GRESSONEY – VALTOURNENCHE (35km, +2700m, 10hrs): Κάτω από τα δυνατά φώτα της σάλας έκανα μερικά βήματα ακόμα μέχρι εκεί που κατάλαβα ότι κάποιοι μας καταχωρούν, η γραμματεία κάνει τη δουλειά της μέρα και νύχτα. Ευδιάθετοι όλοι τους της διοργάνωσης, εξάλλου ακόμα ήταν μόλις εννέα το βράδυ. Μου έδωσαν τον κίτρινο σάκο μου και έσυρα κάπως τα βήματά μου εκεί δίπλα σε έναν πάγκο. Μέχρι να πάρω τις πρώτες ανάσες, εμφανίστηκε ο Θανάσης μας. Είχε μόλις ξεπροβοδίσει την Βικτώρια και τον Δημήτρη, που είχαν πάρει πέντε λεπτά νωρίτερα την εκκίνησή τους στον αγώνα των 140 χιλιομέτρων. Με πατρικό ενδιαφέρον, κάθισε δίπλα μου στον πάγκο και με ρώτησε πώς είμαι. Ο Θωμάς είχε φύγει μία ώρα πριν φτάσω εγώ εκεί.

Sponsored by

Άνοιξα το σάκο που κουβαλούσε εκείνος με το αυτοκίνητο αλλά δεν βρήκα και τίποτα που να χρειάζομαι, τα είχα όλα μάλλον. Είχα όμως μια στρατηγική κίνηση να κάνω εδώ στο Γκρεσονέι: θα ξαναφορούσα τα αγαπημένα μου αρβυλάκια, που έκανα το λάθος να τα αποχωριστώ 60 χιλιόμετρα νωρίτερα στο Ντονάς. Είχα από ώρες αποφασίσει ότι δεν θα τα έβγαζα ξανά από τα πόδια μου για τα υπόλοιπα 140 χιλιόμετρα μέχρι το τέρμα! Ο καλός μου φίλος ήταν κουρασμένος κι ας μην το έδειχνε, το καταλάβαινα όμως και δεν ήθελα να τον ταλαιπωρώ χωρίς λόγο, είχε και δρόμο μπροστά του μέχρι τον επόμενο σταθμό. Τον αποδέσμευσα με συνοπτικές διαδικασίες, προκειμένου να ξεκουραστεί λίγο πριν συνεχίσουν το δρόμο τους με τη Νατάσα για τον επόμενο σταθμό στο Βαλτουρνάνς, όπου ο Θωμάς θα έφτανε νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας. Εμείς θα ξαναβρισκόμασταν στον τερματισμό, με την προϋπόθεση πάντα ότι θα τα κατάφερνα να φτάσω εκεί…

Μπαίνοντας στο σταθμό του Γκρεσονέι

Είχα αποφασίσει πριν καν φτάσω στο σταθμό τι ακριβώς ήθελα. Χρειαζόμουν ένα καλό ντους πάλι και έναν δίωρο ύπνο! Το στομάχι μου δεν ήταν πλέον και στα καλύτερά του, τα πρώτα σοβαρά σημάδια ήταν εμφανή από μια αποστροφή που μου δημιουργούσαν τα τραπέζια, βλέποντας τα υλικά τροφοδοσίας πάνω τους, κάποια πράγματα δεν ήθελα να τα σκέφτομαι καν. Πήγα στον μπουφέ και γέμισα ένα πιάτο με διάφορα, κυρίως μαγειρεμένη τροφή, σαλάτα και μια μπύρα. Έφαγα με όρεξη κάπου σε έναν πάγκο στο βάθος της φωτεινής αίθουσας, χαζεύοντας στο κινητό μου την εξέλιξη στο live του αγώνα. Πότε ακριβώς έφυγε από εδώ ο Θωμάς –όντως μια ώρα πριν φτάσω- πού βρίσκεται η Ασημίνα-ήταν 30 χιλιόμετρα πιο πίσω ή περίπου 13 ώρες διαφορά σε χρόνο. Αναλογίστηκα τι έχει μπροστά της μέχρι να φτάσει εδώ που ήμουν εγώ και με έπιασε δέος!

Τσιμπολογούσα χαλαρά το περιεχόμενο του φορτωμένου πιάτου και ένιωθα σαν πολεμιστής σε ανάπαυλα. Όλα του κόσμου τα καλά μπροστά μου: κρέας-ρολό, ρύζι, πατατοσαλάτα, λάχανο σαλάτα, ψωμάκι του θεού, ντομάτα. Είχα απλώσει το «μουσαμά» με τα περάσματα για να τσεκάρω πόσο πίσω είμαι από το πρόγραμμα των 100 ωρών και ήμουν τέσσερις ώρες ήδη. «Εντάξει, δεν είμαι κι άσχημα, θα κάτσω κι ένα τρίωρο και ότι βγει, τουλάχιστον πέρασα το πιο ζόρικο κομμάτι της διαδρομής και είμαι περίπου ατσαλάκωτος». Α, να ο Ντούσκο, ο Σέρβος φίλος μου, που τον είχα χαμένο εδώ και πάνω από 15 ώρες, από το σταθμό του Ντονάς ακόμα. Είχε κάνει κι αυτός μια πολύ δυνατή κούρσα μέχρι εδώ. Ανταλλάξαμε χαμόγελα από τα τραπέζια μας ο καθένας. Λίγο μετά, ο Ντούσκο με το ευγενικό βλέμμα εγκατέλειψε, όπως έμαθα μέρες μετά τον αγώνα. Ήπια μια μπύρα ακόμα για να κατέβει το πιάτο στο στομάχι μου, δεν βιαζόμουν περιέργως, έμοιαζα να συμβιβάζομαι με την ιδέα ότι δεν έχω τις 100 ώρες στο τσεπάκι μου. Εξάλλου από εδώ και πέρα έπρεπε να παίξω «άμυνα», να κρατήσω πάση θυσία ότι είχα καταφέρει, δεν θα ρίσκαρα, έπρεπε να τερματίσω, τελεία.

Photo: Stefano Jeantet

Πήγα στα αποδυτήρια και βρήκα τις ντουζιέρες στην έρημη αίθουσα του μπάνιου. Άνοιξα ένα πιτσιλιστήρι και μονολογούσα από απόλαυση κάτω από το ζεστό νερό, με πόνο ψυχής γύρισα τη μπαταρία για να κλείσει στο τέλος και να αποχωριστώ αυτό που θα ξανάβρισκα τρεις μέρες αργότερα. Τα πόδια μου ήταν σε καλή κατάσταση, δεν είχα πόνους στους μυς, όσο για τις πατούσες, δεν υπήρχε ίχνος φουσκάλας, θαύμα! Παράτησα τα υπάρχοντα μου στον πάγκο που είχα απολαύσει το δείπνο μου και πήγα στον κοιτώνα. Διάλεξα ένα ράντζο και έβαλα ξυπνητήρι σε δύο ώρες. Κοίταξα στο μισοσκόταδο τριγύρω, τα μισά ήταν γεμάτα με κόσμο που κοιμόταν. Ακούμπησα το κινητό δίπλα από το μαξιλάρι, για να είμαι σίγουρος ότι θα το ακούσω όταν θα χτυπούσε και τράβηξα την κουβέρτα να με σκεπάσει ολόκληρο για να ζεσταθώ και να αποκοιμηθώ. Ο ύπνος μου δεν ήταν καλός, ξυπνούσα κάθε τόσο, δεν βολευόμουν στο σκληρό και καμπυλωτό ράντζο, κρύωνα και σκεφτόμουν τι με περιμένει στη συνέχεια. Σηκώθηκα στο τέλος πριν το ξυπνητήρι. Φόρεσα τις σαγιονάρες και βγήκα στην κεντρική σάλα, στον προθάλαμο της ψυχρής αλήθειας που με περίμενε εκεί παραέξω.

Ο κόσμος ως συνήθως πήγαινε και ερχόταν. Κάποιοι έφευγαν με αναμμένους τους φακούς στα κεφάλια τους και κάποιοι έμπαιναν με βλέμμα χαμένο στο πουθενά, σαστισμένοι από το φως και τη ζωή που τους περίμενε. Φόρτισα ότι υπόλοιπο μπορούσα στο τηλέφωνο, πήρα έναν καφέ και κάτι ακόμα για να φάω, στρίμωξα τα πράγματα στον κίτρινο σάκο με το νούμερο 95 στο πλάι και μέτρησα αν έχω ότι χρειάζομαι για να ξεκινήσω, ναι τα είχα όλα. Κι εκεί που ετοιμάζομαι να σηκωθώ, χτυπά το τηλέφωνο. Η Ασημίνα! «Πού είσαι?» με ρωτά κάπως σαν χαμένη κι αυτή μέσα στη νύχτα. «Στο Γκρεσονέι, με πετυχαίνεις την ώρα που φεύγω, απίστευτο, όπως στο Ντονάς!» αποκρίνομαι «Χαχα, είδες, σε παρακολουθώ!» «Εσύ πού είσαι τώρα?» «Σ εκείνον το σταθμό με την πρόχειρη κατασκευή, ψηλά στο πουθενά, βρέχει εδώ!». Ήταν στο “Col della Vecchia” στης Γριάς το Διάσελο, μακριά ακόμα! Της ευχήθηκα κουράγιο και κλείσαμε τη συνομιλία. Όταν σκέφτεσαι πως ένας δικός σου άνθρωπος βασανίζεται μοναχός του μακριά χωρίς να μπορείς να τον βοηθήσεις, θα τον συμπονέσεις τουλάχιστον, είναι κάτι που βγαίνει από την ψυχή. Είχε ερημιές πολλές ακόμα μπροστά της και θα τις έβγαζε μέσα στα σκοτάδια. Κι εμένα πάλι, αρκετές με χώριζαν από τον Θωμά, που ήδη είχε τρέξει δρόμο μέσα στη νύχτα, όσο εγώ χουχούλιαζα στο σταθμό, απλά εκείνος είχε μπει σε πιο κατοικημένες περιοχές μπροστά. Πριν φύγω, ανέβασα μερικές φωτογραφίες της προηγούμενης μέρας στο διαδίκτυο, για να δώσω το στίγμα στον κόσμο που περίμενε κάτι, πίσω στην Ελλάδα.

Photo: Stefano Jeantet

Ήταν περασμένες δύο τη νύχτα όταν αποφάσισα και βγήκα στα σκοτάδια. Πήρα τον έρημο δρόμο που συνέχιζε βόρεια από το σταθμό, κατά μήκος του αραιοχτισμένου Gressoney. Προσπάθησα να κουτσοτρέξω στο ισιάδι, έπρεπε, όφειλα να μην χάσω τον ενεργό χρόνο μου στο πεδίο. Λίγο πιο πέρα, σταμάτησα να βγάλω τη μακρυμάνικη μπλούζα, ζεστάθηκα κιόλας. Ήμουν έξω από ένα κλειστό (φυσικά) εστιατόριο, συμμαζεύοντας το ρούχο μου, που έπρεπε να στριμώξω στο σακίδιο, με το ζόρι χωρούσε εκεί μέσα. Σκεφτόμουν τι σόι εστιατόρια είναι ετούτα που έβλεπα εδώ στην Ιταλία, απρόσωπες σάλες με τραπέζια και καρέκλες, καμιά σύγκριση με τη ζεστασιά των εστιατορίων στην Ελλάδα.

Τις σκέψεις μου περί γαστριμαργικής κουλτούρας των λαών, διέκοψε ένας απαλός ήχος από έναν συναθλητή μου, που μόλις με έφτασε. Σταμάτησε να με ρωτήσει αν είμαι καλά και έτσι συνεχίσαμε παρέα. Ήταν ο Romain, ένας νεαρός Γάλλος, με το νούμερο 143. Το γυρίσαμε σε δυναμικό βάδισμα και πιάσαμε την κουβέντα ενώ άρχισε να ψιχαλίζει. «Ωχ, η βροχή που μου έλεγε νωρίτερα η Ασημίνα! Άντε να δούμε τώρα…» Ο Ρομέν μου είπε για αγώνες που έκανε πρόσφατα και σχολιάσαμε λίγο το τι έχουμε μπροστά μας. Λίγο πιο πέρα βγήκαμε από την άσφαλτο και το χωριό και το επίπεδο τερέν συνεχίστηκε για λίγο σε χωματόδρομο ανάμεσα σε λιβάδια. Ο Ρομέν αποδείχτηκε καλή παρέα, μια και συζητάγαμε συνεχώς για θέματα, κάτι που βοηθούσε στο να κρατιόμαστε ξύπνιοι στις πιο άγριες ώρες της νύχτας. Πήραμε τις ανηφόρες στο τέλος, τυπικά πράγματα για TOR: καλογραμμένο μονοπάτι που κάνει τα ζιγκ-ζαγκ του σε δάσος έλατου, σε υψόμετρο λίγο κάτω από τα 2000 μέτρα. Παντού στον αγώνα, όταν έφευγες από σταθμό χωριού, το σκηνικό ήταν πανομοιότυπο! Δεν πέρασε και αρκετή ώρα με δυναμικό περπάτημα στις ανηφορικές στροφές του μονοπατιού, και να, φτάσαμε στον επόμενο σταθμό: Rifugio Alpenzu, στα 219 χιλιόμετρα αγώνα. Ομίχλη εδώ και ένα νεαρό ζευγάρι εθελοντών είχε την ευθύνη λειτουργίας του σταθμού.

Στο καταφύγιο Alpenzu, ο Ρομέν πίνει λίγο αναψυκτικό για τη συνέχεια

Μπήκαμε στο καταφύγιο και στην κεντρική του σάλα είχε πέντε δίσκους με σνακ για τους αθλητές. Κοίταξα τριγύρω μου και ανακάλεσα την εικόνα από τον αγώνα του 2021: οι δύο προπορευόμενοι και διεκδικητές της κούρσας, Colle και Russi, καθισμένοι στις δύο άκρες ενός τραπεζιού, με ακουμπισμένα τα κεφάλια στο τραπέζι , σαν να είχαν στοιχηματίσει με το διάβολο ότι δεν θα υποκύψουν να βάλουν το κορμί τους να γύρει σε κρεβάτι μετά από δύο νύχτες στον αγώνα. Αυτή η μεγαλειώδης κόντρα τους όμως έβγαλε στο τέλος ένα νέο ρεκόρ διαδρομής, για να αποδείξει πως μόνο η σκληρή προσπάθεια μπορεί να αποφέρει αποτέλεσμα. Είδα τα τραπέζια και κατάλαβα σε ποιο είχαν καθίσει. Ερημιά εδώ, μόνο οι δυο μας ήμασταν στη σάλα. Ήπιαμε κάτι στα γρήγορα και ξαναβγήκαμε στο μονοπάτι. Η κοπέλα με πληροφόρησε πως κλείναμε τους 100 πρώτους στην κατάταξη, ωραία, συμπαθητικά τέλος πάντων.

Τη νύχτα όλα είναι πιο άδεια. Το έξω, σκοτεινό και βουβό, στέκει και σε παραφυλάει, βλέπει τι κάνεις και πού πας. Ναι, το σκοτάδι έχει μάτια και φωνή, δεν μιλάει όμως ποτέ, περιμένει εσένα, να χάσεις το κουράγιο σου και να μονολογήσεις φωναχτά κάτι, απογοήτευση, απόγνωση, παράδοση, αποδοχή. Το μέσα σου πάλι, κι αυτό βουβό είναι! Ενώ μπορείς, δεν θέλεις να μιλήσεις, δεν σου βγαίνει τίποτα, μόνο να περάσει αυτή η καταραμένη νύχτα και να ξημερώσει η μέρα του θεού, να ξαναγεννηθείς.

Η ώρα περνούσε αλλά δεν μπορούσα να την μετρήσω με απόσταση. Χώρια από το σκοτάδι, ανηφορίζαμε παρέα με τον Ρομέν μέσα και σε πηχτή ομίχλη και ψιχάλα, το έβλεπα μπροστά από το φακό μου. Έριχνα κάθε τόσο ματιές προς το στερέωμα ψηλά, μήπως και αλλάξει κάτι στον καιρό και το πιάσω από εκεί. Όντως κάτι γινόταν και σιγά-σιγά άρχισαν να δημιουργούνται κενά και μπροστά μας, ώσπου είδα να περνά φευγαλέα κι ένα μικρό φως στο βάθος, συναθλητής μας! Κάποτε τον φτάσαμε και τον προσπεράσαμε. Είχε καλό ρυθμό αλλά ο δικός μας αποδείχτηκε πιο δυνατός, είχε ξαναπάρει μπροστά η μηχανή! Οι ψιχάλες δεν έγιναν ποτέ βροχή εκείνη τη νύχτα, όμως και ποτέ δεν είδα αστέρια μέχρι να ξημερώσει κι ο ήλιος ακόμα άργησε να μας ρίξει την πρώτη του ματιά  ήρθε η μέρα να μας βρει, εκεί στις πλαγιές των βουνών. Το τέρμα εκείνου του ανήφορου, στο Col Pinter (2777m), μας βρήκε στο ξημέρωμα. Η θέα στη δύση ήταν ανοιχτή αλλά ο ουρανός σκεπασμένος με σύννεφα. Ο ερχομός της μέρας εκεί πάνω με επανέφερε στον πραγματικό κόσμο, βλέποντας τον απότομο κατήφορο μπροστά μου, τον οποίο έπρεπε να διαχειριστώ, από εκεί πηγαίναμε.

Από το Gressoney προς το Champoluc, με το Col Pinter στα μισά της διαδρομής

Σταδιακά είχαμε προσπεράσει αρκετούς συναθλητές παρέα με τον Ρομέν, σημάδι πως η δυναμικότητά μας δεν ανταποκρινόταν ακριβώς στη θέση που είχαμε ξεκινώντας από το Γκρεσονέι αλλά έτσι είναι αυτά τα πράματα, αργείς για αυτό ή για εκείνο? Θα το πληρώσεις σε έναν αγώνα με εννιακόσιους αθλητές, ακόμα κι αν έχουν περάσει ήδη 70 ώρες αλλά και ακόμα περισσότερες, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια. Σε αυτήν πάντως τη χρονική στιγμή εκτίμησα εκείνο που έχω πάντα σαν δόγμα στα ultra, άσχετα πόσο καταφέρνω να το τηρήσω: ξεκίνα αργά για να φτάσεις γρήγορα! Κι όταν εσύ φτάσεις γρήγορα, κάποιοι άλλοι θα φτάσουν αργά. Είναι εκείνοι που προσπερνάς στο δρόμο σου και αυτό σε ανυψώνει ψυχολογικά, για να συνεχίσεις τη σταθερή πορεία σου σε σχέση με τη φθίνουσα των άλλων.

Μετά τις πρώτες απότομες κατεβασιές από το Πιντέρ, οι κλίσεις άρχισαν να εξομαλύνονται και το πρωινό να μας διώχνει το μούδιασμα από τη σκέψη. Τη μέρα είναι όλα καλύτερα ή αν όχι περισσότερο καλά, τουλάχιστον λιγότερο άσχημα. Αυτό θα ταίριαζε στην περίπτωσή μας, στη φάση που σε λίγο θα συμπληρώναμε τρεις ημέρες συνεχόμενης προσπάθειας. Ο κατήφορος μας έφερε για μια ακόμα φορά σε ανθρώπινα υψόμετρα και τοπία που ηρεμούν την αγριεμένη πια ψυχή. Λιβάδια, ρυάκια και απαλές καμπύλες στο πράσινο τοπίο, ήταν το ντεκόρ στην προσπάθειά μας να συνεχίσουμε με αξιοπρέπεια αυτήν την πορεία χωρίς τέλος.

Χωρίς πολλές εικόνες στη συνέχεια της ήπιας κατάβασης, εξαιτίας του δυνατού ρυθμού που έδινε ο Ρομέν, βρεθήκαμε πάλι σε μια κοιλάδα και φυσικά σε κάποιο χωριό. Σειρά τώρα του Σαμπολούκ (Champoluc). Ο καιρός ήταν και πάλι βαρύς και οι ψιχάλες ξανάρχισαν, σε ένα τοπίο μουντό με την κοιλάδα να περιτριγυρίζεται από απόκρημνες πλαγιές, που θαρρείς ότι σε λίγο θα κινηθούν απειλητικά καταπάνω του, συνθλίβοντάς το. Έτσι τουλάχιστον ένιωθα εγώ, με την ψυχολογία και την αϋπνία που με βάραινε. Ήταν όμως πια και το στομάχι μου, που με βάραινε κι ένιωθα εκείνη την απαίσια αίσθηση πως ότι και να φάω τώρα δεν θα το αντέξω.

Τα κίτρινα σημαιάκια μας οδήγησαν σε ένα κτίριο δίπλα από τον κεντρικό δρόμο, εκεί ήταν ο σταθμός μας. Μπαίνοντας, είπα του Ρομέν πως θα χρειαστώ παραπάνω χρόνο, αποδεσμεύοντάς τον έτσι να συνεχίσει στο ρυθμό που είχαμε μέχρις εκεί αλλά που δεν μπορούσα να ακολουθήσω παραπέρα. Στάθηκα στη φωτεινή αίθουσα μπροστά στον πάγκο με τα κεράσματα και πρόσεξα το σαμοβάρι με το χαρακτηριστικό του σχήμα εκεί στην άκρη. «Έχετε καφέ?», «ναι βεβαίως!», «Σώθηκα!». Πήρα μια κούπα takeaway και κάτι σαν κέικ αλλά και κάτι φέτες πορτοκάλι, για να μου βοηθήσουν το στομάχι. Απόθεσα το ταλαίπωρο κορμί μου σε έναν πάγκο στο βάθος της αίθουσας και ρούφηξα μια γουλιά καφέ «Χριστέ μου θα ξεράσω!». Τον παράτησα αμέσως στην άκρη, είχε μια απαίσια γεύση, σαν να μάζεψες βοτάνια και χώμα από την άκρη του δρόμου και τα έβρασες. Δεν μπορούσα να την αντέξω. Ξαναπήγα στο μπουφέ, είχανε τσάι, ευτυχώς! Ήπια τσαγάκι, βύζαξα και λίγο δυο φέτες πορτοκάλι κι εκείνη η ξινίλα με έκανε να νιώσω καλύτερα, δεν είχα όμως κουράγιο, ένιωθα ότι το στομάχι με είχε καταβάλει. Αποφάσισα πως μέχρι να τελειώσω τον αγώνα δεν θα ξαναπιώ καφέ, άγιο να με κάνουν!

Στο σταθμό του Clampoluc

Στο μεταξύ, παλιοί γνώριμοι βρέθηκαν σε λίγο στην αίθουσα: η μελαχρινή Πατρίτσια (190), η γεματούλα Αμερικάνα Σουζάνα (237). Δεν είχα όμως διάθεση, παρά μόνο για να σβήσω ήρεμα σε μια γωνιά, πού να βγει διάθεση για μια καλημέρα στους συντρόφους του πόνου. Ζήτησα να μάθω αν μπορούσα να κοιμηθώ και πήρα καταφατική απάντηση. Σε 45 λεπτά ήρθαν να με ξυπνήσουν. Θαρρώ πως κοιμήθηκα τα περισσότερα από αυτά κι ας ήταν πρωί κι ας είχα κοιμηθεί ξανά πριν από 8 ώρες. Ένιωθα καλύτερα τώρα. Τα μάζεψα, ήπια λίγη κόλα για το στομάχι και βγήκα από το σταθμό. Το πρωινό μουντό και κρύο, δεν σου άφηνε περιθώρια ψυχικής ανάτασης. Ακολούθησα έναν επίπεδο μονοπατόδρομο που διέσχιζε ένα άλσος στο κέντρο του μακρόστενου χωριού και από αριστερά μου άρχισε να ακούγεται το ποτάμι που κατέβαινε απλωμένο από τους παγετώνες του Breithorn, ενός «γίγαντα» ελάχιστα βορειότερα, στα σύνορα με την Ελβετία.

Δοκίμασα να τρέξω αλλά δεν έβγαινε το έργο παρότι ευθείες μπροστά μου, το χαλασμένο στομάχι επιβάρυνε την κατάσταση, δεν άφηνε τα πόδια μου να ξεκολλήσουν, τι κρίμα! «Μην αγχώνεσαι δεν πειράζει, αρκεί να προχωράς, να μη σταματάς» είπα μέσα μου. Ο μουσαμάς βέβαια, που μιλούσε τη γλώσσα των ψυχρών αριθμών, έδειχνε πως είχα ήδη πέσει έξι ώρες πλέον, πίσω από τον προγραμματισμό (69 αντί για 63) αλλά ήμουν αισιόδοξος ότι θα το μαζέψω κάπως στη συνέχεια. Χαχα, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, ειδικά όταν οι κατραπακιές έρχονται απανωτές.

Προχωρώντας στην άκρη του χωριού, δίπλα από τη δημοσιά, είδα μπροστά μου τη γνωστή πλέον Πατρίτσια να κοιτάει δεξιά κι αριστερά σα χαμένη! «Are you OK?» τη ρώτησα «Ναι, απλά νυστάζω πολύ και κοιτάω πού να πέσω να κοιμηθώ για λίγο». «Εδώ?» απόρησα! «Ναι, εδώ στο χώμα, για λίγο μόνο, δεν αντέχω άλλο!». Η καημένη έκανε λάθος επιλογή να φύγει από το σταθμό δέκα λεπτά νωρίτερα χωρίς να κοιμηθεί σε πραγματικό κρεβάτι, τώρα θα έπεφτε κατάχαμα στο βρεμένο, κρύο χώμα. Την αποχαιρέτησα και της ευχήθηκα καλή δύναμη. Άρχισαν τα παρατράγουδα λοιπόν, για όλους μας!

Στον μικρό οικισμό του Saint Jaques, λίγο μετά το Campoluc. Λίγο μετά ξεκίνησε η βροχή

Συνέχισα στην άκρη του αυτοκινητόδρομου, έχοντας αριστερά το ποτάμι να κυλά αντίθετα και με θόρυβο, φουριόζικο στην κοιλάδα που όλο και στένευε. Έφτασα σε ένα μικρό οικισμό και τον προσπέρασα από τις παρυφές του, λεγόταν Saint Jaques και ήταν το τελευταίο χωριουδάκι της κοιλάδας, από εδώ και βορειότερα μόνο τα μονοπάτια για το Breithorn massif. Η βροχή πήρε να δυναμώνει και στάθηκα κάτω από μια στέγη, κάτι να ρίξω πάνω μου, το αδιάβροχο μπουφάν μου βασικά. Δίπλα, ένα μικρό καφέ με εκδρομείς, που απολάμβαναν την φθινοπωρινή αίσθηση τριγύρω, σε αντίθεση με εμάς, που μάλλον αναθεματίζαμε τον καιρό και τα καπρίτσια του. Ήμουν σε ένα ουδέτερο ψυχολογικό σημείο, δεν ήθελα να σκεφτώ περισσότερα, μόνο να μη δυναμώσει άλλο η βροχή, να συνεχίσω σταθερά και να περάσει το καταραμένο το στομάχι μου. Αχ, πως θα ήθελα να είχα μια κοτόσουπα αυτήν την ώρα… Μια σούπα όπως τη μαγειρεύουμε στο σπίτι μας, στην Ελλάδα. Θα έτρωγα και ένα και δυο πιάτα, έτσι με το φιδέ μέσα και λίγο λεμονάκι, πιπέρι και παπάρα φρέσκο ψωμάκι. Τι βλακείες ήταν αυτά που γέμιζα κάθε φορά το στομάχι μου στους σταθμούς…

Ήταν η πρώτη φορά, μετά από τρεις μέρες –βδομάδα μου φάνηκε για να πω την αλήθεια- που λαχτάρισα στ’ αλήθεια ένα φαγητό άλλο από εκείνα που τρώγαμε στους πάγκους των σταθμών. Κάποιος με προσπέρασε όσο να φορέσω το πανωφόρι μου, ενώ δυο κυρίες βγήκαν με ομπρέλες από το καφέ εκεί δίπλα. Τις ζήλεψα, όχι για την ομπρέλα, μα για την ανεμελιά που ανέδιδε το βλέμμα και η κουβέντα μεταξύ τους όσο απομακρύνονταν. Σουλουπώθηκα λίγο και πήρα ξανά το δρόμο μου. Εδώ ακριβώς η διαδρομή, από βόρεια στρεφόταν δυτικά και ανηφόριζε πολύ ήπια σε καταπράσινα επικλινή λιβάδια, μόνο τα γελάδια έλειπαν από το σκηνικό. Σύντομα μπήκαμε σε μια ρηχή κοιλάδα και αφού το σκέφτηκα νωρίτερα, νάσου πιο πέρα στην από κει όχθη του φουριόζικου ρυακιού ένα κοπάδι πρόβατα! Πρόβατα? Τι λες! Μόνο αγελάδες συναντούσαμε μέχρι εδώ, έσπασε τη μονοτονία αυτό το κοπάδι, με τον παππού και το εγγόνι του και δυο-τρία σκυλιά χωρίς αντίπαλο, άρα χωρίς γαυγίσματα. Η βροχή κρατούσε χωρίς να δυναμώνει αλλά και χωρίς να σιγανεύει, το κοντοπαντέλονο όμως εκεί, μέρα και νύχτα, με βροχή και ήλιο. Η αλήθεια είναι πως είχα αρχίσει να κρυώνω κάπως αλλά η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο. Μερικές απότομες ανηφόρες σε αδιάφορες αλπικές πλαγιές, με αμφιθεατρικές κορυφές τριγύρω μας ανέβασαν στο επόμενο καταφύγιο, το Grand Tournalin, στα 2500 μέτρα και μετά από 240 χιλιόμετρα.

Στη ρηχή κοιλάδα που οδηγεί σταδιακά προς το καταφύγιο του Gran Tournalin

Παράτησα τα μπατόν στο χωμάτινο προθάλαμο και μπήκα στη σάλα του καταφυγίου, τι καλάαα! Ζεστούλα και στεγνός αέρας, επιτέλους. Ξαπόστασα, εγώ και τρεις-τέσσερις ακόμα εκεί μέσα. «Μήπως μπορείτε να μου τηγανίσετε αυγά?» ρώτησα, αν και υποψιαζόμουν την απάντηση. Ήθελα να φάω κάτι άλλο από κοφτό μακαρόνι και σαλαμοτύρια, φευ όμως! Συμβιβάστηκα με μια Fanta, με ανθρακικό, να στρώσει λίγο το στομάχι μου. Χτύπησε το τηλέφωνο, του καταφυγίου “Pronto… no ce rifugio Gran Tournalin”, γράψε λάθος… Γαμώτο, τηλέφωνο έχουν, δυο αυγά γιατί δεν έχουν? Χαζεύαμε για λίγα λεπτά εγώ και οι υπόλοιποι εκεί μέσα, λες και κάτι θα γινόταν να λύσουμε ο καθένας τα προβλήματά του στον αγώνα. Αν δεν σπάσεις όμως αυγά, ομελέτα δεν γίνεται, οπότε κι εγώ παραιτήθηκα από περαιτέρω σκέψεις, μάζεψα το σαρκίο μου και πήρα την άγουσα για την έξοδο, χάρηκα πολύ που γνώρισα τις δύο κυρίες και την πιτσιρίκα που είχε ρέστα από εικοσάρικο για την πορτοκαλάδα. Κράτησα την υπόσχεση της ομελέτας για το επόμενο καταφύγιο και περιμάζεψα τα μπατόν μου από τον παγωμένο προθάλαμο. Βγήκα ξανά στη βροχή. Πού πάμε λοιπόν τώρα? Σημαιάκια…

Φεύγοντας από το καταφύγιο Grand Tournalin προς το διάσελο Nannaz

Γυριστή ανάβαση σε αμφιθεατρική πλαγιά και να το επόμενο διάσελο, Col Nannaz, στα 2772μ, τέλεια, πάει και το Νανάζ! «Σιγά τώρα, εδώ βγάλαμε κάτι θεϊκά προχτές, σε τούτα θα κολλήσουμε?». Η συνέχεια από εδώ προβλέψιμη, με αρκετά αλπικά πεδία ακόμα εδώ στα 2500+ και ένα κολ ακόμα, αυτό του Fontaines (2696μ) και βουρ την κατηφόρα για τον επόμενο κεντρικό σταθμό, αυτόν του Βαλτουρνάνς (Valtournenche). Ο καιρός κρατούσε βαρύς, χωρίς προοπτικές βελτίωσης όπως έδειχνε ο ουρανός, δεν έβλεπα «μάτι» πουθενά στον ορίζοντα. Σκαλώσαμε μια καινούργια παρέα τώρα στο κατέβασμα, με έναν Αμερικάνο αλλά με γερμανική καταγωγή, τον Michael, το νούμερο 126. Η άνεση του κατηφορικού πεδίου μας έδωσε και την άνεση και μιας υποτυπώδους κουβέντας, με αφορμή το σακίδιο που κουβαλούσε στην πλάτη και το οποίο το είχα ματιάξει για να πω την αλήθεια, την παραμονή του αγώνα σε ένα μαγαζί στο Κουρμαγιέ. Είπαμε ότι είμαι Έλληνας και μου δήλωσε το θαυμασμό του για το γαλάζιο της πατρίδας μας, είχε επισκεφτεί πρόσφατα την Σαντορίνη και εντυπωσιάστηκε. Μετά κάποιος μας πλησίασε και κόλλησαν οι δυο τους κι άνοιξαν μια άλλη κουβέντα αλλά τους άφησα να κάνουν λίγο μπροστά, για να μπορώ να μείνω και πάλι μόνος με τις σκέψεις μου. Ευτυχώς η βροχή είχε κόψει, το καλό νέο της ημέρας!

Col de Nannaz 2770m

Πιο κάτω, μπαίνοντας στη ζώνη της βλάστησης, αρχίσαμε να προσπερνάμε βίλες, υπέροχα σπίτια φτιαγμένα από κορμούς, με λουλούδια στους κήπους και στα παράθυρα, μια εικόνα που γαλήνευε την ψυχή. Χωματόδρομοι που φτάνουν εδώ πάνω, μαρτυρούν πως πλησιάζουμε στο βάθος της κοιλάδας, στο μεγάλο σταθμό του Valtournenche. Αφήνουμε το δρόμο και ξαναμπαίνουμε στο μονοπάτι, οι κλίσεις μικραίνουν. Το περιβάλλον πλέον είναι δάσος με έλατα και το χωμάτινο, φαρδύ μονοπάτι, μου δίνει την ευκαιρία να τρέξω, να σπάσω λίγο τη μονοτονία του βαδίσματος και να αναθαρρήσω κάπως, ψυχολογικό το ζήτημα. Μπροστά μου κάποιος με αγγλοσαξονικό όνομα στο bib και πλησιάζοντας είδα AUS στη θέση της χώρας. «Είσαι Αυστραλός σωστά?» ρώτησα «Ναι» μου απάντησε «Γι’ αυτό είσαι κάπως αργός στα κατηφορικά μονοπάτια, έχετε ελάχιστες κλίσεις στα μέρη σας» αστειεύτηκα. «Ναι, είναι αλήθεια» αποκρίθηκε «Επειδή όμως έχετε ατέλειωτες πεδιάδες, είμαι σίγουρος ότι θα τα πας πολύ καλά στα τμήματα με ευθείες και δρόμους», έκλεισα αυτήν τη σύντομη προσπέραση και ευχηθήκαμε καλή συνέχεια ο ένας στον άλλον.

Γραφικά σπίτια πάνω από την κοιλάδα του Valtournence

Δεν άργησαν να φανούν τα πρώτα σπίτια ανάμεσα στο δάσος, κάτω χαμηλά. Άρχισα να σκέφτομαι τον προγραμματισμό για τον πέμπτο και προτελευταίο μου κεντρικό σταθμό. Το στομάχι μου το ένιωθα κάπως καλύτερα, πεινούσα πια! Δεν είχα και πολλά ακόμα να κάνω εκεί πέρα, ίσα που είχαν περάσει 10 ώρες από τότε που έφυγα από τον προηγούμενο κεντρικό σταθμό, μόλις 35 χιλιόμετρα και 3000 μέτρα υψομετρική κι αυτά φυρά. Παρόλα αυτά δεν είχα καταφέρει να κερδίσω κάτι  ούτε και σε αυτό το κομμάτι της διαδρομής, η αναγκαστική στάση μιας ώρας κάπου στα μισά, εξανέμισε το όποιο όφελος μπορούσα να αποκομίσω. Έτσι όμως είναι οι αγώνες, όταν κάτι δεν πάει καλά, κάτι θα χρειαστεί να πληρώσεις. Θα φταίνε τα πόδια? Το στομάχι? Η αϋπνία? Η εξάντληση? Μεταξύ ίσων, κερδίζει εκείνος με τα λιγότερα προβλήματα, από ένα σημείο και μετά στα ultra, απλά πράγματα!

Ένας ακόμα αθλητής στο δρόμο μου λίγο έξω από το χωριό, ήταν ένας Αμερικάνος, ο Garrett, το 323. Είπαμε μερικές κουβέντες και με αυτόν και φτάσαμε παρέα. Κάποια στιγμή φτάσαμε μαζί στο σταθμό, τέντες κάπου στο κέντρο της κατοικημένης έκτασης, εδώ τα πράγματα ήταν κάπως πιο συγκεκριμένα, δεν είχες την αίσθηση του χωριού-φαντάσματος! Κόσμος απ’ έξω από την μεγάλη τέντα, επευφημούσε όσους φτάναμε εκεί. Μπήκαμε μέσα, ήταν μεσημέρι και ο ήλιος πια ξετρύπωνε ανάμεσα από τα σύννεφα, καλό σημάδι. Χαμόγελα και αισιοδοξία στο σκεπαστό, άνθρωποι που σε περίμεναν να σε βοηθήσουν πραγματικά, οι εθελοντές! Μου έφεραν τον κίτρινο σάκο μου με το 95 στο πλάι. Βρήκα μια ήσυχη γωνιά, κοντά στον Γκάρετ, άδειο το τραπέζι.

Περιχαρής στο Valtournence, με όλα τα καλά του κόσμου στο τραπέζι μου

Κι εκεί, να και η ευχάριστη έκπληξη της ημέρας, ο Αντρέα! Ο αγαπημένος μας Ιταλός, διαπιστευμένος για υποστήριξη του επίσης αγαπημένου Φραντσέσκο, βρισκόταν ήδη στο πόστο του, περιμένοντας την άφιξη του επιστήθιου φίλου του.  Χαμόγελα και αγκαλιά με τον Αντρέα, σαν αδελφό μου τον ένιωθα εκείνη την ώρα. Όταν βρίσκεσαι σε μια κατάσταση περίπου έκτακτης ανάγκης, δένεσαι πιο εύκολα με τους ανθρώπους, αρκεί μια κίνηση ζεστασιάς και εγκαρδιότητας για να έρθει, έτσι αβίαστα αλλά είναι τόσο όμορφο!

Κατευθύνθηκα στο μπουφέ που ήταν εκεί δίπλα μας. Προσπέρασα το ταψί με εκείνο το άθλιο κοφτό μακαρόνι, που μου θύμιζε αλλοτινές εποχές φτώχειας, μιας μεταπολεμικής Ελλάδας, μια μιζέρια. «Μα τι είναι ετούτοι μωρέ, ολόκληρη Ιταλία, ένα κανονικό σπαγγέτι δεκάρι δεν έχουν?» Αναγκαστικά στράφηκα στα υπόλοιπα ταψιά: ρύζι με μπιζέλια και καρότο, νερόβραστο αλλά τι να κάνουμε. Ρώτησα για κρέας και ναι, είχανε! Μου σέρβιραν μια ωραία ζουμερή φέτα ρολό χοιρινό, τέλεια. Έβαλα και πατατοσαλάτα αλλά και ντομάτες στο πιάτο. Γυρνώντας πίσω στο τραπέζι πρόσεξα ότι κι εδώ είχανε ψύκτη για μπύρα. Ρώτησα τον Γκάρετ, ήθελε κι αυτός, οπότε γύρισα με δύο κύπελλα μπύρας στο τραπέζι. Και στο τέλος, ο Αντρέα, που κάθισε στο τραπέζι μας, μου έφερε και τρία βάζα με συσκευασμένη τροφή, φασόλια γίγαντες κοκκινιστά και κομπόστα φρούτα. Όλου του κόσμου τα καλά μπροστά μου λοιπόν. Τσουγκρίσαμε τις μπύρες μας με τον Γκάρετ και ευχηθήκαμε καλή συνέχεια ο ένας στον άλλον. Έβγαλα τον μουσαμά από το τσαντάκι μου και απόλαυσα με ηρεμία μπουκιές φαΐ, τσεκάροντας ταυτόχρονα τους χρόνους-στόχους, να δω πόσο ακόμα υποχώρησα στο μεταξύ. Οι 6 ώρες νωρίτερα έγιναν τώρα 7, άρα έχασα μόνο τη μία ώρα στο Σαμπολούκ, εκεί που ήμουν τα μαύρα μου τα χάλια από στομάχι και κοιμήθηκα, κατά τα λοιπά, φάνηκε πώς οι υπολογισμοί μου ήταν σωστοί, όταν ήμουν σε κίνηση είχα ρυθμό για 100 ώρες. Αυτό όμως από μόνο του δεν ήταν αρκετό, δυστυχώς…

Τελειώνοντας το γεύμα, σκέφτηκα πως έχοντας μείνει πίσω, ο επόμενος κεντρικός σταθμός στον οποίο σχεδίαζα να κοιμηθώ, έπεφτε πολύ μακριά και καλό θα ήταν να κοιμόμουν μια ωρίτσα, για να βγάλω τη νύχτα χωρίς προβλήματα. Έτσι τράβηξα το δρόμο για τον κοιτώνα, που ήταν ένα υπόγειο γήπεδο στο κλειστό γυμναστήριο του χωριού, με το οποίο συνόρευαν οι τέντες του σταθμού. Απόθεσα τα υπάρχοντά μου δίπλα από ένα ράντζο και έβαλα το ξυπνητήρι στα 45 λεπτά, ήταν αρκετά. Παράδοξο για μένα, ήταν η πρώτη φορά που έπεφτα για ύπνο προγραμματισμένα, μέρα μεσημέρι. Ε, θα το ζούσα κι αυτό. Στο μεταξύ, ο Αμερικάνος φίλος, ο Γκάρετ, τελειώνοντας το γεύμα του, μάζεψε πράγματα και έφυγε προς την έξοδο, για να συνεχίσει τον αγώνα. Δεν τον ξανασυνάντησα έκτοτε, έκανε 109 ώρες τον αγώνα.

Στον κοιτώνα του Valtournence

Επιστρέφοντας στην τέντα μια ώρα αργότερα, νέα πρόσωπα κάθονταν στα τραπέζια, η λεγεώνα των ταλαίπωρων είχε μεγάλη ουρά πίσω. Κάθισα λίγο να συμμαζευτώ, όλα ήταν εντάξει, δεν είχα να κάνω και πολλά πράγματα. Ο καλός καιρός έξω, λιακάδα πια ξεκάθαρα, με παρέσυρε σε λάθος επιλογές: έφυγα με το σορτσάκι και τίποτα παραπάνω από ένα αδιάβροχο και μια μακρυμάνικη μπλούζα, ούτε καν γάντια, βλέπεις και το σακίδιό μου μετά βίας χωρούσε πέντε πράγματα, κάτι που με (εξ)ωθούσε να κάνω κάθε τόσο τα στραβά μάτια, για διάφορα πράγματα που έπρεπε να έχω μαζί και τελικά δεν είχα! Πολλές φορές πάει η στάμνα στη βρύση… Και φυσικά, δεν φρόντισα να μάθω την πρόγνωση του καιρού για τις επόμενες ώρες, παρότι γνώριζα στη μακροπρόθεσμη πρόγνωση τρεις μέρες νωρίτερα, πως ο καιρός ετούτη τη μέρα θα χαλούσε. Λάθη αλλεπάλληλα, που δεν θα περνούσαν πολλές ώρες και θα τα πλήρωνα, ακριβά! Αντί να κοιτάξω τον καιρό στο κινητό μου, μπήκα για μια τελευταία φορά στο live του αγώνα, ο Θωμάς ήταν 20 χιλιόμετρα μπροστά και η Ασημίνα 30 χιλιόμετρα πίσω. Χαιρετίσματα λοιπόν, ο καθένας μας τραβούσε το δικό του ανήφορο.

 

VALTOURNENCHE – OLLOMONT  (50km, +3500m, 22hrs)

Δεν κατάφερα πάλι να μείνω για λίγο σε έναν κεντρικό σταθμό, ξόδεψα δυόμισι ολόκληρες ώρες στο Βαλτουρνάνς. Τράβηξα στην άκρη το μουσαμά της τέντας και βγήκα στον ήλιο που τύφλωνε έξω. Καπελάκι και γυαλιά ηλίου, καλοκαιράκι! Μου έδειξαν προς τα πού να φύγω και ακολούθησα προσεκτικά τα σημαιάκια. Ο ουρανός ή όσο τουλάχιστον από αυτόν άφηναν οι πλαγιές τριγύρω να φανεί, γαλανός και αισιόδοξος, δεν προμήνυε τίποτα κακό, όλα συνηγορούσαν για μια εξαιρετική συνέχεια. Ένας απότομος ανήφορος με έφερε γρήγορα ψηλά, πάνω από το χωριό, όπου διαπίστωσα ότι εκείνος ο ήλιος που με τύφλωνε όταν βγήκα από το σταθμό, ήταν μια εξαίρεση στον κανόνα, ένα παράθυρο στη συννεφιά, σε κάπως αγριεμένο ουρανό, παρόλα αυτά έκανε ζέστη. Ήμουν μόνος για την ώρα και έπιασα έναν σταθερό ρυθμό, απερίσπαστος από πρόσωπα και πράγματα που θα μπορούσαν να μου χαλάσουν μια καλή κίνηση στο μονοπάτι. Όπως φαινόταν, η στάση και εκείνος ο λίγος ύπνος μου είχαν κάνει καλό. Πόνο στο στομάχι δεν ένιωθα, φαίνεται πως ηρέμησε λίγο κι αυτό, του είχα δώσει τροφή που είχα την αίσθηση ότι θα μπορεί να κρατήσει.

Τα αγέρωχα αγριοκάτσικα στην περιοχή του Barmasse

Το επόμενο τμήμα, προτελευταίο για τον αγώνα, έκρυβε μια δύσκολη περιοχή, που κατά τα φαινόμενα θα την προσπερνούσα με φακό μέσα στη νύχτα, δεν με πτοούσε όμως αυτό. Ούτε και η συννεφιά πάνω από το κεφάλι μου με πτοούσε, δεν έδινα σημασία γιατί προς το παρόν δεν με άγγιζε τίποτα, ούτε και μπορούσα να δω σημάδια ενός καιρού που άλλαζε ώρα με την ώρα, ήμουν κάπως χαμένος σε αυτό που έκανα. Ξανά ανήφοροι στο δάσος και κάπου εκεί στα ξαφνικά, κάτι νιώθω μπροστά μου σε μικρή απόσταση. Στάθηκα για να δω και να, στα 20 μέτρα μπροστά, ένα ζευγάρι αγριοκάτσικα! Μεγάλα και με περήφανη κορμοστασιά, με μεγάλα γυριστά κέρατα στο κεφάλι, με κοίταζαν θαρρείς με περηφάνια αλλά και περιφρόνηση, ένας ακόμα που σήμερα τους χάλαγε την ησυχία στα μέρη τους. Έβγαλα το κινητό και τράβηξα ένα βίντεο καθώς μετακινήθηκαν λίγα μέτρα πιο πάνω από μένα, φεύγοντας από το μονοπάτι. Ήμουν τυχερός που είχα αυτό το συναπάντημα με αυτά τα πανέμορφα ζώα των βουνών.

Πιο πέρα, σημάδια από κάτι που θύμιζε παλιό υδροηλεκτρικό έργο, σωλήνες που κατηφόριζαν σε μεγάλες κλίσεις και λίγο πιο πέρα, ψηλά πάνω μου ξεκάθαρα σημάδια από μεγάλη ανθρώπινη κατασκευή, κάτι σαν αερογέφυρα, να κι ένα αυτοκίνητο φάνηκε να κινείται πάνω της. Πλησιάζοντας σε αυτήν την κατεύθυνση, διαπίστωσα ότι όλο αυτό το πράγμα ήταν ένα τεχνητό φράγμα, μια λίμνη που φτιάχτηκε το 1927 εδώ, για να ηλεκτροδοτεί τα χωριά της κοιλάδας κάτω, ένα έργο πολύ μπροστά από την εποχή του, δείχνει την πρωτοπορία των τοπικών κοινωνιών. Πέρασα ακριβώς από το σβήσιμο του γιγάντιου τσιμεντένιου τείχους που όριζε το φράγμα και λίγο πιο εκεί βρέθηκα σε ένα σπίτι με σημαίες του αγώνα απ έξω, στη βεράντα του. Δεν ήταν σπίτι βέβαια, καταφύγιο ήταν, το Rifugio Barmasse, ο επόμενος σταθμός μας στον αγώνα, χτισμένο στις όχθες της τεχνητής λίμνης Cignana, αυτής με το τεράστιο φράγμα πάνω από το κεφάλι μου λίγο νωρίτερα.

To Καταφύγιο Barmasse δίπλα από την τεχνητή λίμνη του φτιάχτηκε το 1927

Κάποιοι στέκονταν στην είσοδο και με προϋπάντησαν! Τους χαιρέτησα και μπήκα στη μικρή αίθουσα αριστερά από τον προθάλαμο, ήταν κάτι σαν το μαγειρείο του καταφυγίου. Ζεστό το κλίμα εκεί και μέχρι να τσιμπήσω κάτι από τον πάγκο, με ρώτησαν δυο κουβέντες. Άνθρωποι παλιοί, έμοιαζαν μη σχετικοί με όλο αυτό που συνέβαινε, με διάθεση όμως να καλοδεχτούν τον καθένα, όπως κατάλαβα. «Από την Ελλάδα» (da Grecia) τους απάντησα στην ερώτηση από ποια χώρα είμαι, αφού ήταν προφανές πως μια σχετική σιωπή μου πέρα από ένα ciao μαρτυρούσε πως δεν ήμουν Ιταλός. «Μιλάς ελληνικά?» με ρώτησε στα ελληνικά (!) ένας από αυτούς. «Φυσικά, αφού είμαι Έλληνας» απάντησα στην ίδια γλώσσα! Στη σύντομη κουβέντα που ακολούθησε, έμαθα ότι ο άνθρωπος που γνώριζε κι αυτός ελληνικά, ήταν Αλβανός και είχε εργαστεί στη Λέσβο για δύο χρόνια κάποτε. Τους αποχαιρέτησα και συνέχισα το δρόμο μου.

Περνώντας λίγο ακόμα η ώρα, άρχισα να βλέπω με απαισιοδοξία την εικόνα τριγύρω, καθώς η συννεφιά πύκνωνε κι άλλο και τα πιο ψηλά μέρη των βουνών τριγύρω ήταν κρυμμένα στα σύννεφα. Κάποια στιγμή ήρθαν κάποιες πρώτες ψιχάλες αλλά σύντομα σταμάτησαν κι έτσι αναθάρρησα. Κάποιος συναθλητής με πρόφτασε και σταδιακά με προσπέρασε. Τουλάχιστον κάτι κουνήθηκε κοντά μου τόση ώρα, από το τίποτα καλό ήταν. Έβγαινα από το δάσος και πάλι, στα δεξιά μου χαμηλά σύννεφα έκρυβαν τη συνέχεια μιας απόκρημνης πλαγιάς και αυτό λίγο με αποκαρδίωσε ως θέαμα, συνδυάζοντάς το με τις ψιχάλες νωρίτερα. «Λες?» Τράβηξα το δρόμο μου, ο συναθλητής μπροστά μου ήταν σε κοντινή απόσταση, δεν άνοιγε η διαφορά μας. Στα αριστερά τώρα άνοιξε η θέα στα δυτικά και θάλασσα από βουνά απλώνονταν, με κοιλάδες ανάμεσα, αμέτρητες κοιλάδες και σύννεφα, πυκνά σύννεφα που έκρυβαν οτιδήποτε βρισκόταν από ένα ύψος και πάνω.

Σύννεφα μαζεύονται στην περιοχή ανάμεσα στο Barmasse και στο Vareton, προμήνυμα βροχής

Έφτασα δευτερόλεπτα μετά τον συναθλητή μου σε ένα πρόχειρο κτίριο, δεν το έλεγες καταφύγιο, κάτι άλλο ήταν. Σταθμός Vareton εν πάση περιπτώσει, χιλιόμετρο 260. Ήταν προχωρημένο απόγευμα πια και η βαριά συννεφιά σκοτείνιαζε περισσότερο το τοπίο τριγύρω. Ένας εθελοντής εκεί, βάλθηκε να μας εξηγήσει τι γίνεται παρακάτω στη διαδρομή μας. «Να εκεί, βλέπετε εκεί απέναντι? Εκεί θα πάτε, κάνοντας έναν κύκλο στην κοιλάδα εδώ μπροστά» Φαινόταν αξιόλογη η απόσταση, πάνω από 5-6 χιλιόμετρα. Ένα διάσελο ακόμα εκεί, το Fenetre du Tsan και μετά κατεβασιά, καταφύγιο, ξανά καταφύγιο και μετά «…υπάρχει ένα άλλο πέρασμα που θα το βρείτε μέσα στη νύχτα αλλά να προσέξετε γιατί είναι πολύ επικίνδυνο, ειδικά αν βρέχει και φυσά» μας είπε με έμφαση! «Πόσο επικίνδυνο δηλαδή?» σκέφτηκα, χωρίς να πω τίποτα, δεν ήταν ώρα για να ανοίγουμε κουβέντες…

O περιβόητος “μουσαμάς” με τα πολύτιμα στοιχεία για τον αγώνα. Η αρίθμηση (14-15-16) στην αριστερή στήλη, απαριθμεί τα cols, τα διάσελα δηλαδή. Στη 2η στήλη το υψόμετρο του σημείου, στην 3η η χιλιομέτρηση, στην 4η η επιμέρους υψομετρική και στην 6η, το σπουδαιότερο στοιχείο, ο χρόνος-στόχος!

Τραβέρσα σε αλπικά τοπία, το μονοπάτι ωστόσο ξεκάθαρο και τα σημαιάκια εκεί, στη θέση τους, μας κράταγαν παρέα καθώς θρόιζαν στον αέρα, που δυνάμωνε και έπεφτε ψύχρα. Φόρεσα τη μπλούζα μου, την προτελευταία γραμμή άμυνας για τα στοιχεία της φύσης εδώ πάνω. Πήρα μια ανοιχτή αμφιθεατρική στροφή, που στην έξοδό της ανηφόριζε απότομα. Κοίταξα πίσω μου και ξεχώριζαν μια-δυο σιλουέτες στο βάθος, κάποιοι έρχονταν δεν ήμουν εντελώς μόνος, σε απόσταση οπτικού πεδίου έβλεπα σχεδόν πάντα κάποιον, στα αλπικά τουλάχιστον όπου το πεδίο είναι μεγάλο. Σταδιακά είχα αποστασιοποιηθεί από την αίσθηση του αγώνα, σε αυτά τα μέρη. Το ρολόι έδειχνε μόνο την ώρα πλέον, το μυαλό είχε επικεντρωθεί στο πεδίο, στον καιρό που πήγαινε στο χειρότερο και στην προοπτική της νύχτας που πλησίαζε. Δεν έμενε χώρος να σκεφτώ ότι είμαι σε αγώνα και πρέπει να κάνω το καλύτερο που μπορώ.

Σούρουπο πια λίγο πιο πάνω, εκεί που ίσιωνε το μονοπάτι μετά τις ανηφόρες του, μπήκα σε ένα σεληνιακό τοπίο με χιλιάδες μεγάλους βράχους όπου έφτανε το βλέμμα αλλά με ξεκάθαρο ίχνος μονοπατιού μπροστά μου. Ήταν άκρως εντυπωσιακό και δεν έχασα την ευκαιρία να το φωτογραφίσω. Η ομίχλη τύλιγε τα πάντα τριγύρω και σε κοντινή απόσταση, εντείνοντας το αλλόκοσμο ύφος του τοπίου, γεμίζοντας ανησυχία την ανθρώπινη ψυχή που τέτοιες στιγμές νιώθει ανασφάλεια σε μέρη που δεν μπορεί να ορίσει αποστάσεις ή κατευθύνσεις. Γύρισα και κοίταξα πίσω, γιατί λεπτά νωρίτερα είχα δει μια σιλουέτα ανθρώπινη, κάποιος συναθλητής ήταν και ήθελα να βεβαιωθώ ότι έρχεται, δεν έχασε το μονοπάτι ανάμεσα στα βράχια. Είχε μόλις ανάψει φακό, γιατί ένα φως με χτύπησε από τη μεριά του. Ήταν λοιπόν η ώρα να ανάψω κι εγώ το δικό μου. Μπαίναμε αισίως λοιπόν στην τέταρτη νύχτα μας στον αγώνα!

Το μονοπάτι περνά ανάμεσα σε χιλιάδες βράχους δεξιά κι αριστερά του, οδεύοντας προς το Col Tsan

Προσαρμόστηκα χωρίς δυσκολίες στο φως του φακού, το είχα δει το έργο ξανά τις τελευταίες μέρες. Η αίσθηση του χρόνου κάπως χάνεται μέσα στη νύχτα, πηγαίνεις μηχανικά, θυμάσαι λίγα. Θυμάμαι ότι στο Fenetre du Tsan, το διάσελο με λίγα λόγια στα 2738μ, έβγαλα μια φωτογραφία, έτσι για να έχω να θυμάμαι ή ακόμα καλύτερα, για να σπάσω τη μονοτονία, να κρατηθώ αφυπνισμένος. Αέρας και ψιχάλες εδώ πάνω, ψιχάλες που άρχισαν να πυκνώνουν μες στο σκοτάδι. Μπροστά μου κατήφορος και 2-3 φωτάκια στο βάθος χαμηλά, συναθλητές. Προσεκτικό κατέβασμα στις μεγάλες κλίσεις στην αρχή και μετά τρέχουμε, μπας και κερδίσουμε κάτι από το χαμένο μας χρόνο.

Τρέχω μηχανικά στο σκοτάδι και από το μυαλό μου περνούν πολλά, τουλάχιστον όμως το τρέξιμο με ξανάβαλε στον αγώνα, στο πνεύμα του «αγωνίζεσθαι». Το στομάχι στο μεταξύ ξαναχάλασε αλλά ταυτόχρονα νιώθω να πεινάω και πάλι και έχω μια ακατάσχετη όρεξη για φασόλια γίγαντες, ίσως ήταν εκείνο το βάζο με τα φασόλια που ακούμπησε στο τραπέζι ο Αντρέα εκεί στο Βαλτουρνάνς. Θέλω όμως από εκείνα τα ξεροψημένα, στον ταβά, όπως τα κάνουμε στην Ελλάδα! Πρώτη φορά που οραματίζομαι μέσα στον αγώνα φαγητό και μάλιστα από αυτά που δεν έχει η διοργάνωση. Και ήταν μόλις η αρχή! Στο μεταξύ άρχισα να νιώθω τη μέση μου να πονά και να με αναγκάζει να γέρνω ελαφρά αριστερά για να το ισορροπήσω. Ένα παλιό, άσχημο χτύπημα από πτώση, είχε αφήσει υπολείμματα εδώ και λίγα χρόνια και με την παραμικρή αφορμή με ξαναθυμάται. Τώρα ήταν η μουσκεμένη από τον ιδρώτα μέση και ο αέρας που υποδαυλίζει τέτοιες καταστάσεις αλλά και οι τρεις μέρες πεζοπορική κίνηση στα όρια.

Μπροστά μου ένα φως κι άλλο ένα πίσω, όσο έφτανε το μάτι να ερευνήσει στο σκοτάδι. Η κοιλάδα έγινε σχεδόν επίπεδη και από δεξιά μας ακουγόταν ρυάκι να κυλά. Στο βάθος φως κάποτε, επιτέλους! Το επόμενο καταφύγιο-σταθμός. Τώρα πλέον βρέχει κανονικά. Έχω φορέσει φυσικά το μπουφάν, είμαι όμως με το σορτσάκι από κάτω. Ανεβαίνω τα σκαλιά στο καταφύγιο Ματζά και το μόνο που θέλω είναι κάτι να φάω. Τραβώ μια βαριά τζαμόπορτα εισόδου και κάποιοι στον προθάλαμο με τσεκάρουν και με στέλνουν δεξιά σε ένα δωμάτιο, που ας πούμε είναι το σαλόνι του καταφυγίου. Μικρός ο χώρος και διακρίνω πίσω από τον μπουφέ δύο κρεβάτια με κάποιους συναθλητές να κοιμούνται. Ζητάω τσάι, ο καφές στο TOR έχει τελειώσει για μένα εδώ και ώρες. Πίνω ένα και ζητάω δεύτερο. Κοιτάω αμήχανα και αναποφάσιστος τους κεσέδες με τα σνακς, τίποτα δεν μου κάνει στην ουσία αλλά πήρα λίγο τυρί, πορτοκάλι, μπανάνα και σταφύλι. Στριμώχνομαι σε ένα μικρό τραπέζι, παρέα με έναν Ασιάτη συνάδελφο που τρώει τα noodles που κουβαλούσε –έξυπνος- και προσπαθώ να ηρεμήσω κάπως το στομάχι μου. Η ζέστη στο χώρο με νάρκωσε μετά από λίγο κι ας ήταν ακόμα δέκα το βράδυ, οι 84 ώρες βάραιναν στα μάτια μου, που με το παραμικρό μπορούσαν να κλείσουν, για ασήμαντη αφορμή.

Έγειρα το κεφάλι μου πάνω στα χέρια μου στο τραπέζι, αφού πρώτα ρώτησα τις εθελόντριες κυρίες αν μου επιτρεπόταν κάτι τέτοιο. Αποκοιμήθηκα αμέσως ενώ τριγύρω άκουγα ομιλίες, χωρίς όμως να με αποσπούν από τον ύπνο, νύσταζα πραγματικά. Σε λίγο ένιωσα ότι κάποιος με σκουντά, ήταν μια κοπέλα από τη διοργάνωση που μου έφερε ένα μαξιλάρι, για να κάνει πιο αναπαυτικό τον ύπνο μου εκεί στο τραπέζι, τι καλή! Το αγκάλιασα και έκλεισα το σύμπαν πατώντας το κουμπί του μυαλού μου. Μπορεί να πέρασαν δέκα λεπτά μόνο, μου φάνηκαν όμως ώρες, ξύπνησα. Κάποιοι άλλοι ήταν όρθιοι μπροστά στο μπουφέ και ετοίμαζαν τους εαυτούς τους για να βγουν ξανά έξω, στη βροχή, όλοι τους ήταν μουσκεμένοι. Το στομάχι μου ελάχιστα είχε ανακάμψει, παρότι έβαλα και τα μεγάλα μέσα, ανθρακούχο νερό, έπινα μπόλικο από αυτό στους σταθμούς, είναι η αλήθεια.

Κοίταξα το τηλέφωνό μου, μήπως και βρω σύνδεση για να δω τι κάνουν ο Θωμάς κι η Ασημίνα αλλά δυστυχώς τίποτα. Μια ακόμα παρέα από τρεις αθλητές ετοιμάστηκε να πάρει το δρόμο της, ήταν η ώρα και για μένα. Όλα πάνω μου και μέσα μου ήταν χάλια αλλά έπρεπε να κάνω την κίνηση, τώρα! Βγήκα μαζί τους, με μισή καρδιά. Έξω έβρεχε και αμέσως με χτύπησε το κρύο, φορούσα ένα σορτσάκι μόνο και πάγωσα βγαίνοντας από τα ζεστά ενώ ένιωσα τη μέση να με «δαγκώνει». Κοίταξα την παρέα που έλεγαν μέσα στη βροχή τις τελευταίες λεπτομέρειες και λιγοψύχησα, δεν μπορούσα να ξεκινήσω, δυστυχώς. Τους το είπα ξεκάθαρα «δεν μπορώ να έρθω μαζί σας, κρυώνω και πονάω, φύγετε εσείς». Ο ένας από αυτούς με ρώτησε αν ήθελα ένα αναλγητικό, του απάντησα ναι, δεν είχα να χάσω τίποτα. Άνοιξε το σακίδιό του, μου έδωσε και το κατάπια επιτόπου. Τον ευχαρίστησα, τους ευχήθηκα καλή δύναμη και ξαναμπήκα στο καταφύγιο, ήμουν σε δεινή θέση πλέον. Άρχισα να σκέφτομαι ότι μπορεί το ταξίδι να τελειώσει άδοξα για μένα κι ας είχα μια καλή επίδοση μέχρι εδώ, ήμουν στην πρώτη εκατοστάδα, δεν είχα να φοβηθώ όρια αποκλεισμού, ένιωθα όμως μια βαθειά απελπισία.

Η μοιραία για μένα περιοχή: Maggia – Cuney, μια συναρπαστική κατά τα άλλα περιοχή και τμήμα του Tor

Η κοπέλα που με είχε βοηθήσει με το μαξιλάρι νωρίτερα, η μόνη που μιλούσε αγγλικά εκεί, με πλησίασε βλέποντάς με να ξαναμπαίνω στη σάλα και με ενημέρωσε πως το ένα από τα δύο κρεβάτια είχε αδειάσει. Δεν ήθελα άλλο να είμαι δεμένος στο κατάρτι, δέχτηκα την πρόσκληση και πήγα να ξαπλώσω. Η μόνη μου επιθυμία ήταν να γράψει σε ένα χαρτάκι το νούμερο 276, ο αριθμός της Ασημίνας. Είπα στην κοπέλα πως αν φτάσει αυτή η αθλήτρια και κοιμάμαι, να με ξυπνήσει, είναι φίλη μου.

Το κρεβάτι είναι πάντα κρεβάτι, όσο κι αν σε σώζει μια καρέκλα ή ένας πάγκος. Κοιμόμουν και ξυπνούσα κάθε τόσο, φώτα και κόσμος τριγύρω, τους έβλεπα και ντρεπόμουν, που ήμουν ξαπλωμένος εκεί, ανήμπορος να πάρω τη μεγάλη απόφαση. Στο τέλος ένιωσα κάποιον να μιλά πάνω από το κεφάλι μου, ξύπνησα, ήταν η κοπέλα του σταθμού «Πρέπει να σηκωθείς, είναι κι άλλοι αθλητές που χρειάζονται ύπνο». Κατάλαβα πως μόλις είχα συμπληρώσει το δίωρο. Σηκώθηκα σαν αυτόματο, από ντροπή περισσότερο και ζήτησα συγνώμη αλλά η κοπέλα μου χαμογέλασε με ευγένεια. Τη ρώτησα για την αθλήτρια 276 αλλά με διαβεβαίωσε πως δεν πέρασε από εδώ. Η Ασημίνα, χωρίς να το γνωρίζω φυσικά, ήταν περίπου 30 χιλιόμετρα πίσω ή αλλιώς 12 ώρες εκείνη τη στιγμή, που ξύπνησα από τον ύπνο! Πήγα στο γνωστό τραπέζι, φόρεσα το μπουφάν, ήπια τρεις τελευταίες γουλιές τσάι και πήγα προς την έξοδο και πάλι. Πίσω από την εξώπορτα μια αθλήτρια είχε ξαπλώσει κατάχαμα και κοιμόταν, τη λυπήθηκα κι ένιωσα ενοχές αλλά δεν άλλαζε κάτι.

Βγήκα στο σκοτάδι και πάλι, ήταν δύο τη νύχτα, έκανε το ίδιο κρύο αλλά η βροχή είχε κόψει, ψιχάλιζε μόνο. Έκανα την καρδιά μου πέτρα και ξεκίνησα περπατώντας, με την ελπίδα ότι σε 2-3 λεπτά θα έχω ζεσταθεί. Ήμουν κάπως καλύτερα στο στομάχι και η μέση δεν με ενοχλούσε. Πιο γρήγορα από ότι περίμενα, ζεστάθηκα και βρήκα κάπως μια ψυχολογική στήριξη από το γεγονός ότι σταμάτησα να κρυώνω και ο ρυθμός μου στον ανήφορο ήταν υποφερτός. Βάδιζα στο πουθενά, μέσα σε ένα δάσος, με μονοπάτι ξεκάθαρο αλλά χωρίς να έχω κανένα κίνητρο πλέον, μόνο πήγαινα. Γρήγορα βγήκα στα αλπικά και είδα ένα φωτάκι μπροστά, εντάξει, τουλάχιστον αυτό δεν τελειώνει ποτέ, πάντα κάτι θα βλέπω κοντά ή μακριά. Όσο κέρδιζα υψόμετρο όμως, τόσο πιο άβολα ένιωθα, κρύωναν τα πόδια μου. Τεράστιο λάθος το ότι δεν προνόησα να στριμώξω κάπου στο σακίδιο το μακρύ κολάν ή το αδιάβροχο παντελόνι, τώρα συνεχίζω να το πληρώνω.

Photo: Stefano Jeantet

Βγήκα σε κάτι πλατώματα και τα αντανακλαστικά χτυπούσαν από το φακό μου, δείχνοντας πού να πάω. Ένα φως φάνηκε ψηλά πάνω μου, μάλλον ήταν καταφύγιο-σταθμός, ο επόμενος. «Αχ, μακάρι να φτάσω γρήγορα, να τρυπώσω μέσα και βλέπω τι θα κάνω». Η ψιχάλα άρχισε να γίνεται βροχή και όλο αυτό στα 2500 μέτρα στις τρεις τη νύχτα ήταν ένας κακός συνδυασμός συγκυριών. Όλα πήγαιναν στραβά. Επιτέλους, έφτασα στο καταφύγιο, ο αέρας φυσούσε δυνατά, η βροχή με μαστίγωνε και τα πόδια μου άρχισαν να μουδιάζουν από το κρύο. Μια τέντα ήταν στημένη στην εξωτερική πλευρά του καταφυγίου, εκεί στεγαζόταν ο σταθμός του αγώνα. Σταθμός Cuney, στα 270 χιλιόμετρα, άλλα 75 μου απέμεναν, αλλά ήταν το μόνο πράγμα που δεν σκέφτηκα τραβώντας το χοντρό μουσαμά που στράγγιζε τα νερά της βροχής, για να μπω μέσα.

Ότι πιο πρόχειρο από σταθμό, με περίμενε εκεί! Μια τέντα 3Χ5, που οι τρεις πλευρές της ανέμιζαν από τον δυνατό αέρα, ευτυχώς για τέταρτη πλευρά είχαμε τον πετρότοιχο του καταφυγίου. Εκεί στο βάθος, πίσω από ένα τραπέζι, κάποιος καθόταν σε μια πολυθρόνα, από αυτές τις πτυσσόμενες της παραλίας και δίπλα του ακουγόταν ένα βουητό. Υποψιάστηκα ότι κάποια πηγή θέρμανσης υπάρχει εκεί και πλησίασα. Ναι, έτσι ήταν, ένα βεντιλατέρ έβγαζε χλιαρό αέρα, ήταν η σωτηρία μου! Στάθηκα όρθιος εκεί δίπλα και γύρναγα μια από εδώ και μια από εκεί, σαν ψητό στη σχάρα για να ζεστάνω λίγο τα πόδια μου. Ο αθλητής σε λίγο σηκώθηκε και θρονιάστηκα εγώ στην πολυθρόνα. Την πλησίασα όσο γινόταν στο μπουρί του χλιαρού αέρα και αγκάλιασα τα πόδια μου σε μια προσπάθεια να ζεσταθώ γρηγορότερα. Η ώρα περνούσε και από το θόρυβο στην τέντα, καταλάβαινα πως η βροχή συνεχιζόταν. Το αποδείκνυαν με τον πιο πανηγυρικό τρόπο εξάλλου και οι λίγοι αθλητές που περνούσαν κάθε τόσο.

Στο αερόθερμο της τέντας του σταθμού, έξω από το καταφύγιο Cuney

Με έπαιρνε και πάλι ο ύπνος, έτσι άπραγος που καθόμουν εκεί στην άγρια νύχτα. Σκέφτηκα να φάω αλλά δεν πεινούσα, σκέφτηκα να δω το live στο κινητό για Θωμά, Ασημίνα αλλά δεν είχα σήμα! Κοίταξα τουλάχιστον τον μουσαμά με τα περάσματα, τζίφος, απογοήτευση, ήμουν πια 14 ώρες πίσω, αυτή η διαφορά φυσικά και δεν καλύπτεται ούτε και με θαύμα! Αποδέχτηκα τη μοίρα που ο ίδιος έφτιαξα για τον εαυτό μου, σαν λάκκος που έσκαψα και έπεσα μέσα. Ο υπέρμαχος του πλεονάζοντος και υπέρβαρου εξοπλισμού, πιάστηκε αδιάβαστος. Ήμουν ψηλά στο βουνό με βροχή, φορώντας ένα σορτσάκι! Αυτό.

Στο τέλος κι αφού το μυαλό μου είχε αδειάσει –τέτοια ώρα τι να έκανε εξάλλου- από σκέψεις και έγερνα συνεχώς στο πλάι καθώς με έπιανε ο ύπνος, μια εθελόντρια με πλησίασε βλέποντας ότι μένω για ώρα εκεί και με ρώτησε αν θα ήθελα να κοιμηθώ σε κρεβάτι. Αποδέχτηκα και αυτήν την πρόταση για ύπνο, αφού το σχέδιο τώρα τροποποιήθηκε ήδη στο μυαλό μου: θα έβγαινα ξανά εκεί έξω όταν θα ξημέρωνε, μόνο έτσι θα μπορούσα να ελπίζω ότι θα τη βγάλω καθαρή σε αυτά τα υψόμετρα με τον ελάχιστο ρουχισμό που είχα. Μπήκαμε στο καταφύγιο και μου υπέδειξε ένα μέρος με σειρά από στρώματα κατάχαμα. Τρύπωσα κάτω από δυο κουβέρτες και έβαλα το ξυπνητήρι να χτυπήσει στις εφτά, ήταν σχεδόν έξι εκείνη την ώρα.

Ξημέρωσε και κάποια άκρη του κοιτώνα φωτίστηκε, εκεί ήταν ένα παράθυρο. Ανασηκώθηκα και είδα έναν γαλάζιο ουρανό με λίγα σύννεφα. «Τέλος, αυτό ήταν, έφυγα τώρα»! Φόρεσα τα παπούτσια μου, όλα τα υπόλοιπα τα φορούσα ήδη. Η κυρία που ήταν διαχειρίστρια εκεί, έβραζε μια κατσαρόλα νερό και είχε πιάσει κουβέντα με μιαν άλλη, της διάσωσης. Έλεγε μάλλον τα παράπονά της σε σχέση με το καταφύγιο, αυτό κατάλαβα από τα ελάχιστα ιταλικά που έπιασα στον αέρα. Λίγο στενάχωρο το σκηνικό για ξεκίνημα μέρας αλλά δυστυχώς η ζωή δεν είναι πάντα και για όλους στρωμένη με ροδοπέταλα. Βγήκα έξω από το καταφύγιο κι ένιωσα μια λύτρωση, δικαίως φυσικά! Για να ξεπεράσω ένα κομμάτι τριών χιλιομέτρων (είσοδος στο πρώτο καταφύγιο και έξοδος από το δεύτερο) έκανα δέκα ολόκληρες ώρες, ενώ χρειαζόμουν ένα απλό δίωρο. Αδιανόητη σπατάλη χρόνου, οκτώ ώρες πήγαν χαμένες και 50 θέσεις στην κατάταξη, γιατί απλά δεν είχα ένα μακρύ παντελόνι! Σε ποιον να το πω και να με πιστέψει. Τα λάθη πληρώνονται, ενίοτε μάλιστα πολύ ακριβά!


Σε ελάχιστα λεπτά ο ήλιος εμφανίστηκε στον ορίζοντα και κοντοστάθηκα δευτερόλεπτα να αντικρύσω το θέαμα, ήμουν τυχερός που μπορούσα να δω μια τέτοια ανατολή. Γρήγορα ο ήλιος εκτός από εικόνα έγινε και θερμοκρασία κι αυτό ήταν το σπουδαιότερο, το χρειαζόμουν απεγνωσμένα πια. Τράβηξα στο μονοπάτι εκεί στα αλπικά και μετά από ώρα, είδα ότι σε μικρή απόσταση μπροστά μου ήταν ένα καταφύγιο. Την ίδια στιγμή άκουσα θόρυβο από ελικόπτερο «έρχονται τα πρωινά κρουασάν, ζεστά-ζεστά» σάρκασα τον εαυτό μου και την ολιγωρία μου αυτήν τη νύχτα. Αφού έκανε ένα γύρο πάνω από το κεφάλι μου, το ελικόπτερο χαμήλωσε και ακούμπησε στο έδαφος κοντά στο καταφύγιο, με αναμμένες μηχανές και τον έλικα να γυρίζει. Δυο άνθρωποι έστεκαν εκεί δίπλα και ο ένας από αυτούς μπήκε μέσα στο σκάφος, που σε δευτερόλεπτα πήρε και πάλι ύψος και εξαφανίστηκε βιαστικά προς τον ορίζοντα. Φρόντισα να απαθανατίσω σε βίντεο τη σκηνή που εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια μου. Φτάνοντας σε δυο λεπτά στο καταφύγιο, έμαθα πως επρόκειτο για μια αθλήτρια του αγώνα, που δεν ένιωσε καλά και κλήθηκε το ελικόπτερο να την παραλάβει, καθώς η κοπέλα θα εγκατέλειπε πλέον τον αγώνα εκεί. Υποδειγματικός τρόπος διακομιδής, που αν δεν τον έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια δεν θα το πίστευα!

Η μέρα μας χαμογελούσε, πικρά για μένα, γλυκά για όσους πέρασαν τη νύχτα μέσα στη βροχή. Ήμουν το μαύρο πρόβατο και το ήξερα. Τράβηξα μερικές απότομες ανηφόρες πάνω από το μικρό αυτό καταφύγιο ανάγκης (bivouac) με το όνομα Κλερμόντ και έφτασα σε ένα ακόμα διάσελο, το Vessonaz στα 2794μ. Από πίσω ξεκινούσε εκείνη η περιβόητη κατάβαση που το προηγούμενο απόγευμα κάποιος μας έλεγε πως θα κινδυνέψουμε γιατί είναι εξαιρετικά απόκρημνο, με σχοινιά. Μπορώ να πω ότι ήταν πολύ ηπιότερο από άλλα που είχαμε περάσει μέχρι εκεί. Φυσικά η κατάβαση ήταν σχεδόν άβυσσος από υψομετρική αλλά σε κάθε περίπτωση διαχειρίσιμη από τεχνική σκοπιά. Κατέβαινα χωρίς τελειωμό σε μια ακόμα αλπική κοιλάδα και είχα μια δυσάρεστη οσμή στον αέρα, κάτι από τη βλάστηση μύριζε άσχημα, δεν ήξερα όμως τι. Παράξενο όλο αυτό, θαρρείς και κάποια χόρτα ή δέντρα έβγαζαν μια απωθητική μυρωδιά, που μου προκαλούσε αναγούλα. Ή μήπως ήταν εντύπωσή μου? Εκ των υστέρων, όταν τέλειωσε ο αγώνας, κατάλαβα πως όντως κάτι εκεί στα βουνά, εκτεταμένο μάλιστα, μύριζε άσχημα.

Col Vessonaz (2794m)

Ατέλειωτο το  μονοπάτι και πάλι από δίπλα μας ένα ακόμα αλπικό ρυάκι κατέβαινε φουριόζικο προς την κοιλάδα χαμηλότερα. Προσπάθησα να σκεφτώ αισιόδοξα, μια και είχα έναν καλό ρυθμό. Το στομάχι τα δικά του αλλά η μέση ήταν αρκετά καλά, δεν με ενοχλούσε για την ώρα. Έτρεχα μόνος περίπου και τώρα είχα την πολυτέλεια να παρατηρώ λεπτομέρειες τριγύρω, όπως για παράδειγμα το πώς ήταν φτιαγμένο το μονοπάτι, τι βλάστηση είχε τριγύρω, αν τα σύννεφα αραιώνουν ή πυκνώνουν και φυσικά να απορροφηθώ σε σκέψεις για όσα με περίμεναν παρακάτω. Κύλησε η ώρα και πλησίαζα πια στον επόμενο σταθμό, το χωριό Oyace. Λίγο πριν, εκεί που ξεκινούν τα κτήματα έξω από τις κατοικημένες περιοχές, είδα σε έναν σύντομο ανήφορο μια αθλήτρια να περπατά με δυο θεόστραβα κλαδιά για μπατόν. Προσπερνώντας την της πρότεινα να χρησιμοποιήσει τα μπατόν της, που τα είχε μαζεμένα στο σακίδιο. Μου απάντησε πως είναι τόσο σύντομος ο ανήφορος που δεν είχε νόημα για εκείνην, ήταν χάσιμο χρόνου προφανώς. Κάποιοι αθλητές, ακόμα και στο TOR, χρησιμοποιούν τελικά τα μπατόν μόνο για τους ανήφορους.

Έφτασα στο σταθμό, κάπου στο αραιοχτισμένο Oyace, έναν κομβικό θα έλεγα σταθμό. Στεγασμένος σε ένα αρκετά ευρύχωρο κτίριο, είχε να μας προσφέρει τα πάντα, φαγητό, ξεκούραση, ύπνο. Γέμισα στα γρήγορα ένα πιάτο και έφαγα με όρεξη. Έριξα μια ματιά στο live, ο Θωμάς ήταν εξήντα χιλιόμετρα μπροστά μου και πλησίαζε στον τερματισμό, άρα ήταν σίγουρα κάτω από εκατό ώρες, η δε Ασημίνα έμενε κάπου στα τριάντα χιλιόμετρα πίσω αλλά η ψαλίδα του χρόνου ήταν πια λίγο πάνω από τις δέκα ώρες μόνο. Το γεύμα εδώ με ξαναγέννησε και έφυγα με δύναμη, προσπερνώντας 2-3 συναθλητές αμέσως μετά το σταθμό. Είχα χάσει σε μια νύχτα 50 θέσεις στην κατάταξη και τώρα που ξαναπήρα μπροστά είναι λογικό να συμβούν μερικές (μόνο) προσπεράσεις, γιατί καθώς ανοίγουν οι διαφορές, δύσκολα ξανακλείνουν όσο κυλά ο χρόνος.

Photo: Stefano Jeantet

Μια αλλαγή στη διαδρομή του φετινού TOR εξαιτίας κατολισθήσεων, έφερε κάποια συρρίκνωση και αλλαγή, μικραίνοντας κατά 4 χιλιόμετρα το συνολικό μήκος. Έτσι, από το Oyace ακολουθήσαμε εναλλακτική διαδρομή για να παρακάμψουμε το κατεστραμμένο μονοπάτι και να τραβήξουμε με ασφάλεια το δρόμο μας για το Ollomont, τον έκτο και τελευταίο μεγάλο σταθμό του αγώνα. Η εναλλακτική ήταν μια λύση ανάγκης, αν και στις Άλπεις ποτέ και πουθενά δεν λείπουν τα οργανωμένα μονοπάτια. Η μέρα εδώ στα προσήλια είναι πιο ζεστή και η δίψα έρχεται γρήγορα. Κάποια στιγμή βρέθηκα να τρέχω σε δάσος πεύκου, που μου θύμιζε έντονα Ελλάδα! Για νερό ούτε λόγος σε αυτές τις άνυδρες, μεσημβρινές πλαγιές. Πήγαινα αρκετά καλά και μπορούσα να κάνω δυναμικό περπάτημα στις ανηφόρες, με μεγάλη άνεση. Κάτω χαμηλά, άρχισε να ανοίγεται σε όλο της το μεγαλείο η κοιλάδα που ξεκινούσε νωρίτερα από το Ογιάς.

Κατηφόρισα με τη σκέψη του Θωμά, κάπου θα έπρεπε να έχει τερματίσει λογικά, ανυπομονούσα να μάθω νέα του, αγωνιούσα. Έφτασα κάτω και βγήκα σε δρόμο. Μια βρύση στην άκρη σε ένα σπίτι απέξω, ήταν σωτήρια για μένα, μεσημέριαζε. Έβαλα από κάτω το κεφάλι μου κι έγινα μούσκεμα, ανακουφίστηκα. Τα σημαιάκια με οδήγησαν σε κάποιον παράδρομο, που έτρεχε αδιάφορα δίπλα από μια ρηχή ρεματιά. Ευκαιρία να τηλεφωνήσω, να μάθω τι έγινε με τον Θωμά. Κάλεσα τον Θανάση και τον άκουσα να μου λέει χαρούμενος ότι πριν από λίγο έφτασε στο Κουρμαγιέ ο Θωμάς, σε 97:46. Δεν μπόρεσα να κρύψω τη συγκίνησή μου, βούρκωσα και μη μπορώντας να μιλήσω, έκλεισα το τηλέφωνο και έκλαψα μόνος, περπατώντας. Ήταν ότι πιο συναισθηματικό μου έβγαινε εκείνη την ώρα για τον καλό μου φίλο, ήταν η δικιά μου «αγκαλιά» στην επιτυχία του και στο γολγοθά που ανέβηκε. Από εκείνη τη στιγμή που τερμάτισε, πήρε τον τίτλο του πιο γρήγορου Έλληνα στο TOR κι ένιωθα περήφανος γι αυτόν! Γύρισα πίσω τη σκέψη μου, στη μέρα που τρέξαμε μαζί για αρκετές ώρες, στα όσα κουβεντιάζαμε και σχεδιάζαμε για τη συνέχεια, στο πώς τελικά τον έπεισα μια ώρα αρχύτερα να κάνει τη δική του κούρσα, αφήνοντάς με πίσω. Όλα έπιασαν τόπο, μοιράστηκα κι εγώ ένα κομμάτι δικαίωσης του Θωμά, για τους κόπους του να φτάσει στον αγώνα δυνατός και ικανός να πιάσει το στόχο που βάλαμε και να τον ξεπεράσει κιόλας!

O Θωμάς στον τερματισμό μετά από 97 ώρες και 46 λεπτά!

Πήγαινα με τις σκέψεις μου σε δρόμους και διάσπαρτα σπίτια και κάποτε έφτασα επιτέλους σε αυτό το πολυπόθητο Ollomont, σημείο αναφοράς στον αγώνα, ο τελευταίος μεγάλος σταθμός! Ένας μαραθώνιος μόνο χωρίζει τον αθλητή από τον τερματισμό εδώ. Τι είναι τάχα ένας μαραθώνιος ακόμα, όταν έχεις βγάλει ήδη άλλους εφτά μέχρι εκεί? Μεσημεράκι και η διάθεσή μου στα ύψη, με τα καλά νέα από Κουρμαγιέ μεριά. Αυτή τη φορά με κάλεσε ο Θωμάς και με συγκίνησε! Ήταν κουρασμένος αλλά γεμάτος ευτυχία, η φωνή του όμως ψύχραιμη και η έγνοια του ήταν να μου δώσει κουράγιο για αυτό το υπόλοιπο που είχα μπροστά μου. Είχα ήδη 99 ώρες ως εδώ και χρειαζόμουν τουλάχιστον 15 ακόμα. Θα το πολεμούσα…

OLLOMONT – COURMAYEUR (40km, +3500m, 17hrs)

Ασχολήθηκα με τον κίτρινο σάκο μου, έβγαλα ρούχα να στεγνώνουν στον καυτό ήλιο όσο θα έτρωγα ένα πιάτο φαΐ. Ανασυγκροτήθηκα με καθαρό μυαλό και διάθεση, παρότι η επίδοσή μου πια ήταν ντροπιαστική, όπως και η προοπτική, που στο τέλος μάλιστα δεν γνώριζα αν θα μπορούσα να συνεχίσω σε έναν καλό ρυθμό μέχρι το Κουρμαγιέ. Αυτή τη φορά, έκανα τα αδύνατα δυνατά και στρίμωξα το αδιάβροχο μακρύ παντελόνι μου στο σακίδιο, όπως και γάντια. Ήταν ώρα ευθύνης, δεν μπορούσα να θέσω σε κίνδυνο τον τερματισμό, ούτε και να χάσω άλλο πολύτιμο χρόνο με επιπολαιότητες. Απόλαυσα εκείνα τα 57 λεπτά που έμεινα στο σταθμό, με λίγη κουβέντα και αστεία με τους εθελοντές. Έδωσα τα εύσημα μου στον μάγειρα για την τέχνη του, μιλήσαμε για την αξία του ελαιόλαδου, ήπια λίγη κρύα μπύρα και απόλαυσα ποικιλία από μεσογειακές σαλάτες , τυριά και αλλαντικά. Εξακολουθούσαν βέβαια να μου λείπουν τα δικά μας, παραδοσιακά φαγητά, που τα είχα αναγάγει σε κουΐζ όσο περπατούσα ολομόναχος στα μονοπάτια τις τελευταίες δύο μέρες αλλά ακόμα κι έτσι, χάρηκα το σταθμό στο Ολομόν όσο κανέναν άλλον ίσως στον αγώνα.

Στο σταθμό του Ολομόν, αισιόδοξος για το υπόλοιπο που μου απομένει μέχρι τον τερματισμό. Μόλις 17 ώρες για τον όγδοο και τελευταίο μαραθώνιο στον αγώνα

Χορτάτος και (εξ)οπλισμένος σαν αστακός, πήρα τις ανηφόρες που έχει με το καλημέρα από την έξοδο του σταθμού. Φαγωμένος, με γεμάτο στομάχι, ήθελα το χρόνο μου να χωνέψω και να ξαναπάρω μπροστά, οπότε κάποιος με προσπέρασε σύντομα αλλά πιο πάνω προσπέρασα εγώ έναν άλλον με τη σειρά μου και κάπως έτσι βγήκαμε μέσα από το δάσος με πρώτο προορισμό το καταφύγιο Champillon (=μανιτάρι), πέντε χιλιόμετρα μετά το Ολομόν. Στα μισά κατάλαβα πως θα βρούμε αέρα ψηλότερα, φυσούσε ήδη και είχε ψύχρα, έβαλα μπλούζα με μακρύ μανίκι. Εύκολος δρόμος μας έφερε στο καταφύγιο, όπου μια παρέα νεαρών, αγόρια και κορίτσια, απάρτιζαν το προσωπικό του σταθμού. Χτύπησαν τις κουδούνες με ενθουσιασμό, επευφημώντας με από μακριά ακόμα, το αλπικό τοπίο έδινε την πολυτέλεια να έχεις εικόνα σε μεγάλη απόσταση. Πήρα την τελευταία στροφή και έφτασα στην αυλή τους, με καλοδέχτηκαν και με οδήγησαν στον κλειστό χώρο, όπου και η τροφοδοσία του αγώνα. Αναμμένη σόμπα και ένα ξέφρενο κέφι, με μουσική να παίζει εκεί και όλους να έχουν πέσει πάνω μου, ακόμα και τα σκυλάκια του καταφυγίου ήταν εκεί και ήρθαν στην αγκαλιά μου. Μετά τις σχετικές φωτογραφίες που θέλησα ο ίδιος να βγάλουμε, πήρα το δρόμο μου στον σκληρό ανήφορο που ξεκινούσε από το καταφύγιο με προορισμό το ομώνυμο διάσελο, 300 μέτρα ψηλότερα. Πίσω μου, για ώρα, τα παιδιά με ενθάρρυναν ακόμα λέγοντας το όνομά μου και χτυπώντας για ώρα τις κουδούνες, κινητήρια δύναμη πρώτης τάξης!

Η θέα προς τα ανατολικά από το καταφύγιο του Champillon

Σύντομη η ανάβαση για το διάσελο, όπου η θέα ήταν πανοραμική σε ανατολή και νότο! Πίσω μου το Τσερβίνο (Μάτερχορν) και μπροστά ξεπρόβαλε ήδη η χαρακτηριστική ραχοκοκαλιά του Μαλατρά, η τελευταία μας δοκιμασία για τον τερματισμό, τυλιγμένη στα σύννεφα. Από το διάσελο είδα κι άλλα, όλος ο ορίζοντας ήταν ανοιχτός και μπορούσα να αντιληφθώ τα επόμενα 7-8 τουλάχιστον χιλιόμετρα κάτω στην κοιλάδα, 1000 μέτρα χαμηλότερα. Βρισκόμουν στα 2700μ και οι αλπικές πλαγιές έκαναν μικρότερες τις αποστάσεις. Ο ήλιος θα έδυε σε 2-3 ώρες περίπου και θεώρησα πως ήμουν εκεί πάνω στο σωστό timing, θα περνούσα προς το τελευταίο χωριό της διαδρομής, το Μποσέ, 15 χιλιόμετρα μακρύτερα, σε μια απόλυτα λογική ώρα λίγο μετά τη δύση του ήλιου.

Στο μυαλό μου συνέχισε να περνά η γκάμα των ελληνικών φαγητών, σαν ένα κουΐζ για να καλύπτω το κενό στο χρόνο και στο στομάχι μου. Εκεί και ένα 24ωρο τουλάχιστον, κατέβαζα παραδοσιακά φαγητά και έδινα υπόσχεση στον εαυτό μου πως όταν επιστρέψω στην Ελλάδα, θα τρώω για ένα μήνα οτιδήποτε άλλο εκτός από ζυμαρικά, αρκεί να είναι κάτι από την παραδοσιακή ελληνική κουζίνα. Οραματιζόμουν όσπρια, λαχανικά στο φούρνο ή στην κατσαρόλα, ψαρικά και λαχανικά στο τηγάνι, βρασμένες σαλάτες, τα πάντα! Είχα κάνει το σταυρόλεξό μου και το γέμιζα. Η αγαπημένη μου σκέψη ήταν «αυτό το πιάτο το έχω πει ως τώρα ή μου ξέφυγε?»

Col Champillon (2707m). Στον ορίζοντα μαζεύονται σύννεφα, προς το μέρος του Mont Blanc και του Col Malatra

Πήρα τις κατηφόρες χαλαρά, δεν πονούσαν τα πόδια μου, δεν ένιωθα τσούξιμο στις πατούσες από φουσκάλες, δεν είχα όμως και κανένα λόγο να πιέσω στους κατήφορους, το πήρα χαλαρά, όπως όλες τις μέρες εξάλλου. Η περιβόητη διαχείριση των κατήφορων στο TOR είναι τελικά ένας μύθος και αυτό γιατί μετά από αρκετές ώρες προσπάθειας, κανένας δεν μπορεί να τρέξει σαν σπρίντερ στους κατήφορους. Οτιδήποτε στραβό είναι να γίνει, θα γίνει στα πρώτα 50 χιλιόμετρα, μετά όλα αυτορυθμίζονται! Κατά τα άλλα όμως, ένιωθα τη μέση να με ενοχλεί και πάλι, να με δαγκώνει και να γέρνω στα αριστερά ασυναίσθητα, για να ισορροπήσω τον πόνο.

Βγήκα κάτω στην κοιλάδα και ήξερα πως μετά από λίγο δρόμο θα έφτανα στον επόμενο σταθμό, από το Col ακόμα εκεί ψηλά, φαινόταν τα χρώματα από τους μουσαμάδες έξω από το κτίριο. Η σκέψη μου άρχισε να εντοπίζεται πίσω στην Ασημίνα πλέον, από την οποία δεν είχα κανένα απολύτως νέο, μόνο αν έβρισκα 4G και άνοιγα το live του αγώνα. Το σημαντικό είναι πως συνέχιζε τον αγώνα, σε πείσμα του τραυματισμού στο αριστερό γόνατο, πεισματάρικος χαρακτήρας όμως, θηρίο επιμονής, δύσκολα θα το παράταγε, μόνο αν έπαιρνε το γόνατο στα χέρια, μόνο έτσι!

Ασήμαντοι και έρημοι δρόμοι με οδήγησαν στο Πονέιγ Ντεσό, έναν άσημο σταθμό, ένα οίκημα που μάλλον άλλη χρήση από πεζοπορική είχε αλλά ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς ήταν. Έφτασα αργά το απόγευμα και η ψύχρα ήταν αισθητή. Κάποιοι, μάλλον φίλοι των ανθρώπων εκεί, είχαν μια αναμμένη φωτιά και κάθονταν γύρω της, έξω από το κτίριο. Μπήκα κατευθείαν και έπιασα μια καρέκλα κάπου σε μιαν άκρη, ενώ στην ενιαία αυτή αίθουσα δυο έφηβοι και μια έφηβη, αστειεύονταν μεταξύ τους, χωρίς να μου δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Η κοπέλα με ρώτησε αν θέλω πολέντα, τον πουρέ καλαμποκιού που μοιάζει με τη δική μας φάβα. Είπα ναι, έχοντας στο μυαλό μου εκείνη την υπέροχη πολέντα δυο μέρες νωρίτερα στο Νιλ, θεϊκή! Με την πρώτη πηρουνιά όμως, είχαμε αναγκαστική προσγείωση στα χωράφια!  Δεύτερη δεν έφαγα, ήταν άθλια. Και το στομάχι μου σε κακή κατάσταση, μόνο κακό είχε να δει από μια τέτοια πρωτοβουλία. Άλλα πράγματα εκτός από λίγο αλλαντικό και τυρί δεν είχε εκεί, ήπια λίγη κόλα και κάτι από τα τυριά τους και έφυγα χωρίς να χάνω άσκοπα χρόνο, δεν υπήρχε τίποτα για μένα εκεί μέσα.

Νωρίτερα που είχα μιλήσει με τον Θωμά στο τηλέφωνο, μου είχε αναφέρει για ένα επίπεδο τμήμα μετά το Ντεσό, με πέντε χιλιόμετρα χωματόδρομο στο δάσος, εκεί μου είπε ότι θα μπορούσα να κερδίσω, «τρέχεται το κομμάτι, άνετα!» μου είχε πει. Ένας δυνατός αλλά σύντομος ανήφορος με ανέβασε εκεί και ξεκίνησα να τρέξω αλλά κι εδώ πρόβλημα! Ενώ μυϊκά και αναπνευστικά ήμουν εντάξει, διαπίστωσα ότι η κατάσταση της μέσης μου χειροτέρεψε και το ευεργέτημα της συνεχόμενης ευθείας όχι μόνο εξανεμίστηκε αλλά και βρέθηκα σε δεινή θέση. Ούτε να τρέξω μπορούσα αλλά και το περπάτημα ακόμα δεν μπορούσε να γίνει με φυσιολογικό τρόπο, έπρεπε να βάζω και τα δύο μπατόν μπροστά για υποστήριξη, αλλιώς θα κατέρρεα, μυϊκά δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος χωρίς τρίτο «πόδι»! Κακήν κακώς προχώρησα στις ευθείες, βλέποντας αθλητές να με προσπερνούν, με ένα άνετο και χαλαρό jogging, μου ερχόταν ζαλάδα στη σκέψη ότι δεν μπορώ να τρέξω για τεχνικούς λόγους, πρώτη φορά το πάθαινα αυτό.

Βραδιάζει στο Saint-Remy-en-Bosses. Στον ορίζοντα, κέντρο στο βάθος, η ραχοκοκαλιά του διαβόητου Malatra

Η μέρα έπεσε και πήρε να σκοτεινιάζει. Μια κοιλάδα άνοιξε σταδιακά μπροστά μας και ένα χωριό, το Σεν-Ογιέν που ήδη είχε ανάψει τα φώτα του για να υποδεχτεί τη νύχτα. Άντεξα αρκετή ώρα ακόμα χωρίς φακό, αφού η διαδρομή ακολουθούσε έναν χωματόδρομο για πολλά χιλιόμετρα. Κερδισμένοι, εκείνοι που για κάποιο λόγο μπορούσαν να τρέξουν το κομμάτι αυτό, εγώ συγκαταλεγόμουν στους χαμένους. Άναψα φακό στο τέλος και προσπάθησα να ακολουθήσω μια παρέα δύο αθλητών που πήγαινε κάπως γρηγορότερα, δεν μπορούσα όμως και αποδέχτηκα έναν ηπιότερο ρυθμό, για να συμβιβάσω την επιδίωξη με την προοπτική. Άρχισα πλέον να κάνω υπολογισμούς αντίστροφης μέτρησης και να φέρνω στο μυαλό μου εικόνες από το αύριο, από τον τερματισμό μου, το θεωρούσα δεδομένο πλέον, μια διαδικασία μόνο.

Σκοτάδι κανονικό στο σταθμό του Bosses, ήταν 8:30 το βράδυ και είχα πάνω από 106 ώρες προσπάθειας πια. Έφτασα σχεδόν διπλωμένος από τον πόνο στη μέση. Μπαίνοντας στην τέντα του σταθμού, ζήτησα ιατρική βοήθεια, κάποιον μασέρ. Μια κοπέλα μου είπε ότι κάπου δίπλα υπάρχει νοσοκόμος και μπορούσε να βοηθήσει. Κατάλαβα πως αν ξάπλωνα θα ανακουφιζόμουν, οπότε δεν έχασα χρόνο και ρώτησα αν μπορούσα να ξαπλώσω κάπου. Πήρα καταφατική απάντηση και πήγα κατευθείαν στον κοιτώνα. Ήταν η χειρότερη εμπειρία ύπνου σε όλον τον αγώνα, ειλικρινά! Ένα υπόγειο παλιού, παραδοσιακού πέτρινου σπιτιού, χαμηλοτάβανο, θολωτό και μικρό, ήταν γεμάτο από ράντζα και όλα πιασμένα! Η κοπέλα που με συνόδεψε εκεί ήξερε και μέσα στο σκοτάδι με οδήγησε σε ένα και μοναδικό που ήταν άδειο. Ξάπλωσα και ζήτησα ένα 45λεπτο, είναι ζήτημα αν κοιμήθηκα 10 λεπτά και αν κατάφερα να αναλάβω από τον πόνο στη μέση. Η μεγαλύτερη ανακούφιση ήταν ότι στο τέλος σηκώθηκα και έφυγα από εκείνη την αποπνικτική και κρύα ατμόσφαιρα, κάτι σαν βουτιά σε μεσαιωνικό κάστρο-φυλακή ήταν όλο εκείνο. Άφησα κάποιους να ροχαλίζουν ακόμα και έσυρα το τομάρι μου ξανά στον καθαρό αέρα.

Το καταφύγιο Frassati με τα χιόνια που έπεσαν ώρες νωρίτερα και ανάγκασαν τη διοργάνωση να διακόψει τον αγώνα

Έπιασα μια γωνιά στον άδειο σταθμό, δυο-τρεις όλοι κι όλοι και ένα μεγάλο αερόθερμο που άναβε κάθε τόσο με εκκωφαντικό θόρυβο, δημιουργούσε εκνευρισμό περισσότερο παρά ζέσταινε. Η κοπέλα του επεισοδίου μας, μου πρότεινε σούπα με ένα περίεργο γαλλικό όνομα για το χαλασμένο στομάχι μου. Ζήτησα με ενθουσιασμό ένα μπολ, πιστεύοντας ότι βγάλαμε άσο από το μανίκι. Δυστυχώς, η περιλάλητη γαλλική σούπα ήταν simply disaster, ένα θλιβερό χρωματιστό ζουμί, άνοστο και με μια έντονη και άσχημη αίσθηση στο στόμα και στο στομάχι. Την παράτησα και έφαγα όσο σταφύλι μπορούσα από τον μπουφέ. Πού είναι τα κολοκυθάκια μπριάμ, οι τηγανητές πατάτες, οι μπάμιες με κοτόπουλο, γεμιστά με ρύζι, κάτι κατσαρόλας ανθρώπινο, να πάρει η ευχή. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως στον Mythical δεν θα αφήσω στο μέλλον τίποτα στην τύχη του από θέματα τροφοδοσίας, θα είναι υπόδειγμα. Δεν θέλω κανένας να ζήσει αυτό που ζούσα εγώ εδώ μέσα. Με τη μέση μου δεν ασχολήθηκα περισσότερο, απλά ένιωσα καλύτερα, δεν χρειαζόμουν άλλο πια την ιδιότυπη πατερίτσα για να στέκομαι όρθιος.

Παραμέρισα ένα ακόμα μουσαμά στο TOR, αυτόν του Μποσέ και βγήκα στη νύχτα, δηλαδή στο βράδυ, κάπου δέκα ήταν ακόμα αλλά εδώ σε αυτά τα μέρη και αυτόν τον καιρό, γάτες κυκλοφορούν μόνο. Πήρα τα σημαιάκια και τα αντανακλαστικά που χτυπούσε ο φακός και τράβηξα μπροστά. Η μέση ήταν καλύτερα, το στομάχι χώνευε όνειρο, εικονικά φαγητά πήγαιναν κι έρχονταν μπροστά στην πεινασμένη σκέψη μου και οι υποσχέσεις για μεσογειακή κουζίνα όταν όλα τελειώσουν, έπαιρναν κι έδιναν, χρηματιστήριο κανονικό! Κλειστά σπίτια, σβησμένα φώτα, κάτι σαν την Ελλάδα της Πίνδου αλλά με περισσότερους ανθρώπους πίσω από τα χοντρά ντουβάρια. Ένα ζευγαράκι διασταυρώθηκε μαζί μου και με χειροκρότησε με συμπόνια. Ναι, συμπόνια είδα στα μάτια τους, αυτήν αξίζαμε προφανώς εδώ. Ποιο κορμί είναι πιο δυνατό από την ψυχή?

Στο τραπέζι του σταθμού στο Bosses. Ψόφια κέφια και χάλια στομάχια. Η σούπα χάλια, έμεινε όπως ήταν στο μπολ

Χτύπησε το τηλέφωνο! Ο Θωμάς!! «Πού είσαι φίλε» με ρώτησε χωρίς περιστροφές, νιώθοντας τον πόνο μου «βγαίνω από Μποσέ» είπα με διάθεση να μιλήσω κι άλλο, να πάρω τα πάνω μου «Πώς είναι ο καιρός?» «μια χαρά θαρρώ, δεν βρέχει πάντως, ήρεμη νύχτα». Κλείσαμε με λόγια κουράγιου από πλευράς του Θωμά. Μόλις κλείσαμε έπεσε η πρώτη ψιχάλα! Τόσο γκαντέμης πια? Περπάτησα λίγο ακόμα σ εκείνη τη γλυκιά ανηφόρα, που θύμιζε κάτι σαν μονοπατόδρομο και στο τέλος αναγκάστηκα να ρίξω πάνω μου το μπουφάν, η ψιχάλα έγινε κανονική βροχή. Τώρα μάλιστα!

Το μακρινό φως από το καταφύγιο Φρασάτι έστεκε εκεί ψηλά μες στο σκοτάδι. Ήμουν διαβασμένος και ήξερα πού να κοιτάξω για το επόμενο ορόσημο στη διαδρομή. Δυστυχώς όμως ήξερα πως ήθελα δέκα χιλιόμετρα μέχρι εκεί ακόμα, κανένα δίωρο στα σίγουρα και βάλε. Από κάτω μου αριστερά ο μεγάλος φωτισμένος αυτοκινητόδρομος, η autostrada που συνδέει την Ιταλία με την Ελβετία μέσα από ένα τούνελ λίγα χιλιόμετρα πιο εκεί, έδινε μια αίσθηση αλλόκοσμου σε ότι ζούσαμε. Αδιάφορη ώρα πέρασε και η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Ανέβαινα και κατέβαινα μες στα σκοτάδια κι αν δεν έβλεπα αραιά κι πού τα σημαιάκια, θα πίστευα ότι είχα χαθεί. Τα φώτα από τους συναθλητές ήταν τόσο αραιά πια, που σχεδόν δεν αντιλαμβανόμουν τη ροή της πορείας που ακολουθούσαμε. Από πάνω μας σκοτάδια, κάτι αστέρια που τόλμησαν νωρίτερα να μας κοιτάξουν, χάθηκαν από ντροπή, τα έκρυψε η βροχή.

Το φως από το καταφύγιο χάθηκε γιατί φτάσαμε κάτω χαμηλά και κρύφτηκε πίσω από τις πλαγιές. Ξεκίνησαν ανήφοροι σε λασπερό, χωμάτινο τερέν. Δεν έβλεπα κανένα φως μπροστά και κανένα πίσω, μαγικό σκοτάδι ξαφνικά, τα κατάπιε όλα, σαν μαύρη τρύπα. Πιο πάνω βγήκα για λίγο σ έναν χορταριασμένο δρόμο, όλα έσταζαν τριγύρω από υγρασία και το σύννεφο άρχισε να με τυλίγει. Από το πουθενά φάνηκαν δυο φώτα να κυλάνε προς το μέρος μου κι ένα αυτοκίνητο με χοντρές ρόδες πέρασε αργά από δίπλα μου. Συνοδηγός και οδηγός με χαιρέτησαν και μου ευχήθηκαν δύναμη «bravo!». Ξαναμπήκα σε λασπερά ανηφορικά μονοπάτια, τόσο ανηφορικά που κάθε λίγα βήματα, ένα ξέφευγε γλιστρώντας πίσω, βασανίζοντάς με. Άρχισα να έχω αστάθεια μετά από λίγη ώρα σε αυτούς τους ανήφορους. Προσπαθούσα να ρίχνω το βήμα μου στις τούφες από τα χόρτα, δίπλα από το μονοπάτι ή να βγαίνω από το «χαντάκι» που είχε δημιουργήσει η διάβρωση στο μονοπάτι, άλλη δυσκολία ετούτη. Τέλος δεν έμοιαζε να δίνεται σε αυτό το βασανιστήριο και το φως από το Φρασάτι πουθενά! Στο τέλος απογοητεύτηκα εντελώς και έφτασα να πιστέψω ότι έχω κάνει λάθος και το καταφύγιο είναι εντελώς αλλού, μακριά κι όχι κρυμμένο κάπου τρεις στροφές παραπάνω.

Photo: Stefano Jeantet

Μια φωταύγεια μέσα στην αντάρα και στη βροχή σηματοδότησε τη μεγάλη αλλαγή, ναι δεν ήταν από το φεγγάρι αυτό το αμυδρό φως, ήταν στα σίγουρα το καταφύγιο. Μερικά βήματα ακόμα και νάτο, το Ριφούτζιο Φρασάτι! Ένα αλλόκοσμο σκηνικό τελείως, κάτι από θρίλερ του Κάρπεντερ, ίσως από την ταινία τρόμου “The Thing” με την επιστημονική αποστολή της Ανταρκτικής και το τέρας με τα πλοκάμια που έτρωγε με φρικτό τρόπο έναν-έναν τα μέλη της αποστολής. Μια ανατριχίλα μου διαπέρασε το κορμί και δεν ήξερα αν ήταν από συναισθήματα ή από το κρύο και την υγρασία, εδώ στα 2500 μέτρα. Μέσα σε γερή βροχή, έφτασα κατάκοπος στην είσοδο του φουτουριστικού κτίσματος από μέταλλο και τράβηξα την πόρτα της εισόδου.

Παπούτσια παντού τριγύρω στον προθάλαμο κι αρβύλες. Ένας καλούτσικος σκυλάκος καθόταν καλόκαρδος εκεί δίπλα από τους πάγκους και με κοιτούσε στα μάτια. Έβγαλα τα παπούτσια μου και μπήκα στα γρήγορα στον κεντρικό χώρο. Ήταν βαθιά μεσάνυχτα αλλά οι τρεις εθελοντές στέκονταν στο πόστο τους, εκεί σε μια γωνιά. Στη μέση μια ξυλόσομπα έφτιαχνε τις δικές της μαγικές εικόνες στο τζάμι της πόρτας, με τη φλόγα να τρεμοπαίζει κι ένας αθλητής είχε απλώσει τα βρεμένα του πόδια να στεγνώσουν εκεί δίπλα. Κάθισα σε μια γωνιά ως συνήθως και προσπάθησα κάτι να φάω. Λίγα πράγματα στο τραπέζι όμως, περίμενα περισσότερα. Τσάι υπήρχε πάντως και το τίμησα. Κρύο, νύχτα, χαλασμένο στομάχι, όλα με έστελναν προς το σαμοβάρι με το τσάι. Στο μεταξύ είχα χάσει το κύπελλο μου μια μέρα νωρίτερα και όπου έφτανα σε σταθμούς, όλοι μου ζητούσαν το κύπελλό μου για να μου προσφέρουν οτιδήποτε πόσιμο.

Κάθισα πάλι στη γωνιά μου, αφού έκανα ένα-δυο περάσματα από τη σόμπα και άπλωσα τα χέρια μου, ικέτης στη ζέστη. Ένας μπήκε πιο ύστερα, μουσκεμένος κι αυτός, έβρεχε του καλού καιρού εκεί έξω. Πήρα την απόφαση να ξεγελάσω κάπως τη βροχή και την κούραση, θα ξάπλωνα για λίγο να μαζέψω ζέστη και δυνάμεις για το υπόλοιπο. Δεν υπήρχε ζήτημα πλέον να βγάλω άλλη μια νύχτα παγιδευμένος σε καταφύγιο εξαιτίας της βροχής, τώρα είχα το αδιάβροχο παντελόνι μου! Έπεσα για ένα μισάωρο σε ένα κρεβάτι στον τακτοποιημένο μικρό κοιτώνα που διέθετε στον αγώνα το καταφύγιο και κουκουλώθηκα με δυο κουβέρτες για να μαζέψω ζέστη.

To Frassati στο χιόνι, την τελευταία μέρα του αγώνα

Το μισάωρο πέρασε και είχα όντως αναλάβει δυνάμεις! Φόρεσα ότι είχα και πήγα ξανά στον προθάλαμο, παρέα ξανά με τον γλυκό σκύλο του καταφυγίου. Έσφιξα γερά τα κορδόνια των παπουτσιών μου και ένιωσα την περίεργη αίσθηση του αδιάβροχου παντελονιού στα πόδια μου. Βγήκα έξω και ήταν όπως το άφησα, έβρεχε! Ήταν 2:45 τη νύχτα θυμάμαι, είχα ξοδέψει πολύ πάνω από μία ώρα στο καταφύγιο. «Είναι η τελευταία φορά που κάθομαι κάπου» αποφάσισα «από εδώ και πέρα μόνο τερματισμό, ακόμα είκοσι χιλιόμετρα θέλω».

Προσπέρασα στα σκοτάδια τη μικρή αλπική λίμνη μπροστά από το καταφύγιο και πήρα το μονοπάτι για το περιβόητο πέρασμα Μαλατρά (Col Malatra 2925m), το τελευταίο αντικειμενικό εμπόδιο στη διαδρομή του TOR, από εδώ και μέχρι το Κουρμαγιέ, είναι μια διαδικασία, τίποτα περισσότερο. Όσο περπατούσα και πριν οι κλίσεις αρχίσουν να μεγαλώνουν, η βροχή έδειχνε σημάδια υποχώρησης. Μακάρι… Ανηφόρισα το απότομο κομμάτι για το εμβληματικό διάσελο, μέσα στο σύννεφο και στο σκοτάδι, δεν θα είχα την ευκαιρία να αποθαυμάσω το πραγματικά εντυπωσιακό τοπίο με τις κάθετες πλαγιές της κορυφογραμμής. Αλυσίδες, σχοινιά και μουσκεμένες πλάκες, όπως και λάσπη ήταν τα τελευταία μας βήματα –κάποιος ακόμα ήταν λίγα βήματα μπροστά μου και τον έφτανα- για το διάσελο. Ένας φάρος που αναβόσβηνε, είχε μπει εκεί από τη διοργάνωση και βοηθούσε αφάνταστα, στήριζε ψυχολογικά τον καθένα που ανηφόριζε και τον έπιαναν μαύρες σκέψεις ίσως.

Col Malatra!! Ο αγώνας κανονικά εδώ θα έπρεπε να τελειώνει!

Μαλατρά, ώρα 03:45, αυτό ήταν λοιπόν, τελειώσαμε! Βουρ στον κατήφορο τώρα, λίγες ώρες θέλω ακόμα, στο ξημέρωμα κάπου θα μπω στο Κουρμαγιέ, όλα να πάνε καλά. Μπροστά μου 3-4 φωτάκια από φακούς συναθλητών που τους πλησίαζα χωρίς να το ξέρω στον ανήφορο νωρίτερα. Για καλή μου τύχη μπορούσα να τρέξω και το έκανα. Έπιασα το γκρουπ και τους προσπέρασα, κάποιο άλλο φως ήταν λίγο πιο μπροστά και έμοιαζε να κινείται με καλό ρυθμό «αυτόν θα ακολουθήσω» είπα και έβαλα τα δυνατά μου.

Μπροστά μας μια τεράστια σκιά, αυτή του Mont Blanc massif, του ψηλότερου γίγαντα του «Κύκλου» (TOR), έκρυβε το μισό στερέωμα αφήνοντας το υπόλοιπο στα σύννεφα και σε κάποιες τρύπες που άνοιγαν την εικόνα στα αστέρια ψηλά. Καλά σημάδια αυτά, θα μας βοηθήσουν να φτάσουμε ομαλά στο τέρμα. Ατέλειωτες κατηφόρες, στριφογυρίσματα σε αλπικά λιβάδια και στο βάθος αριστερά αλλά ψηλότερα από εμάς, κάποια φώτα έρχονταν και έφευγαν μακριά, αθλητές σε κίνηση και ένα σταθερό, ο επόμενος σταθμός μας. Έπρεπε λοιπόν να ξανανέβουμε, δεν είχαν τελειώσει εντελώς οι ανηφόρες στον αγώνα, έμενε το κερασάκι της τούρτας.

Φτάσαμε και στο Entre deux Sauts («Ανάμεσα σε δυο πήδους» η μετάφραση) κάνοντας τα 200 μέτρα ανάβασης ως εκεί, να μοιάζουν με βόλτα στο περίπτερο για καραμέλες, μπροστά σε ότι είχαμε κάνει μέχρι τώρα. Στάση δευτερολέπτων για το μπιπ στον καρπό, μια μικρή χούφτα ξηροκάρπια και δρόμο! Η ουρά του γαϊδάρου, που ξεκινούσε από το Μαλατρά, έδειχνε αρκετά μεγαλύτερη από όσο φανταζόμουν, εξάλλου 18 χιλιόμετρα δεν είναι και λίγα. Έτρεχα και σκεφτόμουν την ώρα που θα περνούσα τη γραμμή του τερματισμού. Είχα σταματήσει να πεινάω και δεν έδινα σημασία στο στομάχι μου. Δεν μπορούσα όμως να αποφύγω τον πόνο στη μέση, ο οποίος εμφανίστηκε ξανά. Χάπι για τη μυαλγία είχα πάρει στο Ollomont τελευταία φορά και έκτοτε πονούσα σχεδόν συνέχεια. Είχε όμως έρθει το πλήρωμα του χρόνου και δεν το λογάριαζα ούτε αυτό πια. Προσήλωση στον τερματισμό τώρα.

Ο σταθμός του Mont de la Saxe πάνω από το Κουρμαγιέ, στο ξημέρωμα, με τον όγκο του Mont Blanc στο βάθος

Τρέχαμε πια στο μεγάλο και ευρύχωρο μονοπάτι που διατρέχει την κοιλάδα του Κουρμαγιέ και όλα ήταν πιο εύκολα εκεί. Τόσο φαρδύ και καλογραμμένο μονοπάτι, που κάποια στιγμή είδα σε έναν πάσσαλο ένα σήμα της τροχαίας, που ενημέρωνε τους πεζοπόρους ότι επιτρέπονται τα ποδήλατα! Κοίταξα στα δεξιά, πάνω από τα φωτάκια της κοιλάδας χαμηλά και είδα πως είχε χαράξει και μια μαγική εικόνα ανοιγόταν μπροστά στα μάτια μας, ο όγκος του Mont Blanc φώτιζε ολόλευκος στο μισόφωτο της χαραυγής. Μοναδική εικόνα και τυχεροί όσοι την έχουν αντικρύσει!

2005, στο UTMB τότε παρέα με τον Δημήτρη Βενετικίδη, στα ίδια μονοπάτια!

Συνεχίζαμε αυτήν την ευθεία που δεν ήταν ακριβώς ευθεία αλλά ανεπαίσθητη ανηφόρα, που  πήγαινε και δεν τελείωνε. Θυμήθηκα πως από εδώ είχα περάσει πριν από 17 χρόνια (2005) παρέα με τον καλό μου φίλο, Δημήτρη Βενετικίδη, τρέχοντας τότε στο UTMB, άλλα χρόνια. Το φως της μέρας δυνάμωνε χωρίς να το αισθανόμαστε, απλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως δεν χρειαζόμουν άλλο το φακό μου και τον έσβησα. Οι πλαγιές από κάτω μας γίνονταν όλο και πιο απόκρημνες  αλλά από την άλλη, κάτω βαθιά στην κοιλάδα όλο και πύκνωναν τα φωτάκια από τους οικισμούς κοντά στο Κουρμαγιέ. Κάποια στιγμή η εκνευριστική αναμονή έλαβε τέλος, φτάνοντας στον τελευταίο σταθμό του αγώνα, το Mont de la Sax, ένας ακόμα σταθμός-κουτί κάπου στο πουθενά. Η θέα πανοραμική σε εύρος 180 μοιρών και περισσότερο και η ώρα μαγική ακόμα. Τα φώτα του Κουρμαγιέ τώρα ήταν πλέον κάτω από τα πόδια μας. «Τελειώνει το έργο» σκέφτηκα «άντε καμιά ώρα ακόμα».

Ήταν εφτά παρά το πρωί και τα φώτα χαμηλά λιγόστευαν, όσο η μέρα ερχόταν και πάλι στη θέση της, διώχνοντας τη νύχτα οριστικά. Ο ουρανός γαλανός και καθαρός και ο γίγαντας του Mont Blanc απέναντι έστεκε μεγαλόπρεπος, αγέρωχος, κυριαρχώντας στα πάντα. Στάθηκα για μια φωτογραφία με το κινητό μου τηλέφωνο. Βρήκα την ευκαιρία να ρίξω μια ματιά στο live, η Ασημίνα είχε περάσει εδώ και κάποιες ώρες από τον τελευταίο κεντρικό σταθμό, του Ολομόν, μπράβο της, ήμουν σίγουρος πως θα τα κατάφερνε μια χαρά κι εκείνη. Είδα μηνύματα στο messenger, ανάμεσα στα πολλά ξεχώρισα εκείνο του Martin Perrier, που μου έστελνε λίγο νωρίτερα κουράγιο και δύναμη για το τέλος. Ο ίδιος είχε τερματίσει στην 7η θέση μιάμιση μέρα νωρίτερα, στις 81 ώρες αλλά ήταν στο πόδι πρωί-πρωί και παρακολουθούσε φίλους και γνωστούς που συμμετείχαν στον αγώνα.

Πήρα τηλέφωνο στο Θανάση για να ενημερώσω ότι σε καμιά ώρα θα έχω φτάσει στον τερματισμό. Μπορεί και να τον ξύπνησα αλλά έτσι κι αλλιώς ήθελε να το ξέρει. Έτρεχα με χαλαρό ρυθμό τα τελευταία αυτά χιλιόμετρα, δεν υπήρχε λόγος βιασύνης τώρα πια, δεν μπορούσα να καλύψω παρά μόνο κάποια λεπτά της ώρας, αν επιτάχυνα. Κατήφοροι με κακό τερέν αλλά για μένα ήταν σαν να έχω φτάσει. Ο πόνος στη μέση μόνο με ένοιαζε αλλά κι αυτόν τον ξεπερνούσε η σκέψη ότι τερματίζω. Κάπου στα μισά της κατηφόρας σταμάτησα κι έβγαλα τα περιττά ρούχα που με έκαναν πλέον να νιώθω δυσφορία, ζεσταινόμουν, έμεινα με κοντό παντελόνι και κοντό μπλουζάκι, όπως έχω συνηθίσει τον εαυτό μου χρόνια τώρα στα μονοπάτια. Μια παρέα βιαστικοί και ενθουσιασμένοι συναθλητές μου ήρθαν με φόρα από πίσω και με προσπέρασαν, ανήμπορο από τη μέση να τρέξω με αξιοπρεπή ρυθμό. «Καλό τερματισμό παίδες» σκέφτηκα «κρατήστε χώρο, έρχομαι κι εγώ παραπίσω». Μπήκαμε στα πρώτα σπίτια και μετά στην καρδιά του χωριού.

Στον τερματισμό, μετά από 117 ώρες και 36 λεπτά. Τέλος!

Έφτασα επιτέλους στον γνωστό, κεντρικό πεζόδρομο του Κουρμαγιέ, αυτόν που μέχρι προχτές γνώριζα μόνο από τα διάφορα βίντεο αθλητών του TOR στο YouTube αλλά ήρθα και τον είδα μέτρο-μέτρο, μέχρι και τα μαγαζιά θυμόμουν γνώρισα κι εγώ με τη σειρά μου φέτος περιδιαβαίνοντάς τον. Έγερνα αριστερά από τον πόνο στη μέση και αυτό δεν μαζευόταν, τι να έκανα όμως, ο πόλεμος έχει και απώλειες στο τέλος, θα με αποδέχονταν έτσι όπως ήμουν εκεί στον τερματισμό. Ένα χαμόγελο θα ήταν αρκετό για να δικαιώσει τους ελάχιστους θεατές που θα στέκονταν εκεί στην αψίδα, περιμένοντας το δικό τους αθλητή να φτάσει. Όπως όλοι φαντάζομαι, προσπάθησα κι εγώ να ανακαλέσω μέσα στα τελευταία δευτερόλεπτα πριν την αψίδα όλη μου την προσπάθεια πέντε μέρες σχεδόν αλλά μάλλον η σκέψη απορροφιέται εκείνες τις στιγμές από το παρόν, τους ήχους, τους ανθρώπους που σε προσγειώνουν στο τώρα, εξάλλου ήταν τόσο πολλά αυτά που έζησα, που δεν χωρούσαν σε δευτερόλεπτα ανακεφαλαίωσης.

Ανέβηκα στη ράμπα του τερματισμού και δεν είχα σημαία, γιατί δεν υπήρχε κάποιος να μου τη δώσει για να την ανεμίσω, τι κρίμα! Σαν πατριώτης θα το έκανα με χαρά, να τιμήσω τη χώρα μου την Ελλάδα, εκεί στην Ιταλία. Το μόνο που κατάφερα ωστόσο, ήταν να σταυρώσω τα μπατόν ψηλά στα χέρια μου, σαν μια ένδειξη θριάμβου για να γιορτάσω το ότι έφτασα τελικά εκεί που όφειλα ξεκινώντας. Άξιος (εν μέρει) αλλά και τυχερός, πολλά μπορούν να συμβούν μέσα σε πέντε μέρες. Δεν μετρά μόνο η αξία κάποιου, υπάρχουν ένα σωρό αιτίες που μπορούν να σε μετατρέψουν σε ένα ακόμα «θύμα» αυτού του εικονικού πολέμου του αθλητή με τους θεούς και τους δαίμονές του. Είμαστε ασήμαντοι μέσα στο μεγαλείο μας σαν όντα, μπορούμε να πετύχουμε πολλά, η ανθρώπινη ψυχή έχει αμέτρητες δυνάμεις για να φτάσει μακριά.

Στη ζεστασιά ενός σπιτιού πλέον κι εγώ, 20 ολόκληρες ώρες μετά το Θωμά

Μου φόρεσαν το μετάλλιο του τερματισμού και κατέβηκα, από τη ράμπα. Ο χρόνος μου ήταν 117 ώρες και βάλε, αυτό λοιπόν κατάφερα και εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια ικανοποίηση, κυρίως γιατί ήμουν εκεί και όλο αυτό μόλις είχε τελειώσει για μένα, γιόρταζα τη λύτρωση, την ανάσταση. Πέρασα για τα σχετικά μπροστά από τους μουσαμάδες του αγώνα και εμφανίστηκαν κάποιοι φίλοι όπως ο αεικίνητος Αντρέα που με περίμενε, περιμένοντας τον αγαπημένο του Πιέρ(Φραντσέσκο) να τερματίσει κι εκείνος. Ατυχώς οι καλοί μου φίλοι άργησαν λίγα λεπτά να φτάσουν εκεί αλλά οι αγκαλιές που ανταλλάξαμε μετά ήταν το ίδιο ζεστές. Ξεχωριστή η στιγμή που αγκαλιαστήκαμε με το Θωμά, τέσσερις μέρες μετά την κοινή μας πορεία στον αγώνα, από τότε είχα να τον δω από κοντά! Κι αυτές οι τέσσερις μέρες έμοιαζαν με μήνα ή και παραπάνω. Με έσφιξε στην αγκαλιά του, μόνο όπως ένας συναθλητής-συμπολεμιστής ξέρει, έχοντας περάσει από την ίδια μάχη νωρίτερα. Δάκρυα συγκίνησης έτρεξαν κι από τους δυο μας εκείνες τις στιγμές, το πιο ακριβό μετάλλιο, σταγόνες στο ρούχο μας!

Μετά τις χαρές και τις φωτογραφίες της παρέας, τα μαζέψαμε και πήγα σε πραγματικό σπίτι, έκανα μπάνιο και ξάπλωσα σε έναν καναπέ ανοίγοντας κουβέντα με τους φίλους για ότι έζησα. Οι ώρες πέρασαν, έφαγα πατάτες τηγανητές με αυγά ομελέτα από τα χεράκια του σεφ Θανάση, σαλάτες, τυρί και ψωμί, όλα αυτά τα ελληνικά πράγματα που μου είχαν λείψει. Κουβεντιάζοντας για τον αγώνα με τον Θωμά, αποκοιμήθηκα εκεί που είχα ξαπλώσει. Το απόγευμα με βρήκε ακόμα κάτω από μια κουβέρτα αλλά είχε έρθει η ώρα να πάμε όλοι μαζί ξανά στον τερματισμό να περιμένουμε την Ασημίνα μας, να τερματίσει κι εκείνη. Είχε βραδιάσει και μέχρι να το πάρουμε καλά είδηση και να πιάσουμε τα πόστα μας στον τερματισμό, να η Ασημίνα! Κουρασμένη όπως ο καθένας που φτάνει εκεί αλλά με ένα πλατύ αφοπλιστικό χαμόγελο ικανοποίησης, αφού είχε πετύχει νέα προσωπική της επίδοση, δεύτερη φορά που τερμάτιζε το TOR και παρότι αντιμετώπιζε ένα σοβαρό πρόβλημα στο γόνατο κατάφερε να φτάσει αλώβητη στο τέρμα της προσπάθειας. Καινούργιοι πανηγυρισμοί και αγκαλιές και πίσω από το βλέμμα, η δική της μικρή ιστορία από την εμπειρία στο «Γύρο των Γιγάντων».

H Ασημίνα στον τερματισμό μετά από 130 ώρες

Ξημερώνοντας η επόμενη μέρα, μάθαμε ότι μέσα στη νύχτα ηξ διοργάνωση αποφάσισε να διακόψει τον αγώνα στο καταφύγιο Φρασάτι, γιατί είχε ξεσπάσει σφοδρή χιονόπτωση και τα πράγματα ήταν πλέον εξαιρετικά επικίνδυνα για τους αθλητές! Σχεδόν 200 αθλητές αποκλείστηκαν 20-30 χιλιόμετρα μόλις πριν από τον τερματισμό. Στερήθηκαν τη χαρά να περάσουν τη γραμμή του τερματισμού για λίγες μόλις ώρες, αυτό όμως είναι το TOR, έχει ξανασυμβεί και στο παρελθόν κάτι τέτοιο.

Η αποστολή μας στο Tor des Geants του 2022 έκλεισε με τις απονομές της Κυριακής στο πάρκο του Κουρμαγιέ, σε μια ηλιόλουστη μέρα, με κόσμο και πολλά χαμόγελα από νικητές αλλά και νικημένους φαντάζομαι. Είχα τη χαρά να αναδειχτώ νικητής στην ηλικιακή μου κατηγορία (60+) ανάμεσα σε 70 περίπου συναθλητές μου και να ανέβω στο βάθρο, μια τιμή που την αφιερώνω στην ελληνική κοινότητα του ορεινού τρεξίματος, από αυτήν πήρα τη δύναμη και σ αυτήν την επιστρέφω.

Από την τελετή των απονομών μία μέρα μετά το τέλος του αγώνα

Γυρίσαμε στην Ελλάδα, έχοντας σαν ομάδα τριών αθλητών, τρεις επιτυχίες στις βαλίτσες μας: νέο ρεκόρ Ελληνίδων, νέο ρεκόρ Ελλήνων και μια πρωτιά σε ηλικιακή κατηγορία. Όλα πήγαν καλά και γι αυτό ίσως οι αγαπημένοι μας φίλοι μας περίμεναν στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης, έχοντας στήσει μια μικρή έκπληξη υποδοχής για να κάνουν ακόμα πιο όμορφο το σκηνικό του επαναπατρισμού.

Από την υποδοχή μας στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης

Νομίζω πως η συμμετοχή μου στο TOR με έκανε σίγουρα σοφότερο αλλά και πιο προσεκτικό στις εκτιμήσεις μου, για το πόσο ψηλά μπορώ να βάζω τον πήχη των προσδοκιών. Και αν μη τι άλλο, μου δημιούργησε το ερέθισμα να ξαναδοκιμάσω σύντομα την τύχη μου στον δυσκολότερο αγώνα του είδους του παγκόσμια, αφού είμαι βέβαιος ότι άφησα ένα χρέος εκεί στα βουνά της κοιλάδας της Αόστα. Ματαιοδοξία, φιλοδοξία? Πού σταματά το ένα, πού αρχίζει το άλλο? Ποιο το νόημα του να αγωνίζεται κανείς τελικά? Είναι μόνο η χαρά της συμμετοχής, είναι μόνο ο πόνος της υπέρβασης? Ο καθένας έχει τη δική του απάντηση από πριν, ακόμα κι αν δώσει άλλη στο τέλος. Περίεργο πλάσμα ο άνθρωπος, γι’ αυτό ίσως ψάχνει αέναα μέσα από τις δοκιμασίες να βρει ποιος τελικά είναι…