Σε ηλικία 66 ετών, ο Rana Bahadur Dahal από το Chainpur, Sankhuwasabha, κουβαλάει ένα σακίδιο σαν βουνό και κάνει μια απότομη, ανηφορική πεζοπορία. Είναι ένας αχθοφόρος που εξυπηρετεί ανθρώπους στην περιοχή του Έβερεστ. Συνήθως, κουβαλά βάρη περίπου 55 κιλών που περιέχουν ζυμαρικά, μπισκότα και ποτά.

Sponsored by

Τον Απρίλιο, όταν ξεκίνησε η σεζόν αναρρίχησης στο Έβερεστ, θεάθηκε να ξεκουράζεται μόλις είχε περάσει τη «Γέφυρα Χίλαρι». Ο Dahal κατευθυνόταν προς το Namche Bazaar. Χτισμένο στα 3.500 μέτρα, το Namche είναι το ενδιάμεσο σημείο για την πεζοπορία και τις αποστολές στο Έβερεστ και σε άλλες κορυφές των Ιμαλαΐων στην περιοχή του Khumbu. Έχει εξελιχθεί σε μια μικρή, πολύχρωμη αγορά με μια σειρά από ξενοδοχεία και εστιατόρια. «Αν συνεχίσω να ξεκουράζομαι, θα νιώσω κουρασμένος στο τέλος. Πρέπει να συνεχίσω να περπατάω», είπε ο Dahal. «Συνήθως ξεκουράζομαι από ώρα σε ώρα».

Ξένοι εμφανίζονται να περνούν στο μονοπάτι και στη συνέχεια ουρές από γιάκ και μουλάρια, που μεταφέρουν εμπορεύματα με τις κουδούνες τους να αντηχούν στην περιοχή του Khumbu. Οι κουδούνες είναι το σημάδι ότι έχει ξεκινήσει η σεζόν στο Έβερεστ.

Εκατοντάδες άνθρωποι στην περιοχή απασχολούνται από πεζοπόρους και ορειβάτες—μερικοί κερδίζουν αρκετά χρήματα και άλλοι κερδίζουν λίγα. Ο Dahal, που είναι αχθοφόρος για περισσότερα από 30 χρόνια, κερδίζει τα προς το ζην μεταφέροντας φορτία σε απόκρημνες βουνοπλαγιές. Τα εμπορεύματα μεταφέρονταν μέχρι πρόσφατα με ελικόπτερα στην Κατασκήνωση Βάσης του Έβερεστ αλλά η τοπική κυβέρνηση το σταμάτησε, προκειμένου να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για τους κατοίκους της περιοχής.

Οι αχθοφόροι έχουν πολλές χαρούμενες αλλά και θλιβερές ιστορίες. Ο Tirtha Bahadur Magar, ένας άλλος αχθοφόρος, είπε ότι έχει δουλειά, αλλά δεν είναι ευχαριστημένος με τον μισθό. «Παίρνω 1.800 ρούπιες (12 ευρώ) μεροκάματο για να μεταφέρω ένα σακίδιο τουρίστα από τη Lukla. Δεδομένων των δυσκολιών που αντιμετωπίζω, το ποσό απλά δεν είναι αρκετό», είπε. «Πρέπει να ξοδέψουμε το μισό ποσό για φαγητό και διαμονή. Αποταμιεύουμε ελάχιστα».

Καραβάνι φορτωμένων μουλαριών στο Khumbu

Η περιοχή του Έβερεστ είναι ακριβή γιατί όλα πρέπει να μεταφερθούν με αεροπλάνο. Οι βαστάζοι πρέπει να πληρώσουν ακόμη και για να παραγγείλουν ένα ποτήρι ζεστό νερό. Ένα φλιτζάνι τσάι με γάλα και ένα βραστό αυγό κοστίζουν πάνω από 200 Rs (1,5 ευρώ). «Είναι ακριβό να μείνεις σε αυτήν την περιοχή», είπε ο Magar.

Το αεροδρόμιο της Lukla, που χτίστηκε το 1964 από το “Himalayan Trust” που δημιουργήθηκε από τον Edmund Hillary, είναι η πύλη προς το Έβερεστ. Ο στόχος του αεροδρομίου εκείνη την εποχή ήταν να διευκολύνει τη μεταφορά προμηθειών στην περιοχή. Πριν κατασκευαστεί το αεροδρόμιο, οι άνθρωποι συνήθιζαν να ακολουθούν το μονοπάτι από το Jiri για να φτάσουν στην Κατασκήνωση Βάσης του Έβερεστ. Από το Jiri μέχρι τη Lukla είναι ένα ταξίδι εννέα ημερών περπατώντας.

Το αεροδρόμιο της Λούκλα

Λόγω του υψηλού κόστους και του απρόβλεπτου των πτήσεων (σ.σ. λόγω καιρού), οι ντόπιοι του Khumbu προτρέπουν εδώ και καιρό την κυβέρνηση να κατασκευάσει έναν δρόμο που θα συνδέει την περιοχή του Έβερεστ. Οι οδοιπόροι και οι ορειβάτες που κατευθύνονται προς το Έβερεστ συνήθως πετούν στο αεροδρόμιο Tenzing-Hillary της Lukla, όπου ξεκινά το μονοπάτι. Η Lukla βρίσκεται σε υψόμετρο 2.860μ. Ο απρόβλεπτος καιρός σημαίνει ότι τα προγράμματα πτήσεων μπορεί να χαλάσουν για εβδομάδες. Αυτό απλά σημαίνει ότι δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας σχετικές με τους πεζοπόρους. Για πεζοπόρους και ορειβάτες, χρειάζονται οκτώ ημέρες για να φτάσουν στην Κατασκήνωση Βάσης του Έβερεστ από τη Lukla και τρεις ημέρες για να επιστρέψουν. Για ένα αργό περπάτημα, η διάρκεια πάνω-κάτω υπερβαίνει τις δύο εβδομάδες. Οι αχθοφόροι είναι ευχαριστημένοι καθώς δεν υπάρχει άλλη διαθέσιμη υπηρεσία μεταφοράς στην περιοχή εκτός από τη δική τους, τουλάχιστον προς το παρόν.

Ένας άλλος αχθοφόρος, ο Meghraj Tamang από το Jaleshwari του Khotang, ο οποίος αυτή τη στιγμή ζει στην περιοχή Khumbu, είπε ότι αν και τα ελικόπτερα, τα γιακ και τα μουλάρια μπορούν να μεταφέρουν εμπορεύματα, οι αχθοφόροι έχουν την πρώτη προτεραιότητα. «Η μεταφορά εμπορευμάτων από τη Lukla στο Namche κοστίζει 50 Rs (περίπου 0,35 ευρώ) το κιλό. Ένας αχθοφόρος μεταφέρει 50 κιλά έως 80 κιλά», είπε ο Tamang.

Γιακ φορτωμένα με πραμάτεια, μόλις έφτασαν στο Namche Bazaar, το γρήγορα αναπτυσσόμενο τουριστικό κέντρο στην περιοχή του Έβερεστ (Φώτο: Λουκάς Χαψής)

Οι αχθοφόροι λένε ότι βγάζουν περισσότερα χρήματα κουβαλώντας σακίδια πεζοπόρων παρά όταν μεταφέρουν αγαθά σε καταστήματα και σπίτια. «Παίρνουμε και φιλοδωρήματα από τους τουρίστες». Ο Tamang είπε ότι κερδίζει πάνω από 40.000 Rs (280 ευρω) το μήνα, από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο, την περίοδο των αποστολών στο Έβερεστ. Τα κέρδη του το φθινόπωρο – Σεπτέμβριο έως Νοέμβριο στην περίοδο αιχμής της πεζοπορίας – είναι παρόμοια. Η περιοχή Khumbu δεν βλέπει σχεδόν κανέναν επισκέπτη κατά την περίοδο των μουσώνων (Ιούνιος-Αύγουστος) και του χειμώνα (Ιανουάριος-Φεβρουάριος).

Υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ των αχθοφόρων. «Πολλοί πεζοπόροι και ορειβάτες επισκέπτονται την περιοχή Khumbu κάνοντας επαφές με ταξιδιωτικά γραφεία που έχουν ήδη τον κατάλογο των αχθοφόρους τους. Δεν έχουν όλοι την ευκαιρία να μεταφέρουν τσάντες», είπε ο Tamang. Οι αχθοφόροι λένε ότι πριν από δεκαετίες, η πλειοψηφία των βαστάζων στην περιοχή του Έβερεστ ήταν από την κοινότητα των Σέρπα. Αλλά στις μέρες μας το επάγγελμα είναι ανοιχτό για όλους και οι περισσότεροι αχθοφόροι είναι από τα ορεινά του ανατολικού Νεπάλ.

Ο Bhagat Chandra Tamang, ένας άλλος αχθοφόρος, είπε ότι η μεταφορά εμπορευμάτων στο απόκρημνο έδαφος είναι γεμάτη κινδύνους. «Για να εξοικονομήσουν χρήματα, οι περισσότεροι αχθοφόροι δεν αγοράζουν αρκετά ζεστά ρούχα και τρώνε λίγο. Μεταφέρουμε αγαθά τρώγοντας ό,τι παίρνουμε και τα βγάζουμε πέρα ​​με ένα ρούχο για όλη τη σεζόν». Ανέφερε ότι στις περιοχές σημειώνονται συχνές χιονοπτώσεις. «Πρέπει να αντέξουμε τη ζέστη, τη βροχή και το χιόνι».

Ο Fu Chittar Sherpa, ένας οδηγός πεζοπορίας, είπε ότι οι αχθοφόροι μεταφέρουν σχεδόν όλες τις τσάντες των πεζοπόρων και των ορειβατών. Ο Kanchha Tamang, ένας ντόπιος από το Namche, είπε ότι οι ντόπιοι εξαρτώνται από τους αχθοφόρους για τα πάντα, από καθημερινά αναλώσιμα έως τα οικοδομικά υλικά που σχετίζονται με τις κατασκευές. «Είναι δύσκολο να μεταφέρεις μικροπράγματα με μουλάρι ή ελικόπτερο. Έτσι ορίστηκαν οι αχθοφόροι να μεταφέρουν τα εμπορεύματα. Έχουν σταθερές τιμές. Αλλά κατά τη διάρκεια της αναρριχητικής περιόδου, είναι δύσκολο να βρεις αχθοφόρους», είπε ο Kanchha Tamang.

Ο Ekka Bahadur Kulung από το Mahakulung του Solukhumbu, άρχισε να εργάζεται ως αχθοφόρος μετά την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και εργάζεται σαν αχθοφόρος τα τελευταία δύο χρόνια. Ο αχθοφόρος χρειάζεται ένα ντόκο (καλάθι από μπαμπού), ένα ραβδί, ένα σχοινί για να μεταφέρει το ντόκο και ένα τόκμα, ένα ξύλινο στήριγμα σε σχήμα Τ για να ακουμπά το ντόκο (καλάθι) προκειμένου να παίρνει ολιγόλεπτες ανάσες κάθε τόσο, χωρίς να σταματά στην άκρη του μονοπατιού και να ξεφορτώνεται εντελώς το φορτίο του.

ΠΩΣ ΚΑΤΑΦΕΡΝΟΥΝ ΟΙ ΝΕΠΑΛΕΖΟΙ ΑΧΘΟΦΟΡΟΙ ΝΑ ΚΟΥΒΑΛΟΥΝ ΜΕΓΑΛΑ ΦΟΡΤΙΑ

Η ικανότητα των βαστάζων στο Νεπάλ να κουβαλούν μεγάλα και βαριά φορτία έχει προκαλέσει το επιστημονικό ενδιαφέρον εδώ και χρόνια, καθώς είναι σπάνιο το φαινόμενο παγκόσμια. Το επάγγελμα του αχθοφόρου (βαστάζου) είναι πολύ παλιό στο Νεπάλ και συνδέεται με το εμπόριο αλατιού πριν από αιώνες, μεταξύ Θιβέτ και Ινδίας. Μετά την άνθηση της ορειβασίας στην οροσειρά και και της πεζοπορίας αναψυχής στον 20ο αιώνα, η άμεση και έμμεση εμπλοκή των αχθοφόρων εκτοξεύτηκε, καθώς οι ανάγκες μεταφοράς υλικών και φορτίων γενικότερα πολλαπλασιάστηκε. Στο πρόσφατο παρελθόν όμως, η διάνοιξη δρόμων, εξάλειψε τη συμβολή των ανθρώπων στη μεταφορά φορτίων στις περιοχές του Νεπάλ όπου αναπτύχθηκε πυκνό οδικό δίκτυο. Παρόλα αυτά, κάποιες περιοχές φροντίζουν να διατηρήσουν τη συμβολή του ανθρώπινου παράγοντα, με τον περιορισμό της μεταφοράς υλικών από άλλα επίγεια ή εναέρια μέσα, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους ντόπιους κυρίως πληθυσμούς να έχουν μια επαγγελματική διέξοδο.

Σε μια σχετικά παλιά (2005) έρευνα από την ομάδα του Βέλγου εργοφυσιολόγου Norman Heglund από το Πανεπιστήμιο του Louvain, έγινε καταγραφή δεδομένων για πολλούς βαστάζους, άνδρες αλλά και γυναίκες! Αποδείχτηκε πως οι άνδρες κουβαλούν φορτία της τάξης του 90% έως και 120% του σωματικού τους βάρους (ο ένας στους τέσσερις μετέφερε φορτίο της τάξης του 120% και κάποιοι ελάχιστοι μέχρι και το 180%) ενώ οι γυναίκες όχι πάνω από το 70%. Στον δυτικό κόσμο, ένας καλογυμνασμένος άνδρας που κινείται για λόγους αναψυχής σε ορεινό περιβάλλον, μεταφέρει συνήθως μέχρι το 25% του βάρους του στο σακίδιό του και αυτό σπάνια συμβαίνει για περισσότερο από 2-3 ημέρες. Στις μετρήσεις που έγιναν στους βαστάζους, δεν διαπιστώθηκε αυξημένη αερόβια ικανότητα, ούτε και κάποιες άλλες μυοσκελετικές ιδιαιτερότητες που να διαμορφώθηκαν μετά από πολυετή ενασχόληση στη μεταφορά φορτίων. Δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη τεχνική, κάποιο τρικ, που να τους επιτρέπει να σηκώνουν μεγαλύτερα βάρη από άλλους ανθρώπους. Απλά φορτώνονται το βάρος και περπατούν με αργό ρυθμό (περίπου 2 km/h) και πολύ συχνά, μικρά διαλείμματα. Ακόμα κι αν πρόκειται να φτάσουν αργά στον προορισμό τους, προτιμούν να περπατήσουν νύχτα με τον ίδιο αργό ρυθμό παρά να επιταχύνουν! Επίσης, το χαμηλό σωματικό τους ύψος (μ.ο. 1.60μ), τους βοηθά να μεταφέρουν φορτία με πιο ψηλό κέντρο βάρους!

Σαν γενικό συμπέρασμα, η συγκεκριμένη έρευνα κατέληξε στο ότι δεν υπάρχει κάποια κατασκευαστική ιδιαιτερότητα στα σώματα των αχθοφόρων και όλα οφείλονται στο γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι, παρά το ότι διατρέφονται και διαβιούν σε πολύ κακές και ελλιπείς συνθήκες και με τον κίνδυνο ασθενειών, έχουν συνηθίσει να μεταφέρουν φορτία από μικρά παιδιά, έχοντας βρει τη χρυσή τομή με τον αργό ρυθμό κίνησης στο μονοπάτι. Επίσης, το γεγονός ότι διατρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με ρύζι, βοηθά να μεταβολίζουν καλύτερα τους υδατάνθρακες και να παράγουν περισσότερο έργο. Εάν η διατροφή τους περιλάμβανε μεγαλύτερο ποσοστό πρωτεΐνης, αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα πιο φτωχή παραγωγή έργου και πιο κακή σχέση διοξειδίου του άνθρακα με οξυγόνο, που παράγει ο μεταβολισμός υδατανθράκων!

«Αυτό που κάνουν αυτοί οι αχθοφόροι, από τη δική μας οπτική γωνία, είναι κάπως αδιανόητο, ακόμη και για τους αθλητές» λέει ο Heglund. «Στη δυτική κοινωνία δεν έχουμε πλέον πραγματική αίσθηση για το τι μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι σωματικά, επειδή είμαστε τόσο μακριά από αυτό το επίπεδο καθημερινής χειρωνακτικής εργασίας που φυσικά δεν μπορούμε να το κάνουμε πια».

 

ΠΩΣ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΕΞΑΦΑΝΙΣΑΝ ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ ΑΧΘΟΦΟΡΟΥ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ (*)

Μέχρι πριν από τρία χρόνια, ο Lakpa Chhiring Sherpa καλωσόριζε πελάτες στο ξενοδοχείο του στο Chauki Bazaar ένα χωριό χτισμένο στους λόφους του ανατολικού Νεπάλ και έβγαζε αξιοπρεπή εισοδήματα για να συντηρήσει την οκταμελή οικογένειά του. Ωστόσο, ο 57χρονος Σέρπα χρειάστηκε να υιοθετήσει ένα νέο επάγγελμα αφού οι πεζοί επισκέπτες στέρεψαν με την επέκταση της οδικής συνδεσιμότητας.

Ο Λάκπα φτιάχνει Doko, Dalo και Bhakari, παραδοσιακά καλάθια από μπαμπού, για να κερδίσει τα προς το ζην τα τελευταία τρία χρόνια. Όμως, το εισόδημά του δεν είναι πολύ κοντά σε αυτό που έβγαζε από το ξενοδοχείο, καθώς τα προϊόντα μπαμπού δεν διαθέτουν αγορά. «Δεν έχουμε επισκέπτες αυτές τις μέρες», είπε ο Σέρπα, ο οποίος ήταν απασχολημένος με την κατασκευή των καλαθιών όταν τον συνάντησε η Kathmandu Post νωρίτερα αυτή την εβδομάδα (σ.σ. Οκτώβριος 2022).

Αφού παντρεύτηκε πριν από περίπου τέσσερις δεκαετίες, ο Σέρπα μετακόμισε με την οικογένειά του στην περιοχή από το Lelep στο Taplejung, την περιοχή στη βορειοανατολική γωνία της χώρας, και άνοιξε ένα πανδοχείο.

Συχνά αναπολώντας περασμένες μέρες, ο Sherpa θυμάται το Chauki Bazaar σε όλο του το μεγαλείο. Το χωριό του υποδεχόταν στο παρελθόν εκατοντάδες ταξιδιώτες. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πεζοί και αχθοφόροι που μετέφεραν εμπορεύματα από το Dharan στην περιοχή Sunsari στα βόρεια μέρη των περιοχών Tehrathum, Taplejung και Sankhuwasabha, φαρμακευτικά βότανα και τοπικά προϊόντα από αυτές τις περιοχές σε άλλες χαμηλότερες. Το πανδοχείο του Σέρπα παρείχε διαμονή και φαγητό σε αυτά τα άτομα.

«Στο σπίτι μου συνήθως δεν αρκούσε ο χώρος για να φιλοξενήσει αυτούς τους ανθρώπους τη νύχτα», θυμάται ο Σέρπα. Μόλις τότε είχαν ξεκινήσει οι εργασίες για να ανοίξει δρόμος από το Dharan στο Basantapur.

«Καθώς η κατασκευή του αυτοκινητόδρομου Madan Bhandari συνεχίζεται, έχει οδηγήσει πολλούς αχθοφόρους και βοσκούς Chauri (γιακ) να αλλάξουν το επάγγελμά τους για να προσαρμοστούν στις αλλαγές που επιφέρει η οδική συνδεσιμότητα», δήλωσε ο Buddi Man Limbu, Πρόεδρος του Chainpur.

Στη συνέχεια, οι άνθρωποι άρχισαν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τη μεταφορά αγαθών στις διαδρομές αυτής της περιοχής χρησιμοποιώντας μουλάρια και γιακ. Περισσότερα από 200 άτομα έκαναν μια περιουσία μέσω αυτού του εμπορίου, είπε ο Sherpa. «Οι αγωγιάτες μουλαριών και γιακ έγιναν οι νέοι πελάτες του. Όμως, όλα άλλαξαν με την πρόσβαση της οδικής διασύνδεσης.

«Το πεζοπορικό μονοπάτι έχει σχεδόν χαθεί», είπε ο Udaya Kumar Lole, επιχειρηματίας πανδοχείου στο Chauki Bazaar. «Μόλις που βλέπουμε ελάχιστους πεζούς ταξιδιώτες, αχθοφόρους και βοσκούς γιακ στις μέρες μας». Και ο Lole επίσης σκέφτεται να αλλάξει το επάγγελμά του. «Το σπίτι μου είναι δίπλα στο δρόμο, αλλά σπάνια σταματούν τα αυτοκίνητα. Δεν έχω πολλούς πελάτες», είπε.

«Οι άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τα παραδοσιακά επαγγέλματά τους λόγω της οδικής συνδεσιμότητας», δήλωσε ο Narayan Karki, ο πρόεδρος τοπικού Δήμου Madi. Οι βοσκοί γιακ αντικατέστησαν τους αχθοφόρους για να μεταφέρουν τα εμπορεύματα στα βόρεια μέρη της περιοχής μέσω αυτής της διαδρομής. «Δεδομένου ότι αυτά τα ζώα μπορούσαν να μεταφέρουν περισσότερα φορτία από τους αχθοφόρους, πολλοί άνθρωποι άρχισαν να έλκονται από αυτό το επάγγελμα», είπε ο Phujung Bhote, έμπορος στο Gupha Bazaar. «Αλλά, εκτοπίστηκαν από αυτό το επάγγελμα με τη σειρά τους, όταν τέθηκαν σε λειτουργία οι αυτοκινητόδρομοι».

Ο Chhiring Lama, ο οποίος ασχολείται σήμερα με την πολιτική και τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις, ήταν κάποτε αγωγιάτης γιακ για τη μεταφορά εμπορευμάτων. Μέχρι πριν από μια δεκαετία, ο Λάμα μετέφερε αγαθά χρησιμοποιώντας τουλάχιστον 30 γιακ και μουλάρια από το Basantapur σε αγροτικές περιοχές της περιοχής Taplejung.

To οδικό δίκτυο στην περιοχή του Taplejung το 2010 (αριστερά) και το 2023 (δεξιά)

Παρόμοια με τους υπόλοιπους, ο Gyawu Sherpa, ο οποίος είχε περισσότερα από 50 βόδια και μουλάρια στο Gupha Pokhari για να διευθύνει την μεταφορική του επιχείρηση, αγόρασε στο τέλος ένα Land Rover πουλώντας τα ζώα του! Ομοίως, ο Dhurv Khadka από το Panch Pokhari είχε αγοράσει μια ντουζίνα βόδια με τιμή από 60.000 έως 130.000 ρούπιες για να μεταφέρει εμπορεύματα. Αλλά πούλησε στο τέλος αυτά τα ζώα, μετανάστευσε στο Ghurmise και ίδρυσε ένα ξενοδοχείο.

«Πρέπει να προσαρμοστείς ανάλογα με το περιβάλλον», είπε ο Σέρπα. «Ο δρόμος έκανε εκατοντάδες ανθρώπους σαν εμένα να πουλήσουν τα βόδια και τα μουλάρια τους και να κάνουν κάτι διαφορετικό για να βγάλουν τα προς το ζην.»

(*) (άρθρο της εφημερίδας Kathmandu Post από τον Οκτώβριο του 2022)