεκινήσει. Είχα φάει μόλις την ουρά και μου έμενε ο γάιδαρος, τα υπόλοιπα 40 χιλιόμετρα μέχρι το Γκρεσονέι, στο ομολογουμένως δυσκολότερο τμήμα της διαδρομής όλου του αγώνα. Ήδη ένιωθα κάποιο φόρτο στους μύες μου, που όσο και αν ήθελα να μην το κοιτάξω, είχαν δεχτεί ένα ισχυρό φορτίο επί 4:30 ώρες. Πήρα το μονοπάτι και πάλι, χωρίς τώρα πια να με ενδιαφέρει να βγάζω φωτογραφίες από τις εικόνες τριγύρω μου, είχα εντοπίσει την προσοχή μου καθαρά στην προσπάθεια, εξάλλου γι αυτό βρισκόμουν εδώ. Συμβουλεύτηκα τον μουσαμά για τα περάσματά μου και πήρα κάποιες ιδιαίτερες κατηφόρες σε κακό τερέν, προσεκτικά. Όταν εξομαλύνθηκαν οι κλίσεις, προσπάθησα να επικοινωνήσω με τους δύο φίλους τηλεφωνικά, όμως δεν έβγαινε σήμα σε αυτήν την περιοχή.

Τώρα, είχε ανακατευτεί ξανά η τράπουλα των αθλητών και βρέθηκα να κινούμαι με πιο γρήγορους. Χωρίς να γνωρίζω περισσότερα, είχα κλείσει την ψαλίδα που με χώριζε με τον Θωμά αλλά ήταν πια τόσο μεγάλη η διαφορά και τόσο σταθερή η πορεία του φίλου μου, που δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τον πιάσω και το γνώριζα καλά.

Κατευθύνομαι με καλό ρυθμό σε συνηθισμένα πεδία, με λίγους δρόμους και αρκετά μονοπάτια, πιάνοντας κάποιον νεαρό με ιταλικό όνομα (Luca) αλλά Νορβηγική εθνικότητα. Ο ρυθμός μας επέτρεπε να πούμε και τρεις κουβέντες όσο τρέχαμε, με έναν ρυθμό που έδειχνε πολύ καλός και για τους δυο μας. Αριστερά μας και πολύ χαμηλά, ανοίχτηκε η θέα μιας μεγάλης αλπικής λίμνης στην αγκαλιά μιας αμφιθεατρικής πλαγιάς. Δεν έδωσα περισσότερη σημασία στην εξαιρετική θέα, είχα αρχίσει να νιώθω την κόπωση που είχα χρεωθεί μέχρι εκεί. Πέρασε κι άλλη απόσταση και όταν ξαναπήραμε ανηφόρες, ο Λούκα άρχισε να ανοίγει την απόστασή του από μένα (τερμάτισε σε 103 ώρες τελικά), ήταν όμως συνέχεια στο οπτικό μου πεδίο, σε ένα τοπίο με αραιά έλατα για βλάστηση και τη ζέστη να δίνει αίσθηση Αυγούστου. Ανάμεσα σε τεράστιους στρογγυλεμένους βράχους, το μονοπάτι στριφογύριζε και κάποιος θόρυβος από νερό που κυλά ακουγόταν απροσδιόριστα και με έκανε να διψάσω και πάλι. Όλο κι όλο, είχα πάνω μου δυο φλασκιά των 600ml το καθένα, άρα ότι μπορούσα να μεταφέρω από νερό ήταν ένα λίτρο και κάτι. Ουσιαστικά βασιζόμουν στα ρυάκια πάνω στη διαδρομή, ευτυχώς δεν με πρόδωσαν ποτέ μέχρι το τέλος.

Κάποια στιγμή το μονοπάτι έφτασε δίπλα στο ρυάκι που άκουγα, όμως η εικόνα του νερού δεν με ενέπνευσε για την καθαρότητά του, κάτι δεν πήγαινε καλά. Και πεντακάθαρο δεν φαινόταν αλλά και είχε πολλή άλγη στις άκρες, αυτή την πρασινάδα που πιάνουν τα νερά που είναι κάπως ζεστά και δεν έχουν καλή κυκλοφορία. Έσκυψα ωστόσο και κατάβρεξα το κεφάλι μου και γέμισα νερό το καπέλο, φορώντας το στη συνέχεια και αφήνοντας τα νερά να με κάνουν μούσκεμα! Δυο στροφές πιο πάνω άνοιξε η θέα μπροστά μου και είδα το καταφύγιο! Ριφούτζιο Μπάρμα λοιπόν, χιλιόμετρο 183. Επιτέλους μετράμε αντίστροφα τα χιλιόμετρα που μας απομένουν!

Αναχωρώντας από το καταφύγιο Barma, σε παλιότερη διοργάνωση του TOR (photo: Stefano Jeantet)

Εδώ ο σταθμός στεγαζόταν μέσα στο καταφύγιο και αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία να καθίσω μετά από 7 ώρες σε καρέκλα και τραπέζι. Ο μπουφές εξαιρετικός, με όλα τα καλά πάνω του. Διάλεξα έναν κίτρινο πουρέ, πολέντα το λένε, φτιαγμένο από αλεσμένο καλαμπόκι. Ένιωθα μια ενόχληση πια στο στομάχι και έπρεπε να περιορίσω αυτά που έτρωγα. Παρόλα αυτά είχα ανάγκη από ζωϊκή πρωτεΐνη, οπότε δεν έχασα την ευκαιρία να γεμίζω το πιάτο μου με αλλαντικά και τυριά. Πλήρωσα και μια πορτοκαλάδα με ανθρακικό, που ήταν εκτός μενού και πήρα μερικές ανάσες παραπάνω στο όμορφο καταφύγιο. Κάτω από τα πόδια μας η λίμνη ασήμιζε ειρηνικά κάτω από τον καυτό ήλιο και πάνω από τα κεφάλια μας ένας καταγάλανος ουρανός έκλεινε το μάτι σε όσους ήταν δυνατοί, να βιάσουν το βήμα τους.

Πήρα ξανά το δρόμο μου και από σύμπτωση ενώθηκα λίγο πιο πέρα με μια παρέα τεσσάρων αθλητών, πώς βρέθηκαν τέσσερις μαζί στο 180 δεν ξέρω αλλά σίγουρα με βοήθησε κάπως σε θέμα ρυθμού. Η πτώση μου ήταν εμφανής πλέον και δεν σκόπευα να τα βάλω άλλο με την τύχη μου, αρκετά είχα κερδίσει από την αποκοτιά μου να σπάσω τα κοντέρ νωρίτερα. Πιάσαμε ένα πεδίο με τεράστιους μονόλιθους, ανάκατους με τεράστια χάσματα από τον έναν στον άλλον, ανηφορικό κάπως. Μια συναθλήτρια, η Suzanna από τις ΗΠΑ (237), που ο σωματότυπός της δεν σε προϊδέαζε για τη δυναμική της με πρόφτασε βήμα στο βήμα και ένιωσα την ανάγκη να παραμερίσω, ήταν ξεκάθαρο πως είχε πιο πολλές δυνάμεις. Ήταν επίσης ξεκάθαρο ότι η πτώση μετά την άνοδο το πρωί, είχε ανάλογη τροχιά. Παραπέρα, στους πρώτους κατήφορους που βρήκαμε, παραμέρισε κατευθείαν, αφήνοντας να καταλάβω πως δεν το είχε και πολύ με τον κατήφορο.

H θέα από το Col Marmontana προς το Lago Chiaro (δεξιά ο κύκλος με το βέλος) στο Κ-189 της διαδρομής και στη συνέχεια στο διάσελο Crenna du Leui, στο Κ-191 (δες τον κόκκινο κύκλο στη ράχη)

Τα χιλιόμετρα κυλούσαν μέσα στη μεσημεριάτικη ζέστη, που μου θύμιζε Ελλάδα, όπως και το τοπίο τριγύρω: πέτρα, αλπική βλάστηση και ξεραΐλα. Προσπάθησα να μείνω στο ρυθμό του «περπάτα και μη σκέφτεσαι τίποτα, θα έρθουν καλύτερες ώρες». Άλλο ένα κολ (διάσελο) μπροστά μας, το Marmontana, στα 2358 μέτρα. Η θέα από την πίσω πλευρά του διάσελου, απογοήτευση! Κρανίου τόπος, με κατοικημένους τόπους σε μεγάλη απόσταση. Μια κοιλάδα με χωριά, έμοιαζε να σφηνώθηκε 1500 μέτρα χαμηλότερα κι ένας θεός ήξερε πόσο μακριά από εδώ πάνω! Άραγε εκεί πηγαίναμε? Μακάρι. Στην πραγματικότητα, η κοιλάδα κάτω μας, ήταν εκείνη που η έξοδος της μετά από μια απόσταση οδηγούσε στο Ντονάς! Άρα, φύγαμε από την κοιλάδα, αφήνοντας το Ντονάς και όλη την πυκνοκατοικημένη κοιλάδα, για να τη συναντήσουμε 60 χιλιόμετρα μακρύτερα, στον επόμενο κεντρικό μας σταθμό, το Γκρεσονέι, αφού όμως πρώτα είχαμε κάνει 5000 μέτρα ανήφορους και κάτι λιγότερο κατήφορους.

Πήρε η μικρή περιστασιακή μας ομάδα την κατηφόρα, ξαναπέρασα τη Σουζάνα, που για την ιστορία με έφτασε χιλιόμετρα μετά στον επόμενο κεντρικό σταθμό, για να την ξαναπεράσω, να με ξαναπεράσει και να φτάσει τελικά 6 ώρες νωρίτερα στη γραμμή του τερματισμού (111)! Αυτές είναι οι μικρές καθημερινές ιστορίες ενός αγώνα που κρατά τέσσερις, πέντε ή και έξι μέρες, γίνεσαι στο τέλος φίλος και σύντροφος με εκείνον που δεν είχες δει ζωγραφιστό μέχρι εκείνη τη μέρα. Όσο για την Σουζάνα, αθόρυβη και με αυτογνωσία (στις κατηφόρες) αλλά δυναμική και με βαρύ ιστορικό στα ultra, όπως διαπίστωσα εκ των υστέρων, γράφοντας αυτές τις γραμμές εδώ.

Βουτιά λοιπόν από το Μαρμοντάνα σε μια μικρή αλπική λίμνη, που έχασκε 300 μέτρα χαμηλότερα μας, την Lago Chiaro. Παρόλη την γενικότερη κακή εικόνα του τοπίου, όλο και κάπου έβρισκα να πατήσω το βήμα μου. Ένας μικρός σταθμός δίπλα από τη λίμνη μας δρόσισε στο καταμεσήμερο και συνεχίσαμε να κατηφορίζουμε προς την κοιλάδα. Έλα όμως που λίγο χαμηλότερα, σε μια ασήμαντη διασταύρωση τα κίτρινα σημαιάκια πήραν τον ανήφορο ξανά! Έριξα μια κλεφτή ματιά στους μπροστά και δυστυχώς ο φόβος μου επιβεβαιώθηκε: ανεβαίνουμε. «Βάστα Λάζαρε, δεν θα έχει πολύ, μάλλον θα καβατζάρουμε γρήγορα τη ράχη πάνω μας. Κι ο ανήφορος τέλος δεν είχε. Άθλιο μονοπάτι, που σε σημεία έβγαινε πάνω σε ογκώδεις πλάκες, άτακτα απλωμένες στην πλαγιά. Άρχισα να νιώθω και πάλι πως έρχονταν στιγμές που δεν μ’ έφτανε ο αέρας και σταματούσα για ανάσες. «Κι έλεγα ότι τέλειωσε αυτή η ιστορία, αλλοίμονο, θα με γονατίσει στο τέλος» έκανα μαύρες σκέψεις όσο χτυπούσαν τα μηνίγγια στον ανήφορο. Επιτέλους, κάποια στιγμή μετά από 400 μέτρα υψομετρικής σε δύο άθλια χιλιόμετρα, έσπασε απότομα ο ανήφορος και κοίταξα στα αριστερά μου, εκεί που κατευθύνονταν οι μπροστινοί.

Εθελόντρια του αγώνα στέκεται στο εμβληματικό Crenna Dou Leui επιβλέποντας την εξέλιξη της κούρσας

Το εμβληματικό διάσελο “Crenna Dou Leui” με τη χαρακτηριστική «πύλη» που σχηματιζόταν στα 2340μ από ένα κενό στη συνέχεια της βραχωμένης ράχης, ήταν εκεί και μας περίμενε. Δύο εθελοντές έστεκαν για να επιτηρούν το πέρασμα και την ασφάλειά μας. Χαμόγελα και οι σχετικές φωτογραφίες από εμάς, για να στρέψω το βλέμμα και να δω σε ποια κατεύθυνση θα πηγαίναμε από εδώ και πέρα. Απότομος κατήφορος για μια ακόμα φορά μπροστά μας, είχε σχοινιά στα πρώτα μέτρα, σε ένα επίσης σεληνιακό τοπίο, γεμάτο διάσπαρτους βράχους και χωρίς την παραμικρή βλάστηση. Ο ήλιος σε έκαιγε και ήξερες καλά ότι μοναδική σου ελπίδα για δροσιά ήταν ο σταθμός πιο πέρα. Εκνευριστικά και χωρίς ουσία σκαμπανεβάσματα –ας όψεται το ανάγλυφο- μας έφτασαν τελικά στην όαση του σταθμού. Ένα κάπως σουρεάλ σκηνικό, με ολίγη από Βαλκάνια ή Ανατολή γενικότερα, συνιστούσε τον σταθμό “Col della Vechia”, εδώ στο Κ-193. Πρόσχαροι και εξαιρετικά φιλότιμοι εθελοντές ήταν ετοιμοπόλεμοι για να μας προσφέρουν ότι είχαν διαθέσιμο. Τελικά και δεδομένης της ζέστης εκτίμησα ιδιαίτερα αυτό το «τσαντίρι» στη μέση του πουθενά.

Στο σταθμό του “Col della Vecchia” στο Κ-193 της διαδρομής

Ξαναμπήκα στο δρόμο για τον επόμενο τώρα σταθμό, το χωριουδάκι Niel/Gruba, εφτά χιλιόμετρα μακρύτερα. Για την ώρα όμως, σειρά είχε ο περίφημος μουλαρόδρομος μέσα στο βουνό, ένα καλντερίμι που φτιάχτηκε το 1877 για να βοηθήσει τις κοινότητες των γειτονικών κοιλάδων να αποκτήσουν μια εμπορική οδό μεταξύ τους. Το “Vecchia” που έδωσε το όνομά του εδώ, σημαίνει «Γριά» και αναφέρεται σε έναν θρύλο μιας νεαρής κοπέλας που σκότωσε τον αρραβωνιαστικό της, ήρθε κι έζησε ως τα βαθιά της γεράματα εδώ πάνω, παρέα με μια αρκούδα. Εντυπωσιακό πραγματικά το γκαλτερίμι, με τεράστιες πλάκες στρωμένο αλλά δυστυχώς για μικρό ανάπτυγμα. Εδώ βρέθηκα να τρέχω και πάλι με ένα γκρουπ αθλητών από το Tor des Glaciers. Ήταν τρεις και πήγαιναν με συστηματικότητα, οργανωμένα σακίδια και GPS tracker πάνω τους, για να ελέγχονται από τη διοργάνωση σε θέματα ασφάλειας. Ατομικός ο αγώνας τους αλλά σχεδόν όλοι οι αθλητές του Glaciers που συναντούσα, πήγαιναν όλοι σε μικρές ομάδες, όμορφη συνεργασία και αλληλεγγύη!

Στο μουλαρόδρομο του 19ου αιώνα, στο Col della Vecchia, το “Διάσελο της Γριάς”

Τα χιλιόμετρα κύλησαν και επιτέλους το μονοπάτι μπήκε ξανά σε δασωμένο περιβάλλον, μαλακώνοντας τη σκληράδα των γραμμών και των χρωμάτων στο βλέμμα. Ο δρόμος για το Niel έμοιαζε ατελείωτος και τα στριφογυρίσματα δεν είχαν τελειωμό. Κάπου προσπέρασα μια νεαρή μητέρα με τον οκτάχρονο περίπου γιο της, είχαν βγει για βόλτα στο δάσος και επέστρεφαν στο χωριό, η απόσταση όμως ήταν τόσο μεγάλη που με εντυπωσίασε η πρωτοβουλία της μητέρας να μπει τόσο βαθιά στο βουνό για μια απλή βόλτα με τον πιτσιρίκο της. Ένιωθα πια την κούραση της μέρας και το στομάχι με ενοχλούσε περισσότερο από πριν, ίσως στον επόμενο σταθμό να έπρεπε να δω καλύτερα το τι θα φάω. Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό, απαντήθηκα με κάποιον που είχε κρεμασμένη μια κάμερα στο λαιμό του, προφανώς κάποιον αθλητή ερχόταν να συναντήσει. Τον ρώτησα και μου απάντησε πως δεν είναι μακριά το χωριό. Μου πήρε ώρα και αρκετός κρυμμένος ανήφορος στο μονοπάτι στο δάσος, για να δω τα σπίτια στο βάθος μιας μικρής κοιλάδας. Επιτέλους!

Ήταν 5 το απόγευμα φτάνοντας στο χώρο του σταθμού και είχαν περάσει για μένα 55 ώρες αγώνα. Βρήκα αρκετούς συναθλητές μου να απολαμβάνουν λίγες στιγμές ξεκούρασης πριν πάρουν το μεγάλο ανήφορο που τους χώριζε από την κοιλάδα του Γκρεσονέι. Οι τελευταίες αχτίνες του ήλιου μας ζέσταιναν μέσα στη τζαμαρία του σταθμού και τρεις όμορφοι εθελοντές βρίσκονταν τριγύρω από μια γιγάντια γαλατική χύτρα, όπου ο δρυΐδης της παρέας, ασπρομάλλης με μουστάκι, ανακάτευε με την κουτάλα του το περιεχόμενό της, μια υπέροχη πολέντα. Πήρα ανάσες και ζήτησα να μου βάλουν ένα πιάτο, ήταν όντως θεσπέσια, ότι χρειαζόμουν για το στομάχι μου. Σύμφωνα με το live του αγώνα, ο Θωμάς ήταν 13 χιλιόμετρα μπροστά μου και η Ασημίνα 25 πίσω μου. Είχαμε ανοίξει οριστικά μεταξύ μας, δύσκολα μπορούσε κάποιος μας να καλύψει τη διαφορά.

Απολαμβάνοντας ένα μπολ πολέντα με κιμά στο σταθμό του Niel, στο Κ-200, έναν από τους πιο κρίσιμους για εγκατάλειψη σταθμούς στον αγώνα

Άφησα με βαριά καρδιά το σταθμό και πήρα τον ανήφορο για το επόμενο διάσελο, το Col Lazoney στα 2392μ. τρία χιλιόμετρα απόσταση και 800 μέτρα υψομετρική. Η ώρα ήταν αυτή που έπρεπε για να μην ταλαιπωρηθώ από τη ζέστη, βαδίζαμε προς το τέλος της μέρας, θα μπαίναμε στην 3η νύχτα του αγώνα. Βρέθηκα να προλαβαίνω λίγο μετά το ξεκίνημα, έναν νεαρό Γάλλο και συνεχίσαμε παρέα σε καλό ρυθμό. Πιο ψηλά πρόσεξα σε μια κοντινή πλαγιά απέναντι κάποιον που είχε απλώσει την πολυθρόνα του και απολάμβανε τον απογευματινό ήλιο. Μα δεν έβλεπα κάποιο καταφύγιο ή σπίτι εκεί κοντά, μόνο δάσος. Στάθηκα για να κοιτάξω με προσοχή: ψευδαίσθηση! Δεν υπήρχε κανένας εκεί, καμία πολυθρόνα, καμιά ομπρέλα, μόνο δέντρα, που σε αμυδρό βαθμό σου θύμιζαν ανθρώπινες σιλουέτες. Πόσο εύκολο είναι να σου συμβεί τελικά.

Ανηφορίζοντας από Niel για Lazouney

Γύρισα το βλέμμα μου κάτω χαμηλά, το χωριό είχε χαθεί από τα μάτια μου πια. Συνεχίσαμε την ανάβαση σε λογικές κλίσεις και σε ένα πεδίο που σύντομα έγινε αλπικό, διευκολύνοντας στο οπτικό μας πεδίο. Προσπεράσαμε κάποιον που ένιωσε την ανάγκη να σταματήσει και να αποθέσει το κορμί του στο έδαφος, για να πάρει ανάσες πριν συνεχίσει. Φτάνοντας στο διάσελο η θέα άνοιξε παντού και ένα σχοινί με κρεμασμένες βουδιστικές σημαιούλες σηματοδοτούσε το πέρασμα. Πέτρα παντού τριγύρω κι ένα αχνό ίχνος στο αλπικό χορτάρι μου έδειχνε το δρόμο που θα ακολουθούσα.

Επίπεδες εκτάσεις και μοναξιά εδώ πάνω. Ο Γάλλος είχε απομακρυνθεί και καθώς στάθηκα να απαθανατίσω το πέρασμά μου από εδώ, η απόστασή μας μεγάλωσε κι άλλο, σε σημείο που μετά από λίγη ώρα, χάθηκε πίσω από τις απλωμένες, αχανείς πλαγιές. Συνέχισα στα υψίπεδα και στις ερημιές, με ένα μονοπάτι να κατακερματίζεται σε πολλά και τις κίτρινες σημαίες έστω και αραιά, να κρατάνε την πορεία. Ξαναπείνασα και δεν είχα παρά μόνο τις καραμελίτσες και δυο τζελ πάνω μου. Μασούλησα 2-3 ματζούνια με την ελπίδα ότι ο επόμενος σταθμός κάτι θα είχε, τα τζελ μόνο σε περίπτωση πολέμου. Και όντως είχε! Το Loo είναι ένα τίποτα στη μέση του πουθενά! Μια ξερολιθιά, αγροικία δίπλα από έναν στάβλο, αυτό. Αφού με τσέκαραν στο βραχιόλι, πήγα στο τραπέζι και είπα στον εθελοντή εκεί «πεθαίνω της πείνας». Κάτι είχε να μου δώσει να φάω και να πιω, να μπορέσω να συνεχίσω άλλα 7 χιλιόμετρα μέχρι το Gressoney.

Το διάσελο Lazouney δεσπόζει ανάμεσα στο Niel και στο Gressoney, σε υψόμετρο 2400μ

Αδιάφορες εκτάσεις που συνέκλιναν ωστόσο σε ρεματιές, που με τη σειρά τους εμφάνιζαν σταδιακά ροή νερού, πού όσο κατηφόριζα η ροή μεγάλωνε, για να γίνει στο τέλος ορμητικός χείμαρρος με βοή μέσα στο δάσος, αυτό είναι το μοτίβο στις Άλπεις, σταθερά και παντού. Πήρε να σκοτεινιάζει και από τον συνεχόμενο κατήφορο αλλά και τις 15 ώρες ως εκεί, είχαν αρχίσει να με πονούν τα πόδια, ψηλά πάνω από τα γόνατα. Τα μπατόν είναι σωτηρία σε τέτοιες περιπτώσεις, αρκεί κανείς να μπορεί να τα χρησιμοποιεί και στον κατήφορο. Στροφές-καγκέλια στο δάσος με τη βοή του ποταμιού να με συντροφεύει από τα δεξιά μου. Ήρθε το σκοτάδι κι άναψα φακό. Σε λίγο είδα φώτα αυτοκινήτων να κινούνται στο βάθος και κάποια ελάχιστα σταθερά. «Πλησιάζω επιτέλους».

Έβγαλα από το τσεπάκι το τηλέφωνο και κάλεσα τον Θανάση «Που είσαι? Κατεβαίνω!» «Έλα, κατέβα στην άσφαλτο και πάρε το δεξί σου χέρι, τον ανήφορο, θες δύο χιλιόμετρα από εκεί» «Ο Θωμάς?» «Έφυγε πριν από κανένα μισάωρο, καλά είναι». Πάτησα άσφαλτο και πλέον περπάτησα, παρά το γεγονός ότι οι κλίσεις στον κεντρικό δρόμο του Γκρεσονέι είναι ελάχιστες. Αδιάφορη αλλά και αναπόφευκτη πορεία δύο χιλιομέτρων για να φτάσω στο σταθμό. Κοίταξα το ρολόι, σε λίγο θα ήταν πια 9 το βράδυ. Λίγο πιο πέρα από το σταθμό, στις 9 θα δινόταν η εκκίνηση του αγώνα “Tor Dret” των 140 χιλιομέτρων, όπου θα έπαιρναν μέρος η Βικτώρια και ο Δημήτρης.

Οι ενδιάμεσοι χρόνοι μου (splits) από το Donnas μέχρι το Gressoney

Αυτά τα αδιάφορα χιλιόμετρα στο TOR είναι και τα χειρότερα, όπως παντού, δεν τελειώνουν ποτέ όσο λίγα κι αν είναι! Περπατούσα χωρίς τελειωμό στα σκοτάδια, μετρώντας τις λάμπες του δρόμου για να περάσει η ώρα. Βαρέθηκα θανατηφόρα αλλά προσπάθησα να βρω πράγματα να σκεφτώ, όπως το τι θέλω να κάνω στο σταθμό και πόσο να κοιμηθώ, μια και η νύχτα μόλις είχε σκεπάσει τον κόσμο μας και ήταν προγραμματισμένο από πριν ότι εδώ στο Γκρεσονέι έπρεπε να κοιμηθώ. Τηλεφώνησα στον Θανάση ξανά και μου αποκρίθηκε πιεσμένος ότι τρέχει μέχρι την εκκίνηση του άλλου αγώνα για τα παιδιά.

Σε μια από τις ανύποπτες ευθείες του σκοτεινού δρόμου, είδα κάτι που φώτιζε περισσότερο και κάποια μπάνερ με οικεία χρώματα και λογότυπα, είχα μόλις φτάσει! Μερικά μέτρα ακόμα σε απλόχωρες εκτάσεις –περίσσευε ο ανοιχτός χώρος εδώ στα χωριά των κοιλάδων της Αόστα- ώσπου στο τέλος έσπρωξα μια βαριά πόρτα και μπροστά μου ανοίχτηκε ξανά ο μαγικός κόσμος του σταθμού, κάτι σαν μυρμηγκοφωλιά κρυμμένη στο χώμα βαθειά, όπου κινούνται ασταμάτητα δεκάδες μυρμήγκια στο δικό τους κόσμο. Κοντοστάθηκα με δέος λίγα βήματα μετά την πόρτα, προσπαθώντας να ανιχνεύσω τις επόμενες κινήσεις μου στο χώρο. Ναι, Γκρεσονέι, χιλιόμετρο 216, ώρες πενήντα εννέα αθροιστικά και 16 από Ντονάς! Τόσο προέβλεπε κι ο μουσαμάς, 16! Αμάν!!!

Συνεχίζεται με το 4ο και τελευταίο μέρος…