Οι άνθρωποι ζούμε με ένα όνειρο συνήθως, να δούμε να γίνεται πράξη ένας σπουδαίος στόχος στη ζωή μας. Ένας στόχος, που σαν πολύτιμο φυτό ποτίζουμε για καιρό μέσα μας περιμένοντας να ανθίσει και να μας γεμίσει συναισθήματα πληρότητας, ευτυχίας. Κάπως έτσι αντιμετώπιζα τα τελευταία τρία χρόνια την περίπτωση του Tor des Geants, ενός «δισκοπότηρου» αναμφίβολα, στο χώρο της ορεινής υπεραντοχής, για να την αποκαλέσουμε και ελληνιστί με κάποιον τρόπο. Φέτος, όρισα πως θα είναι για μένα και η καταληκτική προσπάθεια στο συγκεκριμένο αγώνα, προκειμένου να δω κι εγώ το δικό μου λουλούδι να ανθίζει επιτέλους.

Sponsored by
To Col Crosatie, από φωτογραφία αρχείου της διοργάνωσης

Ο Tor προέκυψε φέτος ανέλπιστα στο δρόμο μου, δεν τον είχα βάλει στους στόχους της χρονιάς όπως τα δύο προηγούμενα χρόνια, όμως εμφανίστηκε αρκετά νωρίς και μου έδωσε τον απαραίτητο χρόνο να προετοιμαστώ ανάλογα και να διεκδικήσω αυτό που πίστευα πως δικαιούμαι. Χάρη στην προηγούμενη συνεργασία του Mythical με τον κύκλο αγώνων Tor eXperience, βρέθηκα περίπου ως καλεσμένος της διοργάνωσης εν τέλει, κάτι ιδιαίτερα τιμητικό για να το προσπεράσω χωρίς να δώσω τη δέουσα σημασία στην πρόσκληση.

Το μοτίβο της προετοιμασίας μου για τον αγώνα περιλάμβανε λίγο-πολύ ότι συνήθως: μεγάλες διάρκειες και πολλούς ανήφορους κι ανάμεσα κάποιους αγώνες που θα έδιναν τον τόνο για την επερχόμενη δοκιμασία. Όλα φρόντισα να τα κάνω με μέτρο, να μην ξεφύγω προς το υπέρμετρο και νομίζω πως δεν έπεσα έξω. Βέβαια, το ελληνικό καλοκαίρι, ιδιαίτερα ζεστό και μακρύ φέτος, είναι αποθαρρυντικός παράγοντας για αγωνιστική προετοιμασία ή ακόμα και για απλή αθλητική δραστηριότητα θα έλεγα. Θέλει θυσίες για να μπορέσει κάποιος να φανεί συνεπής στον σχεδιασμό του και μάλλον δεν είμαι από τους πλέον πιστούς στρατιώτες σε τέτοιες αποστολές, κάπου παραδίνομαι στον εχθρό.

Χάρτης της διαδρομής, από το 2022

Ο πήχης μπήκε ψηλά, όσο ψηλά είχε μπει και την πρώτη μου φορά εκεί, δύο χρόνια νωρίτερα. Το διψήφιο νούμερο ωρών στο TOR κάποιους τους φοβίζει, εμένα όχι! Κάνοντας την αναγωγή σε βαθμολογία ITRA, οι 100 ώρες δίνουν ένα σκορ 580, τίποτα το φοβερό καταρχήν. Ωστόσο, μόλις ο ένας στους 15 από όσους τερματίζουν, πετυχαίνει επίδοση κάτω από 100 ώρες! Όσοι έχουμε τερματίσει το TOR, συνηθίζουμε να λέμε πως αυτός ο αγώνας είναι πολύ σφιχτός (=τσιγκούνης) στη βαθμολογία του. Αυτό οφείλεται βέβαια στο γεγονός ότι είναι πολυήμερος και το κυριότερο, χωρίς στάσεις (=non stop). Σε τέτοιους αγώνες, κομβικό ρόλο έχει ο «χαμένος» χρόνος στις στάσεις! Πριμοδοτούνται εκείνοι που μπορούν να λειτουργήσουν ως walking deads, κάτι απίστευτα δύσκολο. Φυσικά, δεν έχουμε όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες ανάγκες σε ύπνο και κάπου εκεί παίζεται τελικά το παιχνίδι.

Αναφορικά με τη δική μου προσπάθεια για το σπάσιμο των 100 ωρών, βασιζόμουν κυρίως σε ένα θεωρητικό υπόβαθρο, που συνδέει τη βαθμολογική αξία του αθλητή με τις δυνητικές του ικανότητες. Φυσικά, οι υπόλοιποι παράγοντες, όπως ο ύπνος, οι καιρικές συνθήκες, η οργανική κατάσταση του αθλητή, πιθανοί τραυματισμοί ή οργανική δυσλειτουργία, δεν μπορούν να συμμετέχουν στην εξίσωση. Βέβαια, η προϊστορία ήταν εναντίον μου, καθώς το 2022 κράτησα κλειδωμένο τον στόχο των 100 ωρών μόνο για το πρώτο μισό του αγώνα, ενώ το 2023 άλλοι λόγοι με ανάγκασαν να τηρήσω εξαρχής μια αμυντική στάση στον αγώνα και να ξεχάσω τις 100 ώρες. Πίστευα ωστόσο φέτος, πως η εμπειρία και γνώση δύο προηγούμενων συμμετοχών, μου εξασφάλιζαν πολύτιμα στοιχεία προς αξιοποίηση.

Και κάτι για τον εξοπλισμό, μείζονος σημασίας παράγοντα για το TOR. Όπως και σε άλλα ζητήματα, έτσι και στον εξοπλισμό, υπάρχει πάντα η αποκαλούμενη χρυσή τομή, μια ευαίσθητη δηλαδή ισορροπία ανάμεσα στο ελάχιστο και στο αναγκαίο, αφού χρόνια τώρα η διοργάνωση του TOR έχει γίνει πολύ ελαστική και μετέφερε σχεδόν όλον τον «υποχρεωτικό» εξοπλισμό, στον «συστηνόμενο», άρα είναι στην κρίση του ίδιου του αθλητή να αποφασίσει τι τελικά θα μεταφέρει πάνω του. Έχοντας ο ίδιος την πικρή εμπειρία του 2022, όταν λόγω χωρητικότητας σακιδίου άφησα έξω αναγκαίο ρουχισμό, κάτι που τελικά μου στοίχησε αρκετές ώρες στην τελική επίδοση, έχοντας εγκλωβιστεί σε καταφύγιο στη διάρκεια ισχυρής βροχόπτωσης μέσα στην 4η νύχτα του αγώνα. Έτσι, φέτος αποφάσισα να φορτωθώ ένα 20λιτρο σακίδιο, που όμως δεν έχει χαρακτηριστικά «γιλέκου», γεγονός που στον φετινό αγώνα κατέστησε τη διαδικασία λήψης και εναπόθεσης εξοπλισμού χρονοβόρα, γιατί απουσιάζουν οι πλευρικές, ανοιχτές τσέπες που συνηθίζουν να τοποθετούν οι κατασκευαστές στα γνωστά μας γιλέκα. Αυτό με ανάγκαζε τελικά να σταματώ κάθε φορά, να βγάζω το σακίδιο από την πλάτη και να το ξαναφορτώνομαι. Και δυστυχώς, οι κακές καιρικές συνθήκες φέτος ήταν τέτοιες που μας ανάγκαζαν να βάζουμε και να βγάζουμε ρούχα πάνω μας με πιο συχνό ρυθμό από ότι συνήθως εκεί. Για την ιστορία, το σακίδιό μου, σε πλήρη φόρτο ζύγιζε περίπου 4,0 έως 4,5 κιλά, μάλλον από τα βαρύτερα στον αγώνα.

Μια αναμνηστική πηγαίνοντας προς την εκκίνηση

Την ώρα της εκκίνησης, την Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου, ήξερα ακριβώς τι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνω: συντηρητικό ξεκίνημα και ανάπτυξη μετά την πρώτη ώρα, αφού πάντα στα πρώτα 3-4 χιλιόμετρα, πάνω στον μεγάλο ανήφορο για το Col Arp, ένα αργοκίνητο ανθρώπινο «φίδι» σέρνεται υπομονετικά μέχρι να βγει σε κτηνοτροφικό χωματόδρομο, όπου πλέον οι προσπεράσεις γίνονται με πανεύκολο τρόπο και ο καθένας βρίσκει τη σειρά που θέλει. Ταυτόχρονα όμως ξεκίνησε και η βροχή που όλοι περιμέναμε και με ακρίβεια είχαν προβλέψει τα προγνωστικά μοντέλα που παρακολουθούσαμε τις παραμονές του αγώνα. Αυτό βέβαια μας οδήγησε όλους στο να φορέσουμε τα αδιάβροχα μπουφάν μας και να σκεφτούμε αν η λίγη βροχή της πρόγνωσης θα είναι όντως λίγη ή θα τη διαψεύσει σε βάρος του αγώνα.

Ανηφορίζοντας για το πρώτο διάσελο του αγώνα, το Col d’ Arp, στο Κ-9. Η κόκκινη γραμμή σημαδεύει στο μονοπάτι και το βέλος με την κουκίδα κάτω του, το διάσελο, στα 2571 μέτρα

Τα πρώτα μου περάσματα ήταν πιο γρήγορα από το πλάνο που είχα θέσει, με χαρακτηριστικό το 2:52 (έναντι 3:15) στο La Thuile (KM-19). Συνήθης μια τέτοια εξέλιξη στην αρχή ενός μεγάλου αγώνα, ειδικά όταν έρχεται και μια βροχόπτωση, που υποσυνείδητα σε πιέζει -όπως και ο ρυθμός των τριγύρω σου- να τρέξεις γρηγορότερα, όντας μάλιστα ξεκούραστος. Στο συγκεκριμένο σταθμό, που τυχαίνει να είναι το πρώτο χωριό μετά την εκκίνηση αλλά και το τελευταίο μέχρι το Κ-48 όπου βρίσκεται το δεύτερο, η βροχή εντάθηκε σοβαρά! Θυμάμαι ότι οι σταγόνες της βροχής πέφτοντας σε μικρές λίμνες νερού που ήδη είχαν σχηματιστεί, έκαναν εκείνη τη γνωστή φυσαλίδα, σημάδι έντονης βροχόπτωσης.

Φεύγοντας από το σταθμό του La Thuile

Φυσικά, δεν υπήρχε πιθανότητα για οτιδήποτε άλλο εκτός από το να συνεχίσω. Το ίδιο έκαναν όλοι. Η συνέχεια ήταν απλά ανεκτή, με τη βροχή να συνεχίζει αρκετά έντονη, μικρά ρυάκια να κυλούν από παντού και τα πόδια να έχουν πλέον την αίσθηση του μουσκέματος. Το σακίδιο προστατεύθηκε από το γνωστό “rain-cover” γιατί το περιεχόμενο θα κινδύνευε διαφορετικά, παρότι τα ρούχα που μετέφερα εκεί, τα είχα ήδη μέσα σε αδιάβροχο σάκο. «Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά»

Ακολούθησαν δύο περάσματα διάσελων μετά το καταφύγιο Deffeyes στο Κ-28, του Passo Alto (2857μ) και του Col Crosatie (2829μ). Η βροχή μας έκανε τη χάρη και καταλάγιασε, ενώ τα σύννεφα μου έδωσαν την εικόνα ότι τραβιούνται ψηλότερα, σημάδι που συνδέεται με το τέλος της βροχής. Βρισκόμουν κάπου μέσα στην πρώτη 100άδα, όπως με πληροφόρησαν στο μικρό σταθμό του Promoud (Zapelli) Κ-38), κάπου στο πουθενά των βουνών, στις 6:10 ώρες. Να σημειώσω πως στο τερέν του TOR βρίσκεις από το καλύτερο (άσφαλτος) αλλά και το χειρότερο (βράχο πάνω στον βράχο). Κάποιες φορές, όπως στην κατεβασιά από το Passo Alto μέχρι το Zapelli, είναι τόσο κακό το μονοπάτι, που κάνει ακόμα κι εμάς τους Έλληνες να αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσο κακοτράχαλα μονοπάτια στις δημοφιλείς Άλπεις! Πηδούσαμε σαν τα κατσίκια από βράχο σε βράχο κατηφορίζοντας, κάνοντας χώρο πάντα οι πιο αργοί στους γρηγορότερους, για να περάσουν. Το ευ αγωνίζεσθαι σε πλήρη ανάπτυξη!

Στη μεγάλη ανηφόρα του Col Crosatie μπήκα σε μια ρέγουλα ρυθμού και μέχρι το τέλος της ανάβασης λίγοι με είχαν περάσει και ακόμα λιγότερους είχα περάσει εγώ. Θυμάμαι έναν Κινέζο που ανέβαινε δυναμικά και πίσω του ένα μικρό γκρουπ Ιταλών που σταδιακά απομακρύνθηκαν από μπροστά μου αλλά για μόνο 1-2 λεπτά σε διάρκεια μιας ώρας περίπου. Τα κουμπωτά μπατόν γνωστής εταιρείας, αυτά με το θηλύκι στο ειδικό γάντι τους, κάνουν πολύ σοβαρή δουλειά στις ανηφόρες, αρκεί να ξέρει κανείς να τα χρησιμοποιεί σωστά. Στους κατήφορους ξεκούμπωμα από το γάντι, για να διασφαλίσουμε τη σωματική μας ακεραιότητα σε περίπτωση πτώσης.

Συναθλητής μετά το καταφύγιο Deffeyes, καθοδόν για Paso Alto (Haute Pass). Σωροί από βράχια παντού και ψιλόβροχο

Τα χιλιόμετρα έτρεξαν στην κατάβαση για το χωριό Planaval, στο Κ-46, από όπου πέρασα 30 λεπτά γρηγορότερα (8:35) από τον μπούσουλά μου. Εδώ πια φάνηκε να εξισορροπείται το άνοιγμα που διαρκώς διεύρυνα νωρίτερα, αυτό δηλαδή ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη. Ήταν ξεκάθαρα ένα πρώτο σημάδι πρόωρης κόπωσης, μιας υποχώρησης δυνάμεων, παρόλα αυτά ήμουν ζεστός και με αποθέματα ακόμα. Σύντομα έφτασα και στον πρώτο κεντρικό Σταθμό Ανεφοδιασμού, στο Valgrisenche (K-52) έχοντας καλύψει και 3850+ σε αυτές τις πρώτες 9:26 ώρες. Βροχή δεν υπήρχε, ο ουρανός όμως παρέμενε βαρύς και η μέρα μας αποχαιρετούσε οριστικά.

Στον αναμορφωμένο από άλλες χρονιές σταθμό -εύγε στη διοργάνωση που έλυσε το μεγάλο πρόβλημα- άνοιξα τα παπούτσια μου για πρώτη φορά, να δω τι συμβαίνει εκεί μέσα. Το θέαμα δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικό, με τις πατούσες να έχουν φτιάξει τις γνωστές ζάρες από το μουσκίδι, σε πολύ έντονο βαθμό. Από μια πρώτη ματιά, φουσκάλες δεν κατάφερα να εντοπίσω και αυτό ήταν παρήγορο. Άφησα γυμνά τα πόδια όση ώρα έμεινα εκεί για να φάω κανονικό φαγητό και να οργανώσω νυχτερινό εξοπλισμό, να φορτίσω συμπληρωματικά από δικό μου power bank, τηλέφωνο και ρολόι. Έριξα κλεφτές ματιές στο live του αγώνα διαδικτυακά, να δω τι γίνεται με την κορυφή της κούρσας αλλά και κάποιους από τους υπόλοιπους Έλληνες. Διαπίστωσα πως η Ασημίνα κρατά για αρχή πολύ καλά και ένιωσα μια ευχάριστη έκπληξη γι’ αυτό, γιατί φοβόμουν τους τραυματισμούς της και πόσο θα μπορούσαν να της στοιχίσουν.

Στοίβες τα drop-bags στο σταθμό του Valgrisenche (K-50)

Πάνω στα 40 λεπτά είχα οργανωθεί, έβαλα ένα στεγνό ζευγάρι κάλτσες, δεν άλλαξα όμως ούτε παπούτσια, ούτε και τον εσωτερικό τους πάτο τουλάχιστον, κακό αυτό όπως αποδείχτηκε. Πηγαίνοντας στην έξοδο, διαπιστώνω με έκπληξη ότι στο μεταξύ έξω ξεκίνησε πάλι να βρέχει! Ανατροπή! Πίσω ξανά, για αλλαγή και προσθήκη ρουχισμού. Με αυτά και με εκείνα, το 40λεπτο έγινε ώρα μέχρι να ξαναβγώ από τον σταθμό, βγήκα όμως έτοιμος για μια βροχερή νύχτα! Σε 10:31 ώρες αναχώρηση τελικά, ήμουν ακριβώς στο πλάνο για κάτω από 100 ώρες, πολύ καλά!

Η συνέχεια δεν ήταν η αναμενόμενη ωστόσο. Η ανηφόρα που ακολουθούσε ήθελε και κάθε τόσο μια διαχείριση ρουχισμού μέσα στη χοντρή ψιχάλα, που σταδιακά πύκνωνε. Κράτησα έναν ανεκτό ρυθμό μέχρι τον επόμενο σταθμό (Chalet Epee Κ-59), όπου έφτασα οριακά έξω στα προβλεπόμενα (12:05), όμως η βροχή πια είχε δυναμώσει εδώ στα 2500 μέτρα και βρήκα ευκαιρία να οργανωθώ καλύτερα στο ρουχισμό μου, αφού μπροστά είχα ένα ακόμα διάσελο, πάνω από τα 2800, το διαβόητο Grand Col Fenetre, το οποίο κρύβει πάντα κινδύνους στο κατέβασμα του ανατολικά. Αδιάβροχο παντελόνι, αδιάβροχα γάντια και μια μακρυμάνικη μπλούζα μέσα από το μπουφάν, μάλλον θα με κάλυπταν όσο χρειαζόταν.

Το φετινό καλοκαίρι στις Άλπεις ήταν ιδιαίτερα βροχερό κι αυτό το ζούσαμε σε κάθε μας βήμα. Παντού νερά να κυλάνε από και σε κάθε κατεύθυνση. Έπρεπε να είσαι προσεκτικός σε κάθε βήμα όταν βρισκόσουν σε απλωσιές, όπου κυλούσαν νερά από αμέτρητες πηγές ψηλότερα. Από πέτρα σε πέτρα το βήμα, γιατί εκτός από το μούσκεμα της βροχής ενέδρευε και εκείνο των ρυακιών, ακόμα χειρότερο για τα ήδη βρεμένα πόδια μας. Και σε αρκετές περιπτώσεις, ειδικά σε χορταριασμένο έδαφος, κρυβόταν η απόλυτη παγίδα, με το νερό να έχει διαποτίσει τα πάντα αλλά να είναι καμουφλαρισμένο 1-2 εκατοστά κάτω από το χορτάρι, σε επίπεδες περιοχές όπου δεν είχες παρά ελάχιστες επιλογές για το πώς να τις διασχίσεις. Συνήθως η πιο σύντομη ήταν και το κανονικό μονοπάτι, πνιγμένο στο νερό και τη λάσπη.

Στο Col Crosatie (K-38) ένας διαπιστευμένος Ασιάτης supporter αθλητή, φιλοτιμήθηκε να με βγάλει μια φωτογραφία, να έχω να θυμάμαι! Ας είναι καλά

Πέρασε το Fenetre στα 2850μ με έναν αέρα να φυσά άσχημα και ακολούθησε ο επίφοβος κατήφορος, ατέλειωτος μέχρι το χωριό στην κοιλάδα κάτω. Τα φωτάκια από το Rhemes-Notre-Dame, έμοιαζαν άπιαστα σε τόσο βάθος που φάνταζαν, ένα κάθετο χιλιόμετρο χαμηλότερα. Μέσα σε βροχή, παρέα με κάποιον που τυχαία σκαλώσαμε λίγο πριν το χωριό, φτάσαμε στο σταθμό (Κ-67/5100+/14:19), ελάχιστα εκτός προγράμματος. Ήμουν μούσκεμα μπαίνοντας και αποφάσισα να βγάλω για λίγο τα πανωφόρια μου, μήπως και στεγνώσουν στο τέταρτο που λογάριαζα να μείνω για να φάω κάτι, ήταν πια μεσάνυχτα. Στο λεπτό, να και ο Σπύρος ο Λογοθέτης! Κι εκείνος σε παρόμοια κατάσταση αλλά πιο αποφασισμένος να φύγει όσο πιο γρήγορα από εκεί.

Βγήκα με τα μισά ρούχα και λίγα μέτρα πιο ‘κει, στάθηκα κάπου να απαγκιάζει και συμπλήρωσα, άλλη καθυστέρηση κι αυτή. Πήρα τις μεγάλες ανηφόρες για το Col Entrelor (3007μ). Η πορεία μου έμοιαζε να χωλαίνει, κάτι ένιωθα πως δεν πάει καλά με μένα. Με πέρναγαν όλοι και δεν περνούσα σχεδόν κανέναν! Έκανα υπομονή και συνέχισα με πιο συντηρητικό ρυθμό, για να είμαι σίγουρος. Επιτέλους, έφτασα κάποιους και τους πέρασα, αναθάρρησα! Όταν μόνο σε περνάνε, όσο κι αν είναι πια απλωμένοι οι αθλητές (από τους φακούς εκτίμησα περίπου 6-8 στο χιλιόμετρο), τα πράγματα δεν πάνε καλά για σένα, έχεις κάνει «κοιλιά» και πρέπει να ψάξεις τις αιτίες!

Η ανάβαση για το Entrelor είναι μια από τις πιο απότομες σε όλη τη διαδρομή των 350 χιλιομέτρων. Έκανα υπομονή και φρόντισα να φάω μια μπάρα στα κλεφτά, για να κρατήσω τα επίπεδα ενέργειας όσο ψηλά χρειαζόταν. Περίπου στα 2800 αντιλαμβάνομαι πως τριγύρω μου πια ρίχνει νιφάδες χιονιού και όχι σταγόνες βροχής πια! Λάσπη τριγύρω, μετά βίας κρατάω το βηματισμό μου στο ίχνος που άφησαν οι προηγούμενοι ανάμεσα στα βράχια. Σιδερένια πατήματα κι ένα συρματόσχοινο κάποια στιγμή, έδιναν την πραγματική εικόνα του χώρου: κάθετα τα πράγματα! Τα μπατόν στο ένα χέρι και με το άλλο τραβάς το σχοινί να σε πάρει πάνω, ενώ προσέχεις το γλίστρημα, γιατί το ένα χέρι μόνο δεν είναι αρκετό να σε κρατήσει αν φύγει το πόδι!

Μέσα σε φαντασμαγορικό περιβάλλον, με το χιόνι να το έχει στρώσει πια, έφτασα στην κορφή του περάσματος στα 3007 μέτρα (Κ-75). Το σουρεαλιστικό τοπίο συμπλήρωνε ένας φάρος μπαταρίας που αναβόσβηνε, τον άφησαν οι εθελοντές της διοργάνωσης εκεί ψηλά, για να σηματοδοτεί το τέλος της ανάβασης. Εδώ βρέθηκα ακριβώς στις 17:00 ώρες και κοιτώντας το σκονάκι μου είδα πως βρέθηκα εκτός προγράμματος για μισή ώρα. Η αίσθησή μου λοιπόν ήταν σωστή, το ένιωθα πως δεν έχω τις δυνάμεις που έπρεπε…

Τα τελευταία μέτρα για το Col Entrelor (φωτογραφία από τον αγώνα του 2023, με την Ασημίνα σε πρώτο πλάνο). Χαρακτηριστικά τα μεταλλικά πατήματα, φυτεμένα στο βράχο και φυσικά στο σχοινί. Η κλίση φαίνεται από το πόσο μικραίνουν οι ανθρώπινες φιγούρες καθώς απομακρύνονται από τον φακό

Στην κατεβασιά από την άλλη πλευρά του αυχένα, το χιόνι συνεχίστηκε για κάποια ώρα και μετά έγινε πάλι βροχή αλλά με ένταση ψιχάλας, σημάδι ότι πηγαίναμε προς το τέλος του φαινομένου σταδιακά. Μέσα σε όλα, ο φακός έστειλε σημάδι πως τελειώνει η μπαταρία κι έτσι, μια ακόμα αιτία για καθυστέρηση (αλλαγή μπαταρίας). Στην ατέλειωτη κατηφόρα των 10 χιλιομέτρων, βαρέθηκα να ακολουθώ μακρινά φωτάκια συναθλητών μου στο βάθος. Γνωστή και αδιάφορη τη νύχτα αυτή η διαδρομή, γι’ αυτό και ατελείωτη.

Στο μικρό σταθμό του Eaux Rousses, στο (Κ-83/6500+) έφτανα σε 19:06, με την απώλεια χρόνου από το στόχο να ξεπερνά την μία ώρα πλέον (18:00). Ήταν πέντε τα ξημερώματα και αποφάσισα πως είναι μια καλή ευκαιρία για ένα σύντομο ύπνο, τον πρώτο μου μέσα στον αγώνα. Στον μικρό κοιτώνα του σταθμού, τα 8 κρεβάτια ήταν όλα πιασμένα κι έτσι δεν έχασα χρόνο, έβαλα στο πάτωμα προσκεφάλι το σακίδιό μου και κουλουριάστηκα στο σκληρό δάπεδο για ένα τέταρτο. Από όσο θυμάμαι ίσως να μη χάθηκα στον ύπνο ούτε ένα δευτερόλεπτο, ήταν όμως σημαντικό και μόνο που ξάπλωσα. Δύσκολο να αποκοιμηθείς σε ένα τόσο σκληρό «στρώμα» αλλά έτσι είναι οι αγώνες, «ανάγκα και θεοί πείθονται». Σηκώθηκα πριν το ξυπνητήρι μου στο κινητό και τσίμπησα κάτι ελάχιστα από τους πάγκους, κυρίως ζεστό τσάι με ζάχαρη, λίγη μπανάνα και σταφυλάκι -ποιος να φάει σαλάμια και τυριά τέτοια ώρα κι ας ήταν σε αφθονία μπροστά μας.

Ξανά στο δρόμο, έχοντας ξοδέψει 45 λεπτά σε έναν σταθμό που δεν τον έπιανε το μάτι σου, όμως οι 19 ώρες πια ήταν πολλές για μένα. Πήρα τις ατέλειωτες αλλά ήπιες ανηφόρες για το ψηλότερο διάσελο της διαδρομής μας, το Col Loson, στα 3300μ. Ένα μίλι κάθετης ανάβασης σε 13 χιλιόμετρα διαδρομής, είναι μια φλύαρη ανηφόρα, σου δίνει όμως ανάσες χάρη στη μικρή της κλίση και το καλό τερέν. Η μέρα με είχε βρει από το ξεκίνημα του σταθμού ακόμα και ευτυχώς ο ουρανός έστελνε ξεκάθαρο σήμα για τις επόμενες ώρες, δεν μας περίμεναν βροχές ή χιόνια. Ένας ψυχρός αέρας είχε πάρει τη θέση των σύννεφών, έτσι γίνεται πάντα όταν περνά το μέτωπο, φέρνει ψυχρό αέρα πίσω του. Η εικόνα στο βάθος επιβεβαίωνε αυτό που είχα ζήσει μες στη νύχτα: το χιόνι ήταν στρωμένο παντού πάνω από τα 2800 μέτρα.

To Col Loson (3299μ) στον ορίζοντα, εκεί που υποδεικνύει το βέλος. Οι κουκίδες δείχνουν την πορεία του μονοπατιού μέχρι εκεί. Το αχνό άσπρο είναι το χιόνι που έστρωσε την προηγούμενη νύχτα

Η ανάβαση για το Loson γινόταν σε καλό ρυθμό και δεν ένιωθα ιδιαίτερη κόπωση, πέρα από τα φυσιολογικά όρια, ούτε και νύστα, παρότι δεν είχα κοιμηθεί ούτε μισό λεπτό στο σταθμό. Ανηφορίζοντας και καθώς το κρύο γινόταν πιο έντονο, χρειάστηκαν πάλι κάποιες προσθήκες ρουχισμού, που μου στοίχισαν χρόνο, το έβλεπα από το ξεμάκρεμα των αθλητών που ακολουθούσα. Αν σταματήσεις 2-3 φορές την ώρα για 2 λεπτά τη φορά, αυτό αρχίζει και γίνεται λογαριασμός. Λίγο πριν το πέρασμα του Loson σταμάτησα και φόρεσα τα spikes, τις υποτυπώδεις αντιολισθητικές σκάρες παπουτσιών για το παγωμένο χιόνι, μια και έφτασα στο όριο του χιονιού και αρκετά από τα βήματα, απότομα όλα τους, φαίνονταν ύποπτα για γλίστρημα. Παγωνιά και αέρας εκεί ψηλά στα 3300 του Loson, ακριβώς στις 24 ώρες αγώνα! Από την νότια, προσήλια πλευρά του αυχένα, ένας λαμπρός πρωινός ήλιος είχε λιώσει τα πάντα και τσαλαβουτούσες σε λασπερό αρχικά και σε υγρό στη συνέχεια έδαφος.

Οι κατήφοροι με έφεραν στο καταφύγιο Sella (Κ-101/8300+/24:47). Κι άλλοι κατήφοροι στη συνέχεια, έκαναν αισθητές τις ενοχλήσεις στις πατούσες των ποδιών, όπου μάλλον κάτι συνέβαινε και όταν θα έφτανα στον 2ο σταθμό ανεφοδιασμού στο Cogne, θα φρόντιζα να το μάθω. Στο τέλος της κατάβασης, μέσα στην κοιλάδα είναι το χωριό του Valnontey (Κ-106). Συνέχισα μια αδιάφορη διαδρομή, που αποκτά ενδιαφέρον όταν βγαίνει από την άσφαλτο και κινείται σε παράλληλο μονοπατόδρομο στο δάσος. Μπαίνοντας στο Cogne, τίποτα δεν μαρτυρούσε τις καταστροφές που υπέστη η κωμόπολη το καλοκαίρι από τις καταρρακτώδεις βροχές. Μπήκα στο σταθμό (Κ-110/8300+) και ο υπεύθυνος καταγραφής του Cogne τσέκαρε το μαγνητικό μου βραχιόλι στις 25:52. Σύμφωνα με τον μπούσουλα, είχα ανοίξει σε βάρος μου την ψαλίδα του πραγματικού από τον προβλεπόμενο χρόνο στη μιάμιση ώρα! Ήταν ξεκάθαρο ότι έχανα οριστικά το στόχο του sub-100…

To Col Loson (3299m) είναι το ψηλότερο σημείο της διαδρομής του TOR. Στη φωτογραφία φαίνονται τα χιόνια στην πίσω πλευρά (βορεινή) και η λάσπη από την ηλιοφάνεια σε πρώτο πλάνο, στην νότια πλευρά του αυχένα

Κακά όμως ήταν τα σημάδια στις πατούσες των ποδιών μου, όταν αφαίρεσα παπούτσια και κάλτσες. Δύο τεράστιες φουσκάλες έκαναν την εμφάνισή τους, από μία σε κάθε πατούσα κι αυτό με κινητοποίησε να δώσω μια λύση στο πρόβλημα πριν γίνει ακόμα χειρότερο. Οι paramedics είχαν το δικό τους χώρο για να θεραπεύουν τα πόδια των αθλητών. Τους επισκέφτηκα και με διαβεβαίωσαν πως θα έκαναν το καλύτερο. Χρειάστηκε να μείνω αρκετή ώρα μέχρι να σηκωθώ νιώθοντας πολύ καλύτερα το πάτημά μου στο έδαφος. Μου είπαν πως έφταιξε η βροχή για αυτό που μου συνέβη και πως εκατό χιλιόμετρα και δύο κεντρικούς σταθμούς πιο πέρα, στο Gressoney, κάποιοι περισσότερο ειδικοί σε θέματα ποδιών, καλό θα ήταν να με κοιτάξουν κι εκείνοι ξανά.

Φεύγοντας από το Κόνιε δύο ώρες αργότερα (28:36) με όλα όσα έπρεπε να αντιμετωπίσω, ώστε να έχω μια αξιοπρεπή συνέχεια και να μη βρεθώ εντελώς εκτός στόχου, άλλαξα και παπούτσια πλέον, μετά από την θεραπεία των ποδιών μου. Ήθελα ένα πιο φαρδύ παπούτσι μπροστά, να μπορεί να χωρέσει το όποιο πρήξιμο είχε συντελεστεί αλλά και κάπως πιο μαλακή σόλα για τις φουσκάλες. Όταν ξεκίνησα από το σταθμό, αν και με εμφανή κόπωση, έτρεφα ελπίδες πως δεν είμαι και τόσο έξω από το αρχικό πρόγραμμα, παρότι το άνοιγμα πια είχε πιάσει το 3ωρο και κάτι! Ήταν ωστόσο ξεκάθαρο πως και σφιχτά ήταν τα νούμερα στο χαρτί -οι στάσεις στους κεντρικούς σταθμούς ήταν σχεδόν ανύπαρκτες στο σχέδιο- αλλά κι εγώ δεν ήμουν σε κορυφαία κατάσταση. Το αντιλήφθηκα όταν έπρεπε να τρέξω 2-3 χιλιόμετρα ευθεία σε έναν ήσυχο δασικό χαλικόδρομο, όπου μετά βίας έκανα κάτι που έμοιαζε με τρέξιμο. Κανένας όμως δεν πρέπει να τα παρατά πριν φτάσει στο δικό του αδιέξοδο. Το sub-100 κάπου εδώ έπρεπε να το ξεχάσω και να συμβιβαστώ με κάτι σαν sub-110, μια τίμια επίδοση σε κάθε περίπτωση. Να πω εδώ, πως το 2022, έφευγα από το Κόνιε, 2 ώρες νωρίτερα από φέτος και τότε η τελική μου επίδοση ήταν 117 ώρες, με αδικαιολόγητες καθυστερήσεις βέβαια! Άρα τι ελπίδες είχα φέτος για κάτω από 100, ούτε μία στις εκατό!

Ρύζι με κρέας στο σταθμό του Cogne. To ευαίσθητο στομάχι μπορούσε να δεχτεί περιορισμένη γκάμα φαγητών, δεχόταν όμως με ευχαρίστηση ζουμερά φρούτα

Απόγευμα στο μονοπάτι και γρήγορα πέρασα 4-5 αθλητές μέχρι το επόμενο CP, το Goilles (Κ-116), όπου έφτασα με πολύ καλό split (μόλις 60 λεπτά). Συνεχίζοντας με πολύ ευνοϊκό καιρό, δροσιά και αίθριο ουρανό, κάποιοι κολλούσαν για ώρα κοντά μου και κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν αλλά ήταν συνεχώς πιο πίσω. Η ώρα όμως πέρασε και φάνηκε ότι εκείνοι είχαν περισσότερα αποθέματα. Σταδιακά με πέρασαν και σε βάθος αγώνα 1-2 ωρών ξέφυγαν στα 5-7 λεπτά μπροστά μου. Καθώς βγήκαμε σε αλπικές εκτάσεις πάνω από τα 2000 μέτρα, ο αέρας εντάθηκε και οι ριπές του ξεπερνούσαν ακόμα και τα 7 μποφόρ, όμως είχαμε το πλεονέκτημα ο άνεμος να μας είναι ούριος, επιτρέποντας να κινούμαστε απροβλημάτιστα.

Αρκετές ήταν οι μικροαλλαγές όταν φτάσαμε στον αυχένα του Champorcher στα 2850μ (32:25). Προσπαθούσα να ακολουθώ πάντα κάποιο μικρό γκρουπ αθλητών, έστω κι αν τώρα πια σχεδόν όλοι γινόμασταν μονάδες λόγω διάρκειας, είχαμε περάσει τις 32 ώρες. Στα σίγουρα, ο σταθερός καιρός με βοηθούσε να έχω λιγότερες στάσεις, άρα και λιγότερες καθυστερήσεις. Μπήκα σε ορεινό χωματόδρομο, με τον αέρα πίσω να λυσσομανά στην πλάτη μου! Μέχρι και μικρά χαλίκια σηκώθηκαν κάποια στιγμή σε ριπή του αέρα, πρωτοφανές για τη μέρα εκείνη! Φτάνοντας στο μικρό καταφύγιο του Dondena (KM-133) σε 33:29 ζήτησα από μια κυρία δύο πράγματα, κρεβάτι να κοιμηθώ και φαΐ δικό τους να φάω. Τα σνακς της διοργάνωσης στον πάγκο, είχαν πολύ έντονη γεύση και ήταν βαριά για το στομάχι μου. Συμβιβάστηκα με πένες και κόκκινη σάλτσα από την κουζίνα τους, μερίδα για την οποία αρνήθηκαν να δεχτούν την πληρωμή μου και τους ευχαριστώ! Κοιμήθηκα δύο ώρες σε κανονικό κρεβάτι (στρώμα-κουβέρτα) σε ήσυχο θάλαμο στον πάνω όροφο του καταφυγίου και νομίζω ήταν η πρώτη φορά που κοιμήθηκα, η τρίτη που ξάπλωσα (για δεύτερη είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι που μου φρόντισαν τα πόδια).

Μετά τον αυχένα (Col) του Champorcher, στο Κ-127 της διαδρομής. Τα απλωμένα νερά σε μεγάλη έκταση αποτελούν ένα χαρακτηριστικό δείγμα από ένα πεδίο που συναντούσαμε συχνά στη διαδρομή. Εδώ, εκτός από τα νερά είχαμε κι ένα σφοδρό άνεμο να φυσά στην πλάτη μας

Μετά από σχεδόν 3 ώρες (2:40) ξαναβρέθηκα στον κρύο αέρα των 2000+ μέτρων αλλά με έναν φακό παρέα από εδώ και πέρα και για αμέτρητες ακόμα ώρες μέχρι να ξημερώσει η 3η μέρα στον αγώνα (οι 48 ώρες θα συμπληρώνονταν τη μέρα που θα ξημέρωνε, όμως θα ήταν η 3η μας μέρα στον αγώνα, αφού μέρα ξεκινήσαμε). Γρήγορα στους κατήφορους για το Donnas βρέθηκα να αφαιρώ στρώσεις ρούχων από πάνω μου, ο αέρας ζεσταινόταν! Περνούσα κόσμο συνεχώς, αφού η σχεδόν 3ωρη καθυστέρηση με έφερε στους πιο πίσω σε δυναμικότητα αθλητές, τους οποίους προσπερνούσα με χαρακτηριστική άνεση. Στους 20-25 σταμάτησα να μετρώ αλλά κάπου εκεί επήλθε και μια ισορροπία, σταμάτησα να βλέπω κόσμο μπροστά μου.

Το Chardonney στο (Κ-138/9700+/37:23), ήταν ένας από τους λίγους στον αγώνα, όπου απλά στάθηκα για δύο δευτερόλεπτα στην είσοδο, μόνο για να τσεκάρουν το μαγνητικό μου βραχιόλι. Έτρεξα όσο μπορούσα, για να καλύψω χαμένο έδαφος! Ο ύπνος στο Dondena με ωφέλησε πραγματικά και πήρα μεγάλη ώθηση! Οι πατούσες κρατούσαν μια χαρά για την ώρα. Στο Pontboset, ένα μικρό χωριό στο βάθος της κοιλάδας που οδηγεί στο Donnas, κοντοστάθηκα για λίγο στο σταθμό (Κ-146/9800+/38:44), μου είχε ανοίξει η όρεξη. Τσαγάκι ζεστό, μπανάνα, και η έκπληξη: σαλάμι, τυρί και φρέσκο ψωμάκι, λαχταριστό! Του έδωσα και κατάλαβε. Και εκεί δίπλα, σε έναν πάγκο καθισμένη μια αθλήτρια την οποία τις προηγούμενες εβδομάδες είχα ανιχνεύσει στους πίνακες αποτελεσμάτων του παρελθόντος, διαπιστώνοντας τη σταθερότητα των επιδόσεών της! Η Chiara Talia, μια Ιταλίδα που συνήθως πετυχαίνει επιδόσεις εκεί στις 120 ώρες και έχει τελειώσει πάνω από 6-7 φορές το Tor. Την είχα προσπεράσει στο ξεκίνημα και της ανέφερα τη μικρή ιστορία των στατιστικών μου, που περιλαμβάνει αρκετούς αθλητές με βαθύ ιστορικό στον αγώνα. Εμφανώς καταβεβλημένη απάντησε μονολεκτικά στο καλησπέρισμά μου και σε δευτερόλεπτα έσυρε τα βήματά της φεύγοντας από εκεί. Λίγο μετά, αφού χόρτασα γεμάτες γεύσεις στον πάγκο χώθηκα κι εγώ στο σκοτάδι.

O μικρός σταθμός του Pont-Bozet (Pontbosset) φωτογραφημένος στον αγώνα του 2023

Η εικόνα που είχα την πρώτη χρονιά για το υπόλοιπο μέχρι το Donnas, ανατράπηκε φέτος. Το τρίτο μου πέρασμα από την περιοχή αυτή, έμοιαζε πιο εύκολο τώρα, ίσως γιατί είχα ήδη κοιμηθεί ένα δίωρο, ενώ το 2022 ήμουν εντελώς άυπνος! Γρήγορα κατάπια τα χιλιόμετρα και βγαίνοντας στο Bart, μια γειτονική κωμόπολη που ήδη κοιμόταν στη νύχτα, προσπέρασα και την Chiara που στο μεταξύ είχε κρατήσει έναν αξιόμαχο ρυθμό. Έτρεξα στους δρόμους της πόλης, που τώρα μου φάνηκαν πιο σύντομοι και έφτασα παρέα με κάποιους «Γκλασιέρηδες» όπως τους αποκαλώ (=αθλητές του Tor des Glaciers) στον κοινό μας σταθμό, στα 156 χιλιόμετρα (δικά μας), σε 40:44. Το 2022 είχα φτάσει εδώ σε μόλις 37:30 ώρες αλλά κάθισα 5 κι έτσι η αναχώρησή μου ήταν στις 42 και βάλε. Αν έμενα λιγότερο αυτή τη φορά θα είχα ένα κέρδος. Έτσι και έκανα. Φαγητό, φόρτιση συσκευών, έλεγχος του live για τους Έλληνες συναθλητές αλλά και την κεφαλή της κούρσας και ξανά στο δρόμο.

Τα πόδια δεν είχαν και πολλή διάθεση να τρέξουν στις ασφάλτινες ευθείες της πόλης. Στάθηκα για έλεγχο σε μια τέντα της διοργάνωσης κοντά στο ιστορικό τοξωτό γεφύρι της πόλης, ευχήθηκα στους εθελοντές καλό κουράγιο και με πληροφόρησαν πως είχαν περάσει περίπου 120 αθλητές μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μπήκα σε ανηφορικά σοκάκια της πόλης, τα οποία οδηγούσαν στις εξοχές και σε αμπελώνες. Στο τέλος, ένας ξεκάθαρα σαδιστικός και ατελείωτος ανήφορος με πέτρινα σκαλιά οδηγούσε προς το χωριό του Perloz, στη γειτονική κοιλάδα. Στα σκοτάδια με υποδέχτηκαν κι εμένα με κουδούνες στο σταθμό (Κ-162/10600+/43:33). Όλα έμοιαζαν οικεία εδώ και αν τελικά κάτι είναι που σε παρακινεί να συνεχίσεις με ένα πάθος, αυτό μπορεί να είναι μόνο η προοπτική μιας καλύτερης επίδοσης, διαφορετικά όλα μοιάζουν μάταια.

Πανδαισία segments για το Tor des Geants στην πλατφόρμα του Strava. Πάνω από 200 διαφορετικά segments (=τμήματα =splits) για τη διαδρομή του. Ενδιαφέροντα στοιχεία σε όσους αρέσουν τα στατιστικά, ειδικά αν υπάρχει μέτρο σύγκρισης με τον ίδιο τους τον εαυτό! (προϋποθέτει να έχεις κάνει τουλάχιστον δύο φορές το ίδιο segment). To γεγονός ότι σε μένα εμφανίζει συνεχώς την ένδειξη “PR” (Personal Record) δεν λέει απολύτως τίποτα, γιατί συγκρίνει μόνο με το 2023, όπου η κούρσα μου ήταν πολύ πιο αργή από φέτος. Το 2022 που ήταν συγκρίσιμο και θα είχε πραγματικό ενδιαφέρον, δυστυχώς δεν είχα ρολόι καταγραφής…

Συνέχισα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές κάπου-κάπου στο σκονάκι μου, ήμουν πίσω σε κάθε περίπτωση με το 5ωρο πλέον να αποτελεί «εγγύηση» ότι ο στόχος απομακρύνθηκε πλέον οριστικά! Στις ανηφόρες μετά το Perloz την ώρα που ξημέρωνε, ένιωσα νύστα. Είχαν περάσει περίπου 10 ώρες από τον δίωρο ύπνο μου και ήταν λογικό να νυστάξω, με δεδομένο και τον κακό ύπνο όλες τις ημέρες πριν την εκκίνηση του αγώνα -είχα δυστυχώς σταθεί άτυχος σε αυτό το θέμα λόγω συγκατοίκησης. Σε μια καταδρομική κίνηση, βρήκα μια τσιμεντένια επικλινή επιφάνεια στο κατώφλι ενός σπιτιού και ξάπλωσα επιτόπου με προσκέφαλο το σάκο μου. Για το φόβο των Ιουδαίων έβαλα κι ένα ξυπνητήρι 15 λεπτών στο κινητό μου. Κάποιος θόρυβος με ξύπνησε σύντομα. Ένας συναθλητής που πέρναγε πέντε λεπτά μετά, έκανε θόρυβο χτυπώντας τα μπατόν του στην άσφαλτο και με αφύπνισε! Παρότι πεντάλεπτος, ο ύπνος μου ήταν χορταστικός και με οδήγησε ανανεωμένο στην προσπάθεια.

Η υπόλοιπη διαδρομή μου ανάβασης προς το καταφύγιο Coda, ένα σημείο αναφοράς στον αγώνα, για το λόγο ότι αυτό το καταφύγιο, στο Κ-175 σηματοδοτεί το μέσον (μισό) της διαδρομής του (352 χλμ), δεν ήταν και από τα κομμάτια εκείνα του φετινού αγώνα που θα είχα να υπερηφανευτώ. Βαρύ το βήμα και μια αίσθηση πειραγμένου στομαχιού, έδιναν ένα αδύναμο στίγμα. Ένα χαρακτηριστικό μόνο θα αναφέρω, το γεγονός ότι από τον σταθμό Sassa (K-170) πέρασα στην ίδια ακριβώς επίδοση (45:50) με εκείνη του 2022, απίστευτο!

Με εξαιρετικό καιρό και με τον ήλιο να σηκώνεται από την ανατολή, έφτασα στα αλπικά πεδία πριν το Coda και περνώντας από εκεί για 3η φορά, συνειδητοποίησα πόσο κακό μπορεί να είναι ένα μονοπάτι με συχνή κυκλοφορία. Θέλω να πληροφορήσω τους Έλληνες φίλους, πως τόσο κακό πεδίο δεν υπάρχει όχι μόνο σε μονοπάτι που οδηγεί σε ελληνικό καταφύγιο αλλά και -ας μου επιτραπεί- και σε ελληνικό μονοπάτι γενικά! Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι εκεί στο Coda τράβηξαν μια νοητή γραμμή ανάμεσα σε σωρούς μεγάλων βράχων, όπου νωρίτερα δεν υπήρχε απολύτως τίποτα! Όσοι στο μέλλον βρεθείτε στη διαδρομή του TOR καθοδόν για Coda, θυμηθείτε αυτά τα λόγια.

Στο καταφύγιο του Coda, στη μέση της διαδρομής και στη μέση της 3ης μέρας, λίγο πριν συμπληρωθεί το 48ωρο του αγώνα για μένα (47:47). Οι σταθμοί τροφοδοσίας που συμπίπτουν με καταφύγιο, είναι συνήθως στημένοι απ’ έξω από τα κτίρια, σε τέντες

Στο Coda έφτασα λίγο πριν τη συμπλήρωση του 48ώρου από την εκκίνηση (47:47) έχοντας καλύψει μέχρι εκεί και 12.500 μέτρα ανάβασης, εκτός από τα 175 χιλιόμετρα. Το συγκεκριμένο καταφύγιο προσφέρεται για ύπνο, μέχρι 2 ώρες βάσει του κανονισμού που ισχύει για όλα τα σημεία που δεν είναι κεντρικοί σταθμοί, αρκεί βέβαια η νύστα ή και η νύχτα, να είναι ασήκωτες! Εγώ έφτασα εκεί αφυπνισμένος λόγω ώρας (10 το πρωί) αλλά και λόγω διάρκειας. Παρά το γεγονός πως είναι στις ερημιές, το καταφύγιο είναι αρκούντως οργανωμένο και προς έκπληξή μου φέτος, πρόσφερε εξαιρετικούς, χειροποίητους μεζέδες στους πάγκους του, γεύσεις που ξεφεύγουν από τα τετριμμένα αλλαντικά και τυριά, όπως ογκρατέν με μανιτάρια ή κάτι σαν πίτες, ξεκάθαρα ελαφρά για το πειραγμένο στομάχι. Σε ένα βαθμό μετάνιωσα που δεν έθεσα σε πράξη το σχέδιο να παίρνω αξιόλογες τροφές σταθμών σε ένα μικρό σακούλι για το δρόμο, το Coda ήταν η προσωποποίηση ενός τέτοιου σταθμού. Όσοι σκέφτονται στο μέλλον συμμετοχή στο Tor, ας το έχουν υπόψη αυτό το κόλπο με τη σακούλα, δεν στοιχίζει και είναι ιδιαίτερα πρακτικό, γιατί αναφερόμαστε σε γεύσεις αποδεκτές από στομάχια που έχουν περάσει σε ένα επόμενο στάδιο και δεν μπορούν να ανεχτούν οτιδήποτε τους ρίξουμε μέσα.

Η μέρα εξαιρετική, με οδήγησε σύντομα να ξαναπαίρνω το δρόμο για παρακάτω. Αφήνοντας την έξαρση του βουνού εκεί στα 2250 όπου είναι χτισμένο το Coda, στο απώτατο ανατολικό σημείο του Κύκλου των Γιγάντων, ξαναπήρα κατηφόρες, κάπως καλύτερες από εκείνο το άθλιο πεδίο που είχε προηγηθεί. Σιγά-σιγά ξαναέβαλα τον ήλιο στην πλάτη μου, αφού στράφηκα δυτικά και ακόμα ήταν πρωί. Μια ατελείωτη υπόσχεση των πινακίδων ότι φτάνουμε σε λίγο στο καταφύγιο Barma, ξεγέλασε ακόμα κι εμένα που ήξερα τη διαδρομή, κάτι μου διέφευγε φαίνεται. Όσο βέβαια επαναλαμβάνεις κάτι, τόσο περισσότερο το εμπεδώνεις, οπότε κι εγώ θυμήθηκα και σύνδεσα στο μυαλό μου τα κομματάκια του παζλ αυτών των 8 χιλιομέτρων, από το ένα καταφύγιο στο άλλο.

Φτάνοντας στο Barma νωρίς το μεσημέρι (Κ-183/13000+/50:40) αποφάσισα να κοιμηθώ για μισή ώρα. Θα ήταν η δεύτερη φορά, 15 ώρες μετά, που θα κοιμόμουν σε πραγματικό κρεβάτι και για περισσότερο από 5 λεπτά. Το (επίσης) οργανωμένο καταφύγιο του Barma που ατενίζει από ψηλά μια πανέμορφη αλπική λίμνη στα πόδια του, προσφέρεται επίσης για ύπνο. Άφησα παρατημένο το σακίδιό μου στη λαμπρή λιακάδα έξω από τα καταφύγιο, να το προσέχουν οι επισκέπτες του, που επευφημούσαν όλους όσοι φτάναμε εκεί, με έναν περίπου επικό σύντομο ανήφορο, ειδικό για χειροκροτήματα από τον κόσμο που με εντυπωσίασε ως προς το πλήθος του για μια απλή καθημερινή μέρα.

Σε κύκλο δεξιά, το καταφύγιο Barma (λεπτομέρεια από την πλατφόρμα του Strava. Εδώ έφτανα στις 50:40 ώρες αγώνα

Επόμενος στόχος το διάσελο Marmontana, στα 2325 μέτρα, κάτω από έναν πεντακάθαρο ουρανό, που σε προδιαθέτει πάντα να προσπαθήσεις για το καλύτερο, να αγωνιστείς επιθετικά, έχοντας περάσει βροχές και χιόνια δύο μέρες νωρίτερα. Σε ευθείες αλπικών χωματόδρομων αντιλήφθηκα ότι έχω ακόμα δυνάμεις, αφού μπορούσα να τρέχω με αρκετή άνεση. Σαφέστατα είχε βοηθήσει το γεγονός ότι κοιμήθηκα εκείνο το μισάωρο λίγο νωρίτερα. Από το Marmontana, μια σύντομη κατάβαση μας έφερε στο Lago Chiaro (Κ-189/13400+/53:07), στα 2100μ. «Καθαρή Λίμνη» μεταφράζεται αυτό και ένας γλυκύτατος minimal σταθμός σε περιμένει εκεί στο πουθενά. Είναι ο τύπος του σταθμού που στήνεται εύκολα, αν ένα ελικόπτερο κάνει μία και μοναδική πτήση και αφήσει εκεί τα υλικά.

Το τμήμα που ξεκινά από το Marmontana και φτάνει σχεδόν στο Niel, μήκους 10 χιλιομέτρων, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα από τα χειρότερα τεχνικά στο σύνολο της διαδρομής και έτσι εξηγείται και το δέος που καταλαμβάνει κάποιους από τους Torers που έχουν να αντιμετωπίσουν το τμήμα Donnas-Gressoney. Πέτρα σε κάθε ποιότητα και κάθε διάσταση, μεγάλες κλίσεις, υποτυπώδες πεδίο, ένα κομμάτι που δεν μπορείς να αναπτύξεις ταχύτητα για κανένα λόγο. Αν προσθέσουμε και μικρούς λάκκους νερού από τις βροχές των προηγούμενων ημερών, ανάμεσα σε κάθετα βράχια μέσα στο μονοπάτι αλλά και χωμάτινο έδαφος που λασπωμένο σε περιμένει να κάνεις το λάθος βήμα εκεί που το επόμενο σκαλί είναι πάνω από ένα μέτρο βαθύ. Για αρκετή ώρα εδώ βρέθηκα παρέα με τέσσερις Ίβηρες δρομείς, τρεις Ισπανούς κι έναν Πορτογάλο, όλοι τους με όρεξη για κουβέντα. Έμεινα τελευταίος στο γκρουπάκι και προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω τους διαλόγους που με χαρακτηριστική άνεση ανέπτυσσαν παρά το γεγονός ότι βρεθήκαμε στον εμβληματικό κάθετο ανήφορο πριν το Crenna dou Leui (Κ-191). Η κουβέντα ανάμεσά τους απλωνόταν σε ζητήματα trail -τι άλλο τάχα- αλλά ήταν σαφές πως είχαν εξαιρετική γνώση του χώρου, κρίνοντας από λεπτομέρειες των διαλόγων τους. Στον κατήφορο που ακολούθησε, συνέχισα λίγο ως ωτακουστής αλλά αποφάσισα να ξεκολλήσω στο τέλος, γιατί ο ρυθμός ήταν σχετικά αργός εκεί.

Η παρέα με τους ομιλητικούς Ίβηρες λίγο πριν το χαρακτηριστικό Crenna du Leui, το πιο χαρακτηριστικό διάσελο συνολικά στη διαδρομή, ακόμα και από το περίφημο Malatra.

Δεν θα ξεχάσω τον επίσης μικρό (τύπου container) σταθμό Col della Vechia (Κ-193/13800+/54:39) στον οποίο πέρυσι είχαμε εγκλωβιστεί στριμωγμένοι με την Ασημίνα και ένα σωρό αθλητές ακόμα, εξαιτίας μιας καταρρακτώδους βροχής μες στη νύχτα. Φέτος, ένα ηλιόλουστο απομεσήμερο έφτιαχνε εντελώς άλλη διάθεση, με θέα σε μακρινούς ορίζοντες. Η έκπληξη ήρθε από την κουζίνα του σταθμού, όταν μου προσφέρθηκε μια ζουμερή φρεσκοψημμένη μπριζόλα από το προσωπικό του σταθμού, αυτό έκανε τη διαφορά!

Μέλη της ομάδας του σταθμού Col della Vecchia (μτφ. “το διάσελο της γριάς”) στο Κ-193 της διαδρομής. Την ξεροψημένη αλλά και ζουμερή μπριζόλα εδώ, θα αργήσω να την ξεχάσω, ας είναι καλά όλοι τους

Λίγο πιο πέρα αποφάσισα να κοιτάξω το δεξί μου πόδι, γιατί κάτι περίεργο και άσχημο ένιωθα εκεί μέσα. Ανοίγοντας, είδα ένα ακόμα νύχι να έχει φύγει από τη θέση του με μια ευμεγέθη φουσκάλα υγρού στη βάση του νυχιού. Οι Ισπανοί που με ακολουθούσαν, με έφτασαν και ενδιαφέρθηκαν να με βοηθήσουν. Άφησαν μια παραμάνα από αυτές που κρατούσαν το νούμερο του ενός στη φανέλα του και συνέχισαν. Παιδεύτηκα λίγο αλλά ευτυχώς αφού άδειασα το υγρό, έβαλα επίθεμα φουσκάλας από το πρόχειρο φαρμακείο που μετέφερα πάνω μου και ξαναπήρα «λαβωμένος» το δρόμο για το Niel. Δύσκολη και τεχνική η κατάβαση αλλά την υπέμεινα, με τη σκέψη ότι στο σταθμό του Niel κάποιος γιατρός θα μπορούσε να αποφανθεί για την κατάσταση των ποδιών μου, βοηθώντας με να πάρω και τις σωστές αποφάσεις για παρακάτω.

Μικροεπέμβαση στο δεξί πόδι, με μια δανεική παραμάνα αριθμού αθλητή, για να βγάλω υγρό από φουσκάλα στο πόδι, κάπου λίγο μετά το Col della Vechia. Ευχαριστώ τον Ισπανό Jordi Vidal Salvi του Tor des Glaciers, που αποχωρίστηκε την παραμάνα του για να με βοηθήσει να λύσω το πρόβλημά μου

Η ευχάριστη έκπληξη εμφανίστηκε λίγο πιο κάτω και ήταν ο Ιταλός φίλος μας από τον Mythical, ο Franco Longo, ο οποίος μου είχε υποσχεθεί μέρες πιο μπροστά ότι θα με συναντήσει στη διαδρομή τις μέρες του αγώνα. Το έπραξε λοιπόν και νάτος μπροστά μου, ουρανοκατέβατος! Αγκαλιές και όλα τα σχετικά της χαράς και μπήκε στο κατόπι μου, ρωτώντας με πώς είμαι και πώς βλέπω την κατάσταση παρακάτω. Μου εξήγησε πως αρκετοί συμπατριώτες φίλοι του συμμετείχαν στον αγώνα και τους είχε συναντήσει κι εκείνους νωρίτερα σε άλλο τμήμα, παραπίσω. Φτάσαμε μαζί μέχρι το χωριό του Niel και αποχαιρετισθήκαμε. Πήρα κάποια σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο καταφύγιο-σταθμό λίγο παραδίπλα. Ήμουν στο Κ-200 σε 56:44 αλλά αποκαρδιωμένος αρκετά από την κατάστασή μου.

Παρέα με τον Franco Longo τη στιγμή του αποχωρισμού, στο Niel. Με συνάντησε στη διαδρομή και έτρεξε παρέα μου πάνω από μία ώρα. Ιδαίτερα τιμητική για μένα η κίνησή του αυτή!

Το Niel είναι ένας από τους τρεις «μοιραίους» σταθμούς του Tor, από τους σταθμούς δηλαδή όπου παρατηρούνται οι περισσότερες εγκαταλείψεις αθλητών (οι άλλοι δύο είναι το Eaux Rousses στο Κ-84 και το Rhemes-Notre-Dammes στο Κ-69). Φέτος, η μία στις τέσσερις εγκαταλείψεις του αγώνα (140 από 550) συνέβη σε αυτά τα τρία σημεία, τα οποία σημειωτέον είναι δευτερεύοντες σταθμοί, όχι κύριοι!

Ο γιατρός του σταθμού ήρθε και με συνάντησε σε έναν πάγκο που περίμενα και καταλήξαμε πως θα πρέπει να κάνω ένα κουράγιο για τα επόμενα 15 χιλιόμετρα, μέχρι να φτάσω στον 4ο σταθμό ανεφοδιασμού, στο Gressoney (Saint-Jean). Μόνο μερικά φρούτα από τον πάγκο του σταθμού με δελέασαν για να πλησιάσω και 2-3 κύπελλα aqua frizzante (κοινώς σόδα δηλαδή), το οποίο πάντα προσφέρει μια αίσθηση φρεσκάδας στο στομάχι. Δίπλα μου εμφανίστηκε σε λίγο ο συμπαθής Κινέζος συναθλητής μου Zhang Zhuoming, με τον οποίο η τύχη τα έφερε έτσι να βρισκόμαστε συχνά-πυκνά από την αρχή του αγώνα. Ένιωθε νυσταγμένος και η γυναίκα του, που εκτελούσε χρέη υποστήριξης τον σκέπασε στον πάγκο με μια κουβέρτα για λίγα λεπτά, έτσι όπως ήταν. Δεν ξαναπείραξα τα πόδια μου μετά την κουβέντα με τον γιατρό, θα έκανα την απαραίτητη υπομονή, οπότε τα μάζεψα και πήρα το πλακοστρωμένο γκαλνετρίμι  που ξεκινά ακριβώς έξω από το καταφύγιο. Ήταν ήδη απόγευμα και φρόντισα ξεκινώντας να έχω σε πρόχειρο τσεπάκι τον φακό, για να μην καθυστερώ άσκοπα όταν θα έπρεπε να τον χρησιμοποιήσω.

Γρήγορα νύχτωσε και εγώ άρχισα να παραπατάω στο κακό τερέν, επηρεασμένος σαφέστατα από την έλλειψη ύπνου μετά την πρώτη ώρα πορείας προς το Col Lazouney, ειδικά όταν πλέον επικρατούσε σκοτάδι και μόνο ο φακός σου έδειχνε το δρόμο. Άθλιο μονοπάτι ξανά, ανακατεμένες τούφες αλπικού γρασιδιού με φυτευτό βράχο ανάμεσα, για να στραβοπατάς κάθε τόσο. Γνωρίζοντας την ελληνική πραγματικότητα, αναρωτήθηκα πώς μπορούσαν τα ονοματισμένα μονοπάτια στις Άλπεις να έχουν τόσο κακή ποιότητα και χάραξη. Εδώ βρίσκεται η λεγόμενη “Alta Via 1” που μαζί με την αντίστοιχη “Alta Via 2” στον νότο (α’ τμήμα διαδρομής του Tor), αποτελούν ένα ευρύ και αναγνωρισμένο δίκτυο μονοπατιών στις Ιταλικές Άλπεις της Αόστα (Gran Paradiso, Monte Rosa, Cervino, Monte Bianco). Χρειάστηκα μιάμιση ώρα μέχρι το διάσελο στα 2400μ και ειλικρινά είχα αγανακτήσει από το φαινομενικά ατελείωτο της διαδρομής. Τα φωτάκια από τους φακούς των αθλητών, πάντα μοιάζουν να είναι πιο μακριά από την κανονική τους απόσταση, όπως και τα αντανακλαστικά σημαιάκια της διοργάνωσης, επιτείνοντας έτσι την αίσθηση της απόστασης.

Ένας ή δύο με προσπέρασαν στον ανήφορο για το Lazouney -λίγο περισσότερους πέρασα- ένδειξη πως δεν ήμουν καλά. Μιλάμε πάντα για ένα μικρό πλήθος αθλητών μετά από σχεδόν 60 ώρες αγώνα. Η διασπορά 1000 αθλητών σε ένα εύρος τόσων ωρών, σίγουρα διευρύνει τις μεταξύ τους αποστάσεις, δεδομένου μάλιστα πως βρισκόμουν στο πρώτο ¼ των αθλητών της κούρσας. Οι πρώτοι-πρώτοι σε αυτόν τον αγώνα, τρέχουν εντελώς μοναχικά, φαντάζομαι πως τους δημιουργείται γρήγορα η αίσθηση πως στον αγώνα τρέχουν μόνο οι ίδιοι και κανένας άλλος, με εξαίρεση κάποιους ελάχιστους που κοντράρονται στη μάχη της πρωτιάς.

To Col Lazouney, φωτογραφημένο στον αγώνα του 2022, όταν από εκεί πέρασα με φως ημέρας

Πίσω από το Lazouney (2400μ) ατέλειωτα αλπικά λιβάδια πλημμυρισμένα νερό που λίμναζε ή κυλούσε σε ανεπαίσθητες κλίσεις, ήταν μια πρώτης τάξεως παγίδα για τα ήδη ταλαιπωρημένα πόδια όλων μας. Πηδώντας δεξιά κι αριστερά μες στο σκοτάδι, προσπαθούσα να αποφύγω το μοιραίο μούσκεμα, που θα με οδηγούσε και πάλι στην αρχική κατάσταση για τις πατούσες και τις φουσκάλες που κρύβονταν εκεί κάτω. Χαοτικές ευθείες στο απόλυτο σκοτάδι και στο δυνατό άνεμο, με σημάδι το ασθενικό ίχνος του μονοπατιού, την αραιή νυχτερινή σήμανση ή κάποιον συναθλητή, μια φωτεινή κουκίδα στο βάθος που ποτέ δεν πλησίαζες -το ίδιο ήμουν κι εγώ για κάποιον άλλον παραπίσω. Μια κλεφτή ματιά πίσω μου, έδειξε πως ήμουν σχεδόν μόνος στο τέλος αυτής της ιδιότυπης «ουράς», μέχρι που στα επόμενα αρκετά λεπτά κάποιο φάντασμα θα ξεπρόβαλε στις μαύρες ερημιές…

Το μικρό καταφύγιο στο Loo στο (Κ-206/14900+/59:57) είναι η μοναδική όαση ανάμεσα σε Niel και Gressoney, μια απόσταση 13 χιλιομέτρων. Το ολιγάριθμο προσωπικό του συμπαθέστατου μικρού σταθμού ήταν πρόθυμο να προσφέρει κάθε βοήθεια και είχε ετοιμάσει χειροποίητα εδέσματα που δεν με άφησαν ασυγκίνητο. Οτιδήποτε ήταν φτιαγμένο σπιτικό και δεν ήταν αλλαντικό-τυρί με τις βαριές τους γεύσεις, είναι καλοδεχούμενο σε αυτόν τον αγώνα. Τέσσερις-πέντε προλάβαμε να μαζευτούμε εκεί απ’ έξω και να δοκιμάζουμε γεύσεις. Μεσάνυχτα και το φως μέσα στο κτίσμα σε προδιέθετε να μπεις και να κάτσεις στον μικρό πάγκο, να πιείς ποτά. Φεύ, έπρεπε να συνεχίσουμε και μάλιστα με ζέση, για να φτάσουμε μια ώρα αρχύτερα στην «πρωτεύουσα» Gressoney, όπου μας περίμεναν φαγητά, γιατροί, στρώματα, ντους και φυσικά οι σάκοι ανεφοδιασμού μας.

To μικρό καταφύγιο στο Loo, φωτογραφημένο στον αγώνα του 2023

Ατέλειωτες ευθείες σε πρωτόγονους κτηνοτροφικούς δρόμους και μια ήπιας κλίσης κατάβαση μονοπατιών στο δάσος, απογοητευτική ως προς το ρυθμό μου, με έφεραν όχι ανώδυνα για τα πόδια μου στο κοιμισμένο και αραιοχτισμένο Gressoney. Στο χωριό αυτό ζει ο καταπληκτικός Franky Colle, ο ζωντανός θρύλος του Tor, που φέτος λόγω τραυματισμού δεν πήρε εκκίνηση αλλά ήταν όλες τις μέρες κοντά στον αγώνα και τους αθλητές που έδιναν τη μάχη τους. Κουραστική πορεία στο έρημο αυτήν την ώρα χωριό και επιτέλους ο σταθμός (Κ-214/15000+)! Το ρολόι έγραφε 61:41 (δυόμισι ώρες πιο αργή επίδοση από το 2022 ως εκεί). Κάποιοι ελάχιστοι άνθρωποι, με τις ταυτότητες του Tor στο στήθος κάπου έξω από τον σταθμό, με επευφήμησαν καθώς έμπαινα στο κλειστό γυμναστήριο που φιλοξενούσε το σταθμό, τον 4ο από τους 6 συνολικά κεντρικούς του αγώνα. Μέχρι τώρα, 15.000 υψομετρικά είναι αρκετά, αφού μας δίνουν κι έναν δείκτη ανάβασης 70, που για απόσταση πάνω από 215 χιλιόμετρα δεν είναι καθόλου αμελητέα!

Γραμμή στο παραϊατρικό τμήμα του σταθμού, χωρίς καθυστέρηση. Τους εξήγησα, κατάλαβαν και μου ζήτησαν να ξαπλώσω επιτόπου, να κοιτάξουν την κατάσταση. Ήμουν έτοιμος ακόμα και για το ενδεχόμενο να με κόψουν από τη συνέχεια του αγώνα ή τουλάχιστον εγώ ο ίδιος ένιωθα τόσο χάλια τα πόδια μου, που φοβόμουν ακόμα κι αυτήν την εξέλιξη. Διαψεύσθηκα ευτυχώς, καθώς οι άνθρωποι με διαβεβαίωσαν ότι η κατάσταση είναι επανορθώσιμη και το κυριότερο, ότι όταν ολοκληρωθεί η παρέμβασή τους θα έχω περίπου «καινούργιες» πατούσες. Η συμφωνία μας ήταν ότι θα αδειάσουν το υγρό αρχικά, θα κάνω μπάνιο, θα κοιμηθώ κι όταν ξυπνήσω, πριν αναχωρήσω, θα περάσω από το χώρο τους να μου τυλίξουν τα πόδια. Έχοντας απομακρυνθεί εντελώς από οποιονδήποτε στόχο επίδοσης, έπρεπε να σκεφτώ αλλιώς πλέον τον αγώνα από εδώ και πέρα. Ο νέος στόχος μπήκε με το αφήγημα «αξιοπρεπής τερματισμός», μια και ο απλός τερματισμός έπρεπε να θεωρείται αυτονόητος μετά τη γνωμάτευση των ειδικών.

Στο σταθμό του Gressoney οι paramedics έχουν αναλάβει δράση, για να κάνουν πράξη την υπόσχεσή τους ότι όταν τελειώσουν τα πόδια μου θα είναι σαν καινούργια στις πατούσες! Και τελικά επιβεβαιώθηκαν στην πράξη.

Στα μπάνια εμφανίστηκε ο Σπύρος, που πριν λίγο είχε φτάσει κι αυτός στο σταθμό. Ανταλλάξαμε εντυπώσεις και σκέψεις για τη συνέχεια. Ο προβληματισμός μας ήταν ο καιρός σε 24-48 ώρες από εκείνη τη νύχτα της Τρίτης προς την Τετάρτη, που το συζητάγαμε. Η πρόγνωση έδινε χιονοπτώσεις και η ανησυχία ήταν μια πιθανή διακοπή του αγώνα στο τελευταίο πέρασμά του από ψηλά, από το διαβόητο Malatra, μερικά μόλις μέτρα κάτω από τα 3000. Σε κάθε περίπτωση, τώρα μας περίμενε αμφότερους ένας τρίωρος ύπνος, για να μπορέσουμε να ισορροπήσουμε την κατάσταση.

Ξυπνώντας τα ξημερώματα, πρώτη μου δουλειά να τα μαζέψω και να πάω ξανά στους ποδολόγους, να μου τυλίξουν τα πόδια. Όσο εκείνοι έκαναν τη δουλειά τους, εγώ τσέκαρα στο κινητό μου το live του αγώνα, για να δω τι συμβαίνει με την Ασημίνα. Είδα πως δύο ώρες νωρίτερα είχε περάσει από το Loo, με διαφορά 5:30 ώρες από μένα. Είχε υποχωρήσει μόλις 3 ώρες πιο πίσω από τον προηγούμενο κεντρικό σταθμό (Donnas), σε μια διάρκεια 20 ωρών, γεγονός που έδειχνε μια εξαιρετική πορεία για εκείνην. Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά και από το σημείο που βρισκόμουν την είδα να μπαίνει στο κλειστό γυμναστήριο! Ήταν η πρώτη φορά που θα συναντιόμασταν μέσα στον αγώνα και μάλιστα μετά από 200+ χιλιόμετρα και σχεδόν τρεις μέρες από την εκκίνηση! Ήμουν εντυπωσιασμένος από την μέχρι εκείνη τη στιγμή πορεία της, υπολογίζοντας και το γεγονός ότι είχαν περάσει μόλις 3 μήνες από τον μεγάλο αγώνα της στα Ιμαλάια, είχε ένα σωρό προβλήματα στα πόδια και δεν είχε παρά ελάχιστες, μικρές προπονήσεις στις παραμονές του Tor. Απίστευτη δύναμη, απίστευτα αποθέματα ψυχής, χωρίς πολλά λόγια. Εξάλλου η διαρκής βελτίωση της κατάταξής της στη λίστα του αγώνα, ήταν πρόδηλη για την εξέλιξή της, ανέβαινε συνεχώς, κερδίζοντας με σταθερό ρυθμό θέσεις.

Με τον Σπύρο Λογοθέτη, δείπνο από κοινού στο Gressoney

Τη συνάντησα τελειώνοντας από τους paramedics εκεί που κάθισε για να κάνει ένα σύντομο γεύμα. Η δική της έκπληξη ήταν μεγάλη που με είδε ξαφνικά μπροστά της, σίγουρα δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Όταν μάλιστα της είπα πως είμαι εκεί ήδη 6 ώρες, τότε η έκπληξή της μεγάλωσε. Πήγα παραδίπλα να ετοιμάσω τα πράγματά μου για αναχώρηση και περνώντας σε λίγο από δίπλα μου, είπε «σκέφτομαι να μην κοιμηθώ, να συνεχίσω», για να με πειράξει με το ιντριγκαδόρικο χιούμορ της, που ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές δεν χάνει. Φυσικά και δεν σκόπευε κάτι τέτοιο, η ευκαιρία να κοιμηθεί λίγο στο σταθμό ήταν μοναδική και ακόμα δεν είχε καν ξημερώσει. Ήταν σε καλή κατάσταση, καλύτερη τουλάχιστον από τη δική μου, φαινόταν ξεκάθαρα πως πάει για μια καλή επίδοση. Έτσι, εκείνη έφυγε για τον κοιτώνα κι εγώ ολοκλήρωσα τα συμμαζέματα μου και λίγο μετά αναχώρησα ανανεωμένος. Είχα περάσει 6:30 ώρες στο σταθμό, με αυτά και με εκείνα.

Ο Σπύρος είχε αναχωρήσει 40 λεπτά νωρίτερα από το σταθμό και τραβούσε κι εκείνος το δικό του δρόμο. Έξω από το γυμναστήριο η νύχτα έδινε τη θέση της στη μέρα και σύντομα έσβησα το φακό. Δοκίμασα να κάνω jogging στις μεγάλες ασφάλτινες ευθείες της κοιλάδας και τα πόδια ανταποκρίνονταν μια χαρά προς ευχάριστη έκπληξή μου. Οι απότομες ανηφόρες για το καταφύγιο Alpenzu έτρεξαν νεράκι και πριν τη συμπλήρωση ώρας το προσωπικό της διοργάνωσης τσέκαρε το βραχιόλι μου εκεί (Κ-219/15400+/69:05). Ένιωθα αναπτερωμένο ηθικό και φυσικά -λογικό ήταν μετά από 6:30 ώρες- ανανεωμένες δυνάμεις. Το Col Pinter (2777μ) ήταν ο επόμενος μικρός στόχος, πάνω από το Alpenzu. Ο καιρός καλός, το φως της μέρας, η ξεκούραση και το στεγνό τερέν, μου έδωσαν μια πολύ καλή επίδοση στο segment αυτό (Alpenzu-Pinter) των 4km και 900m+ (1:36), ανεβάζοντας το ηθικό μου, που χρειαζόταν ένα καλό μασάζ για να ξαναπάρει μπροστά!

H διαδρομή από το Gressoney μέχρι το Champoluc, με το Col Pinter στη μέση της απόστασης

Διαδικαστικοί κατήφοροι στη δυτική πλευρά του Pinter με κάποια λίγα σχοινιά για υποβοήθηση λόγω κλίσεων και εδάφους, με έφεραν ψηλά πάνω από το Champoluc, ένα ακόμα αλπικό, πανέμορφο ορεινό θέρετρο στην κοιλάδα του Ayas, η οποία ξεκινά από τα Ιταλοελβετικά σύνορα βορειότερα, στις πλαγιές του Breithorn. Μπαίνοντας στο χωριό συνάντησα τον Σπύρο! Στις τέσσερις ώρες διάρκειας από το Gressoney είχα κλείσει τη διαφορά που μας χώριζε και έμοιαζα ακμαίος, για πόσο όμως ακόμα? Σταμάτησα σε ένα super-market στο χωριό και αγόρασα ένα σακούλι πατατάκια  chips. Μοιραστήκαμε λίγα με τον Σπύρο μέχρι να φτάσουμε λίγο πιο εκεί στον σταθμό του αγώνα, στον οποίον κάθισα ελάχιστα, αφού ένιωθα χορτάτος και κυρίως, ξεκούραστος. Βγαίνοντας επικοινώνησα τηλεφωνικά με τον Θωμά τον Πουρλίδα στην Ελλάδα, που κι αυτός ξενυχτούσε σε ένα βαθμό μαζί μας, παρακολουθώντας την εξέλιξη. Μου έδωσε κουράγιο και μου έθεσε ένα χρονικό στόχο μέχρι το επόμενο σημείο αναφοράς, το καταφύγιο Grand Tournalin, 8 χιλιόμετρα μακρύτερα.

Στο τηλέφωνο βρήκα κι ένα μήνυμα από την Ασημίνα, που με ενθάρρυνε να συνεχίσω και εφόσον πια ήμουν μακριά από τον αρχικό στόχο, να φτάσω μέχρι το τέρμα για να τιμήσω και τους κόπους μου αλλά και για να ζήσω την εμπειρία, έστω και σαν μια απλή περιήγηση, ήταν κρίμα να σταματήσω, όπως μου έγραφε. Φυσικά και θα το έκανα αυτό, αλλά όταν ένας τόσο κοντινός σου άνθρωπος, που μάλιστα ανεβαίνει ταυτόχρονα κι εκείνος τον ίδιο γολγοθά, σου λέει αυτά τα λόγια, τότε φυσικά και δεν υπάρχει περίπτωση να τα παρατήσεις. Βέβαια, για μένα το ζήτημα «εγκατάλειψη» είχε λήξει το προηγούμενο βράδυ, μετά τις διαβεβαιώσεις των ειδικών στο Gressoney αλλά η γενικότερη κλινική εικόνα μου φαίνεται πως έδωσε στην Ασημίνα την αίσθηση της παραίτησης.

Κράτησα σταθερό ρυθμό όσο μπορούσα, γνωρίζοντας ότι ελάχιστα θα αλλάξουν προς το καλύτερο, όφειλα όμως να τιμήσω την παρουσία μου εκεί, όπως και την ενθάρρυνση των δικών μου ανθρώπων να προσπαθήσω. Αδιάφορες ευθείες ανάμεσα στο Champoluc και το γειτονικό Saint-Jaques, πάνω στην άσφαλτο και δίπλα από το ορμητικό μικρό ποτάμι της κοιλάδας έτρεξαν γρήγορα και στις εξίσου αδιάφορες ανηφόρες στη συνέχεια, μπήκα σε ρυθμό, χάνοντας όμως την αρχική ορμή μετά το Gressoney, στο ξεκίνημα της μέρας. Στο καταφύγιο του Grand Turnalin (Κ-240/17400+/74:41) ζήτησα έναν σύντομο 20λεπτο ύπνο και τον είχα. Όταν βρίσκεσαι σε σημεία αναφοράς χωρικά ή χρονικά, αξιοποιείς την ευκαιρία και κερδίζεις ότι μπορείς. Ευτυχώς ο ύπνος εδώ έπιασε τόπο γιατί ήταν όντως ύπνος, έστω και 20λπετος. Όσο κοιμόμουν με προσπέρασε ο Σπύρος, χωρίς να το γνωρίζω προς στιγμήν αλλά το επιβεβαίωσα λίγο μετά από το live, ένα χρήσιμο εργαλείο αν υπάρχει ο χρόνος να κοιτάξεις. Στη συνέχεια ένα διπλό πέρασμα με πανοραμική θέα 360 μοίρες αλλά κυρίως προς το Monte Rosa και το Matterhorn (Cervino) άλλαζαν τη διάθεση. Ο ουρανός γαλάζιος αλλά κάποιοι σχηματισμοί ψηλής νέφωσης προανήγγειλε την επερχόμενη αλλαγή του καιρού, που συζητάγαμε όλες τις προηγούμενες ημέρες, αυτήν με τα χιόνια.

Κοιτώντας πίσω τη διαδρομή από το Col de Nannaz. Τα χιόνια είναι ο όγκος του Monte Rosa (4634m). Tο κόκκινο βέλος υποδεικνύει το καταφύγιο Grand Touranlin, στο Κ-240 της διαδρομής

Η κατάβαση προς την επόμενη κοιλάδα στα δυτικά, στην Valtournenche, δεν ήταν και άξια λόγου ως επίδοση για μένα. Ένιωθα πόνο στους τετρακέφαλους των ποδιών και η όποια μικρή ηλιοφάνεια έδειχνε να με επηρεάζει όσο έχανα υψόμετρο. Εξάλλου υπήρχε πλέον και μια απουσία ισχυρού κινήτρου για να με σπρώξει μπροστά στον κατήφορο. Παρόλα αυτά κατάφερα κάτι αξιοπρεπές, ρίχνοντας εκ των υστέρων μια ματιά στο Strava, όπου κρατιούνται ακόμα και οι επιμέρους επιδόσεις όλων όσων κάνουν χρήση το πρόγραμμα αυτό. Το 1:36 στο τμήμα Nannaz-Valtournence μου έδωσε να καταλάβω πως χρειάζεται και η ψυχολογική διάθεση για να αντιληφθούμε την αξία της προσπάθειας, όχι μόνο μια υποτιθέμενη αντικειμενική ματιά, που σε τέτοιες περιπτώσεις μόνο αντικειμενική δεν είναι, για πολλούς λόγους.

Αγριοκάτσικο βόσκει αμέριμνο δίπλα από το μονοπάτι στο διάσελο του Nannaz (K-242)

Στο Valtournence  (Κ-250/17700+) έφτασα σε 77:35, στην καρδιά του μεσημεριού. Ο σταθμός άδειος από αθλητές, εγώ κι ένας ακόμα και λίγο αργότερα ο Κινέζος φίλος, ο Zhang Zhuoming, πάντα χαμογελαστός και φαινομενικά τουλάχιστον, ευδιάθετος. Ξόδεψα μία ώρα για φαγητό και αναδιοργάνωση (φόρτιση, ρούχα, σνακς στο σακίδιο). Η ησυχία στους κεντρικούς σταθμούς βοηθά στο να συγκροτήσει κάποιος σωστά τη σκέψη του και να μην ξεχάσει κάτι σημαντικό για τη συνέχεια. Έφαγα κυρίως φρούτα και προσπάθησα για φαγητό αλλά όχι με τόση επιτυχία. Βγήκα ξανά στο χωριό για να συνεχίσω και λίγο μετά επικοινώνησα με τον Θωμά τηλεφωνικά, ενώ ήξερα από το Live πως είχαμε ήδη τον νικητή του αγώνα, τον Francois D’Haene με 69:08 και εν γένει την πρώτη 5άδα νικητών.

(ΦΩΤΟ : Κατηφορίζοντας από το Col de la Fontainnes προς το Valtournence, κάποιος που πεζοπορούσε, με φωτογράφισε και λίγες μέρες μετά, αφού πρώτα με ανακάλυψε στο FB από το όνομά μου στο bib, μου έστειλε τις φωτογραφίες!)

Ο Θωμάς με ενημέρωσε για μια δυσάρεστη εξέλιξη στον αγώνα, την οποία και φυσικά αγνοούσα: η ομάδα υποστήριξης του 3ου νικητή κατηγόρησε ευθέως τον D’Haene για αθέμιτο συναγωνισμό, γιατί όπως ισχυρίστηκαν χρησιμοποίησε προσχηματικά δικούς του ανθρώπους ως pacers για μεγάλα διαστήματα μέσα στον αγώνα! Η διοργάνωση αντέδρασε άμεσα παίρνοντας τη θέση του κατηγορούμενου αθλητή και δηλώνοντας πως ποτέ δεν θα επέτρεπε η ίδια τέτοιες αθέμιτες συμπεριφορές από κανέναν αθλητή και πως η διαχρονική ηθική αξία του νικητή δεν θα του επέτρεπε ποτέ να υποπέσει σε τέτοιο ολίσθημα. Και για να πω την αλήθεια, χωρίς να γνωρίζω, συντάχθηκα άμεσα με τη θέση του Francois, πιστεύοντας ότι ουδέποτε θα ρίσκαρε την υπόληψή του μέσα από ευτελείς συμπεριφορές, όπως η χρήση pacers ή ακόμα και το κόψιμο διαδρομής ή η μεταφορά με όχημα σε έρημες περιοχές. Είναι εντελώς γελοίο όλο αυτό και απορώ πώς οι άνθρωποι που τον κατήγγειλαν, τόλμησαν να χρησιμοποιήσουν ένα τόσο σαθρό επιχείρημα για να τον πλήξουν. Τα βλέπουμε κάτι τέτοια στην ελληνική κοινότητα από τους αποκαλούμενους «τελευταίους», αυτούς που δεν αξίζει καν να γυρίσεις να τους ακούσεις, αλλά να γίνονται και από (υποτίθεται) σοβαρότερους ανθρώπους, αυτό αγγίζει τα όρια του παραλογισμού.

Ανέβηκα στο καταφύγιο Barmasse τον πρώτο μικρό σταθμό μετά τον κεντρικό νωρίτερα, σε ρυθμό βόλτας περίπου (K-254/18400+/80:16). Λίγο η ώρα, λίγο το φαγητό και λίγο βέβαια και ο ανήφορος, μου έφεραν μια διάθεση ραστώνης. Πριν το καταφύγιο ένιωσα μια πείνα, παρότι νωρίτερα είχα σηκωθεί από τραπέζι φαγητού. Δεν ήταν αυτό που γύρευε το στομάχι μου εκεί κι έτσι μάλλον είχα μείνει νηστικός. Σχεδίασα το επόμενο βήμα: φτάνω στο καταφύγιο, τρώω δικό τους, αγοραστό φαγητό, κοιμάμαι ένα μισάωρο και συνεχίζω, αφού μπροστά με περιμένουν πολλά χιλιόμετρα στις ερημιές και το επόμενο καταφύγιο θα αργήσει να φανεί. Είχα συμπληρώσει 3ήμερο αγώνα (=τρεις νύχτες) και η ανάγκη για ύπνο έρχεται κάθε τόσο όλο και πιο επιτακτική. Ένα καλό σενάριο είναι 20-30 λεπτά ύπνου κάθε 5-6 ώρες με τη συμπλήρωση του 3ημέρου. Φτάνοντας στο Barmasse εκπλήρωσα το σχέδιο: όσο εγώ κοιμόμουν σε ήσυχο θάλαμο με κρεβάτι το μισάωρό μου, η κυρία του καταφυγίου μαγείρεψε κρέας με πατάτες στην κατσαρόλα! Έφαγα μόλις ξύπνησα και ξαναμπήκα στη διαδρομή. Απόγευμα πια και ο καιρός άρχισε να κλείνει κανονικά! Οι πρώτες ψιχάλες ήταν γεγονός κάπου στις 6:30 το απόγευμα. Πιο πέρα εμφανίστηκε πάλι από πίσω μου ο Σπύρος, ο οποίος είχε ανανεώσει δυνάμεις στον κεντρικό σταθμό του Valtournence με ύπνο και φάνηκε εξαιρετικά δυνατός, με προσπέρασε με χαρακτηριστική άνεση και χάθηκε μπροστά, το ίδιο κι ένας Κινέζος που πήγαινε πιο γρήγορα και από τον Σπύρο ακόμα, με εντυπωσίασε!

H πρόοδος στον αγώνα, ανάμεσα στο Champoluc και το Vareton. Προσοχή: τα χιλιόμετρα είναι λάθος! Το Valtournenche για παράδειγμα, δεν βρίσκεται στο Κ-231 αλλά στο Κ-250, σύμφωνα πάντα με τα επίσημα στοιχεία της διαδρομής στην ITRA αλλά και με βάση τις μετρήσεις των ρολογιών μας!

Στο μικρό, κτηνοτροφικό κτίσμα του Vareton (Κ-259/18800+/82:17) ήταν η ώρα να ανάψω φακό και να φορέσω ρούχα για τη βροχή. Ήταν ήδη περασμένες 8 και μετά βίας έφτασα εκεί χωρίς φακό. Ξόδεψα για μια ακόμα φορά αρκετό χρόνο, προκειμένου να αλλάξω τον καλοκαιρινό ιματισμό σε χειμερινό (μακρύ κολάν κλπ) σ ένα δωμάτιο που έκαιγε ξυλόσομπα και μπήκα και πάλι στη διαδρομή. Μια μεγάλη έρημη έκταση ακολουθεί από το Vareton μέχρι το καταφύγιο Maggia, απόσταση 9 χιλιομέτρων. Νύχτα με ήπια βροχή και έντονο αέρα, ειδικά όσο φτάναμε στο Fenetre du Tsan (2736m). Η νύχτα γενικά παρά τις αντικειμενικές της δυσκολίες (μηδενική ορατότητα, βιολογικοί ρυθμοί) έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα: δεν βλέπεις τις δυσκολίες που σε περιμένουν, όχι μόνο στα επόμενα χιλιόμετρα αλλά ούτε καν στα επόμενα βήματα! Πηγαίνεις στα τυφλά, με την ελπίδα ότι τα καλύτερα σύντομα θα έρθουν, εκτός αν ήδη γνωρίζεις τη διαδρομή -όπως εγώ τώρα- ή την έχεις μελετήσει τόσο, που να γνωρίζεις καλά τι σε περιμένει και για πόσο ακόμα. Στο Tor βέβαια, όλο και κάποιο φως συναθλητή μπροστά, σου δίνει το στίγμα για τα επόμενα βήματά σου. Δυστυχώς όμως, τα φωτάκια στο απόλυτο σκοτάδι μεγεθύνουν συνήθως την υψομετρική διαφορά που σε χωρίζει μαζί τους.

Σε όλη την μέχρι εκεί διαδρομή των 250 χιλιομέτρων, ήμουν σε θέση να συγκρίνω τον φετινό με τον προπέρσινο αγώνα μου, δεδομένου ότι οι διαφορές ώρας ήταν απειροελάχιστες συνήθως και σε επίδοση και κατά συνέπεια και σε ώρα της ημέρας. Όταν έμπαινα μπροστά από το 2022, αυτό μου έδινε ένα κίνητρο παραπάνω να προσπαθήσω, παρότι ήξερα πως το παιχνίδι ήταν χαμένο. Η όποια θετική διαφορά φέτος ήξερα καλά πως ελάχιστα (1-2 ώρες ίσως) θα συνεισέφερε στην τελική μου επίδοση, δεν έπαυε όμως να μου δίνει ένα παραπάνω κίνητρο να κρατηθώ στην επιφάνεια. Αλήθεια, τι είδους κίνητρο τερματισμού να έχει κάποιος που έχει ήδη τερματίσει έναν τόσο μεγάλο αγώνα στο παρελθόν και γυρεύει για 2η, 3η ή και πολλοστή φορά να τερματίσει και πάλι, αν αυτό δεν είναι η βελτίωση της επίδοσής του? Πιστεύω ότι στους αγώνες χρονομέτρου -τέτοιοι και οι αγώνες υπεραντοχής- μοναδικό κίνητρο είναι ένα διαρκές παιχνίδι με την επίδοση, συνολική ή επιμέρους.

To Fenetre du Tsan σημειώνεται με το κόκκινο βέλος, στον ορίζοντα. Φωτογραφία από τον αγώνα του 2023, παρέα με την Ασημίνα

Μια ακόμα ατέλειωτη ανάβαση έπαιξε με τα ψυχικά μου όρια, αυτή του Fenetre du Tsan τώρα στα 2736μ, με βροχή, αέρα και όσο ανέβαινα χιονόνερο. Κάποιος πάλι με πέρασε αλλά δεν έδωσα σημασία, τι νόημα είχε εξάλλου? Ήμουν κάπου στους πρώτους 120 και μια μικρή ταλάντωση θέσεων ελάχιστα θα άλλαζε τη διάθεσή μου. Μήπως η κατάταξη θα ήταν εκείνη που θα έφερνε την επίδοση? Απλά, συνειδητοποιούσα πως εδώ και 2 ώρες με είχαν περάσει 4-5 χωρίς να έχω περάσει κανέναν κι αυτό δεν ήταν καλό σημάδι. Επιτέλους, ο αέρας δυνάμωσε, το ίδιο και το μαστίγωμα από το χιονόβροχο, ένδειξη ότι φτάναμε στο διάσελο, άρα σε λίγο θα ξεκινούσε ένας κατήφορος …και τι κατήφορος αυτός!

Η κατάβαση προς το καταφύγιο Maggia είναι αβυσσαλέα στο ξεκίνημά της, με απώλεια 400 μέτρων υψομετρικής σε μόλις ένα χιλιόμετρο! Όπως συμβαίνει συνήθως στους κανόνες της γεωμορφολογίας, τη μεγαλύτερη κλίση συναντάμε στο σβήσιμο μιας ανηφόρας προς την έξοδό της, άρα αν αυτό το κοιτάξουμε με την αντίθετη ματιά, αυτήν της κατάβασης, τότε η μεγαλύτερη κλίση βρίσκεται στο ξεκίνημα μιας κατάβασης. Στη διαδρομή του Tor αυτό δεν αποτελεί μεν τον κανόνα, είναι όμως κάτι σχεδόν γενικευμένο. Σε αναβάσεις, το βρίσκουμε σε Arp, Passo Alto, Crosatie, Entrelor, Loson, Bruson, Malatra και σε καταβάσεις στα Crosatie, Fenetre, Loson, Marmontana, Leui, Pinter, Tsan, Vessonaz και Bruson.

Έκανα προσεκτικά βήματα μέσα σε πηχτό σκοτάδι και σφοδρό αέρα. Οι αρχικές κλίσεις στην κατάβαση του Tsan δεν συγχωρούν λάθη, όπως και στο Fenetre, τρεις νύχτες και 180 χιλιόμετρα νωρίτερα. Στα 3-4 χιλιόμετρα «οπτικού πεδίου» μπροστά και κάτω μου, μπορούσα να διακρίνω τρεις φακούς όλους κι όλους, τρία ανεπαίσθητα φωτάκια να αλλάζουν θέση σταδιακά, καταδεικνύοντας ισάριθμους αθλητές να κινούνται με αργό ρυθμό στο άθλιο τερέν που είχαν να διαχειριστούν. Μια επίπεδη κοιλάδα με λίγα νερά στο τέλος της κατάβασης, με οδήγησε στο γνωστό αλλά και μοιραίο το 2022 καταφύγιο του Maggia (Κ-268/19300+) όπου έφτασα σε 85:17, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, σε μια επίδοση 1:30 ώρα πιο αργή από το 2022. «Ίσως αυτή τη φορά να καταφέρω να ρεφάρω» σκέφτηκα προς στιγμήν, καθοδόν για το Maggia, αφού τώρα είχα όλον τον εξοπλισμό ρουχισμού πάνω μου. Φτάνοντας όμως στο καταφύγιο ζήτησα κρεβάτι και 2ωρο -αν θυμάμαι καλά- ύπνο. Δεν μου ήταν αρκετό το μισάωρο πέντε ώρες νωρίτερα, κυρίως με το σκεπτικό ότι μπροστά μου ξανοιγόταν η ερημιά και η νύχτα, για χιλιόμετρα και ώρες.

Ξεραμένη λάσπη πάνω στα παπούτσια και τις γκέτες. Οι γκέτες είναι ένα πολύ χρήσιμο συπλήρωμα εξοπλισμού σε τέτοιους αγώνες, γιατί προστατεύουν από διάφορα μικροαντικείμενα που μπορούν να μπουν μέσα στο παπούτσι και να δημιουργήσουν πρόβλημα

Πέταξα από πάνω μου παπούτσια και μπουφάν και έπεσα στον πάνω όροφο μιας κουκέτας, όπως μου υποδείχτηκε. Δεν κοιμήθηκα βαθιά ούτε κι εδώ, δυστυχώς! Κάποιοι συναθλητές στο θάλαμο κοιμόντουσαν αρκετά βαθιά με τον σχετικό αναπνευστικό θόρυβο. Στους αγώνες, πρέπει κανείς να εκπαιδευτεί ακόμα και στο να κοιμάται χωρίς να τον ενοχλούν τα όσα συμβαίνουν τριγύρω του (τις ωτασπίδες τις είχα αφημένες στο drop-bag). Δυστυχώς αυτό δεν το έχω καταφέρει και πάντα στο Tor μου στοιχίζει. Σηκώθηκα με την αίσθηση του ανικανοποίητου, ξαναφόρεσα τα βρεμένα πανωφόρια και παπούτσια, τσίμπησα κάτι λίγα φρούτα από τον πάγκο του αγώνα και βγήκα ξανά στη νύχτα, αποχαιρετώντας το ευγενικό προσωπικό του σταθμού, όλοι και όλες με το χαμόγελο.

H πρόγνωση καιρού για την περιοχή του Malatra, από την εφαρμογή Windy, σε απόσπασμα οθόνης (screenshot) ενώ βρισκόμουν μερικές ώρες μετά την εκκίνηση! Η πρόβλεψη πως την Πέμπτη και Παρασκευή θα υπάρχει χιονόπτωση εκεί, ήταν απόλυτα σωστή!

Η βροχή σαν να πύκνωνε τώρα κι αυτό δεν μου άρεσε. Λίγο πιο εκεί από το καταφύγιο, ένα ζευγάρι αθλητών με προσπέρασε με χαρακτηριστική άνεση στον ανήφορο του μονοπατιού που ξεκινούσε απότομος, σχεδόν τρέχοντας. Μπήκα σε σκέψεις για την δική μου κατάσταση, μέχρι που δύο ακόμα αθλητές επανέλαβαν μια παρόμοια προσπέραση λίγα λεπτά αργότερα. Γύρισα και είδα τα νούμερα στο στήθος τους και τότε συνειδητοποίησα ότι προέρχονται από τον αγώνα των 100 χιλιομέτρων, οι οποίοι είχαν πάρει εκκίνηση μόλις 3-4 ώρες νωρίτερα, δεν ήταν TORers. Ένιωσα ανακούφιση, και στη συνέχεια γνωρίζοντας πως είμαστε δύο αγώνες σε παράλληλη εξέλιξη, όταν αισθανόμουν κάποιον να με πλησιάζει, έκανα στην άκρη για να μην στέκομαι εμπόδιο στην εμφανώς γρηγορότερη πορεία του. Κάποιοι από αυτούς, εκτός από ένα grazie μου εξέφραζαν και το θαυμασμό τους για το γεγονός ότι ήμουν ένας από τους αθλητές του Tor des Geants. Εμείς του Tor μοιάζαμε πραγματικοί γίγαντες στα μάτια τους και το καταλάβαινα απόλυτα, γιατί κι εγώ με τη σειρά μου όταν συναντούσα «γκλασιέρηδες» τους εξέφραζα τον αντίστοιχο δικό μου θαυμασμό!

Όσοι με προσπερνούσαν πλήθαιναν και κατάλαβα πως το κύριο σώμα του αγώνα των 100 χιλιομέτρων πλησιάζει με γοργούς ρυθμούς πίσω μου. Γύρισα και κοίταξα στα δεξιά μου, προς τα σκοτάδια του Tsan 3-4 χιλιόμετρα σε ευθεία μακριά μου και το επαλήθευσα! Δεκάδες ήταν τα μικροσκοπικά φωτάκια που κατηφόριζαν από εκεί, σαφώς και δεν μπορούσε να είναι μια πύκνωση των αθλητών του Tor. Μέσα σε ελεγχόμενη βροχή έφτασα στο καταφύγιο Cuney, (Κ-271/20000+/89:09). To Cuney, χτισμένο στα 2650μ είναι ένα σημείο που κάποιος πρέπει να πάρει σοβαρά υπόψιν του στον αγώνα, μια και ο επόμενος σταθμός που μπορεί να προσφέρει σοβαρή υποστήριξη είναι το χωριό του Oyace, 15 χιλιόμετρα πιο μακριά, με ένα ενδιάμεσο χώρο καθαρά αλπικό και έρημο. Αξιοσημείωτο πως το φετινό μου πέρασμα από το Cuney απείχε μόλις 2 λεπτά από εκείνο του 2022 (89:09 αντί για 89:11). Τώρα ήταν η ευκαιρία να κάνω τη διαφορά? Το 2022 «εγκλωβίστηκα» εδώ για πάνω από 4 ώρες γιατί δεν είχα αρκετά ρούχα να αντέξω το κρύο και τη βροχή, οπότε περίμενα να ξημερώσει, να δω πώς θα έβγαινα και πάλι στο μονοπάτι. Τώρα, απλά έφαγα στο πόδι λίγο σταφύλι στο σταθμό και συνέχισα (και πάλι κάτω από βροχή).

To καταφύγιο Cuney (αριστερά), στο Κ-272 της διαδρομής

Η συνέχεια για το Bivouac Clermont ήταν μια ακόμα παρέκκλιση από το αναμενόμενο, καθώς η βροχή δυνάμωσε αργά μέσα στη νύχτα, το ίδιο κι ο αέρας. Η επίδραση του εναμισάωρου ύπνου ήταν μηδαμινή, αφού δεν ήταν ύπνος, απλά πράγματα. Ξανανύσταξα λοιπόν και άρχισα να γίνομαι walking dead στα λασπωμένα μονοπάτια της νύχτας. Η βροχή μετατράπηκε σε χιονόβροχο όσο περνούσε η ώρα και το μυαλό μου έπαιρνε επιπλέον στροφές, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αλλά και για να κρατηθεί αφυπνισμένο. Στο τέλος, μετά από μιάμιση ώρα από τον προηγούμενο σταθμό, λίγο πριν τις 5 τα χαράματα, έφτασα στο καταφύγιο-μπιβουάκ του Clermont (Κ-276/20300+/90:40).

Γνωρίζοντας καλά τον μικρό εσωτερικό χώρο του, μπήκα κατευθείαν και ζήτησα από τους εθελοντές χώρο να κοιμηθώ στις κουκέτες. Μου έδειξαν μια άδεια γωνιά του κάτω κρεβατιού, που είχε ήδη δύο να κοιμούνται και στριμώχτηκα κι εγώ σαν τρίτος στην άκρη. Έβγαλα μόνο το σακίδιο και τα παπούτσια, έριξα μια κουβέρτα πάνω μου και κουλουριάστηκα στο ένα πλάι, όλα ήταν βολικά, παρά το ότι όλοι οι αθλητές έμπαιναν στο εσωτερικό του καταφυγίου, για καταγραφή και τροφοδοσία, μόλις πέντε βήματα από το σημείο που έπεσα να κοιμηθώ!

Μαζί με τα διαδικαστικά (βάλε-βγάλε) έμεινα 2:30 ώρες εκεί κι όταν βγήκα να φύγω, αφού ήπια μια γουλιά ζεστό καφέ, είχε ξημερώσει για τα καλά. Η χιονόπτωση είχε σταματήσει κι όλα τριγύρω ήταν άσπρα. Είχα φορέσει ότι είχα και δεν είχα, για να γλιτώσω την όποια υποθερμία μπορούσε να προκαλέσει μια τόσο μεγάλη παραμονή κάτω από κουβέρτες. Λίγο πιο πάνω κείται ένα ακόμα πέρασμα, το 17ο σύμφωνα με τις σημειώσεις μου, το Col Vessonaz (2794m). Ο αέρας ήταν σφοδρός στα τελευταία μέτρα ανάβασης και φρόντισα να σκαντζάρω στα γρήγορα το σημείο, για να βρω προστασία στην απάνεμη βόρεια πλευρά του αυχένα.

Στο Col de Vessonaz με την Ασημίνα, στον αγώνα του 2023. Φέτος, φορούσα τριπλά γάντια και φυσούσε δυνατός, παγωμένος αέρας, που δεν μου επέτρεψε να απαθανατίσω τη στιγμή

Κατέβηκα με αξιόλογη ταχύτητα την κοιλάδα προς το Oyace, αφού ξόδεψα πολύτιμο χρόνο και πάλι για να ξεφορτωθώ ρούχα από πάνω μου. Προσπέρασα κάποιους δικούς μου (Torers) αλλά και αρκετούς 100άρηδες, που ήταν σίγουρα από τη μέση της κούρσας τους και πίσω. Η μέρα ξεκίνησε με βαριά σύννεφα αλλά και ενδείξεις πως το κακό με τον καιρό ήταν πια παρελθόν. Έφτασα με κάποιο μπουλούκι 100άρηδων στο χωριό του Oyace, όπου κάποιοι ενθουσιώδεις φίλοι του αθλήματος είχαν σταθεί λίγο παρακεί και μας επευφημούσαν. Στο σταθμό ένας κυριολεκτικός χαμός λίγο μετά τις 9 το πρωί. Μια καλή ευκαιρία για να μη χάνω άσκοπα χρόνο, σκέφτηκα. Το Oyace βρίσκεται στο Κ-287 και μέχρι εδώ έχεις μαζέψει 20.500 μέτρα ανάβασης. Στο σταθμό μπήκα ακμαίος σε 95:26 (μία ώρα και πλέον, γρηγορότερα από το 2022) και δεν πρέπει να έμεινα πάνω από ένα δεκάλεπτο, εντυπωσιάστηκα από τον εαυτό μου, πόσο σύντομος και συνοπτικός ήμουν, ήταν στο Top-10 των πιο σύντομων στάσεων που έκανα στους 37 δευτερεύοντες σταθμούς του αγώνα στις πέντε αυτές μέρες.

Ήταν η κατάλληλη ώρα για να δώσω το κάτι παραπάνω μετά το Oyace, έχοντας ξεκουραστεί επαρκώς στο Clermont, μερικές ώρες νωρίτερα. Το βασικό στοιχείο που έπαιζε ρόλο για το υπόλοιπο του αγώνα ήταν αρνητικό, δεν πήγαινα για κάποια αξιόλογη επίδοση, πήγαινα απλά να περισώσω την υπόληψή μου, κυρίως σε μένα τον ίδιο, ήταν ζήτημα εγωισμού, υγιούς θέλω να πιστεύω. Είχα όμως μια λαμπρή μέρα να ξεκινά την τροχιά της, σημάδι αισιοδοξίας και καλά αποθέματα δυνάμεων, χάρη κυρίως στον ύπνο -αν μπορούμε να τον θεωρήσουμε ύπνο- της μιάμισης ώρας  στο Clermont. Σε τέτοιες περιπτώσεις οφείλεις να κάνεις το καλύτερο, για σένα και για εκείνους που στέκουν πίσω από μια οθόνη και προσπαθούν να μεταφέρουν καλή ενέργεια.

Η διαδρομή από το Oyace μέχρι το Ollomont. Η γραμμή με τις κουκίδες και τα μπλε βέλη, δείχνει τη εναλλακτική διαδρομή του 2022 στον αγώνα, η οποία χρησιμοποιήθηκε γιατί το μονοπάτι στο Col Brison είχε υποστεί σοβαρές ζημιές. Η αλλαγή τότε “προσέφερε” κέρδος χρόνου σε όσους αγωνιστήκαμε εκείνη τη χρονιά, της τάξης της μιας έως δύο ωρών, ανάλογα με την επίδοση του καθενός, χάρη στη μικρότερη υψομετρική κυρίως (περίπου 800-1000 μέτρα). Στο δικό μου επίπεδο (117 ώρες) το όφελος ήταν περίπου 1:30 ώρες

Προσπέρασα με το καλημέρα 4-5 συναθλητές που έτυχε να φεύγουν από τον σταθμό του Oyace την ίδια ώρα με μένα, μπαίνοντας στον πρώτο ανήφορο. Το έδαφος βρεμένο αλλά όχι λασπωμένο, επέτρεπε να βάζεις αποφασιστικά το ένα πόδι μπροστά από το άλλο στις απότομες ανηφόρες. Εκεί, ένιωσα αρκετά άνετα για να μιλήσω στο τηλέφωνο με δύο από τους φίλους που με παρακολουθούσαν στενά από Ελλάδα και ειδικά με τον Θωμά, που μου έβαζε και χρονικούς στόχους και κρατούσε ζωντανό το ενδιαφέρον μου για τον αγώνα. Στο live παρακολουθούσα την εξέλιξη της Ασημίνας και για κάποιο άγνωστο λόγο είχε κολλήσει το σύστημα στις 90 ώρες για εκείνην, στο καταφύγιο Maggia κι ας ήμασταν ήδη στις 96. Κάτι δεν πήγαινε καλά και απευχόμουν τα χειρότερα, ξέροντας ότι ταλαιπωρούταν από το γόνατό της.

Βούτυρο στο ψωμί για μένα οι ανηφορικές κορδέλες του μονοπατιού για το Col Brison.Εδώ, απλά βάζεις κάτω το κεφάλι και δίνεις το μέγιστο των δυνάμεών σου, δεν υπάρχουν περιθώρια για άσκοπες καθυστερήσεις. Παρά την καταπληκτική θέα απέναντί μου, προς τα βουνά που είχα περάσει την προηγούμενη νύχτα, έμεινα προσηλωμένος στο να κρατήσω σταθερό ρυθμό. Μέχρι τον αυχένα του Brison (Κ-294/21700+/97:58) στα 2500μ πέρασα αρκετούς συναθλητές, κάποιοι από αυτούς θαρρώ από τον αγώνα των 100Κ, άρα αθλητές από τη μέση και πίσω.

Κατηφορίζοντας από το Col Brison προς το Ollomont (φωτογραφία του 2023)

Με χαρακτηριστική άνεση μπήκα στους απότομους κατήφορους προς το Ollomont. Δεν με πονούσαν οι πατούσες από νέες φουσκάλες, πονούσαν όμως οι τετρακέφαλοι κι αυτό μου έκοβε ταχύτητα, με φρέναρε γενικά. Εδώ βοηθούν τα μπατόν, που λειτουργούν υποστηρικτικά στα πονεμένα πόδια και κυρίως στα ταλαιπωρημένα γόνατα. Χρειάζεται μια σχετική μαστοριά και μπατόν με κεφαλή στο πάνω μέρος τους, ώστε να μπορεί να μπει εκεί πάνω η παλάμη και να ασκήσει δύναμη, γιατί τα πονεμένα πόδια μας κάνουν να λειτουργούμε σαν ηλικιωμένους με το μπαστουνάκι τους. Και για να μην ξεχνιόμαστε, όχι κουμπωμένα μπατόν στον κατήφορο, ελεύθερα σε περίπτωση πτώσης ώστε να αποφύγουμε ατυχήματα και αυτοτραυματισμούς.

Ο αέρας καλά κρατούσε και εκείνο το πρωινό και σε κάποιες περιπτώσεις οι ριπές του σε πάγωναν. Ο καιρός είχε κρυώσει αισθητά από την προηγούμενη και το μόνο που έμενε τώρα ήταν να επαληθευτούν οι προγνώσεις που ήθελαν ξανά χιονοπτώσεις και σε χαμηλότερα μάλιστα υψόμετρα. Τα κατηφορικά μας χιλιόμετρα τελείωσαν και βγήκα στο χωριό του Ollomont. Δοκίμασα να τρέξω χαλαρά, για να ζυγιάσω την κατάστασή μου. Ήμουν σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο, δεν κινδύνευα να καταρρεύσω τώρα προς το τέλος.

Στον κεντρικό σταθμό του Ollomont (Κ300/21700+), τον 6ο και τελευταίο, μπήκα φουριόζος σε 99:20, ήταν μεσημέρι και όλες αυτές οι προσπάθειες ύπνου του προηγούμενου 24ωρου κάτι είχαν συνεισφέρει αλλά με βαρύ τίμημα, είναι η αλήθεια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, του Ollomont, ένιωθα ακμαίος και είπα να το εκμεταλλευτώ όσο μπορώ. Ατυχώς, ένα ιδιόρρυθμο σύστημα που εφάρμοζαν εκεί, ήθελε τον αθλητή να ανοίγει τον σάκο ανεφοδιασμού του σε άλλο χώρο από εκείνον του εστιατορίου. Αυτό με βραχυκύκλωσε λειτουργικά, γιατί πάντα προσπαθούσα να κάνω αυτά τα δύο πράγματα ταυτόχρονα: να τρώω και να τροφοδοτώ μπαταρίες ή να ανεφοδιάζω σακίδιο, ταυτόχρονα. Στην περίπτωση του Ollomont, μπήκα και βγήκα από το εστιατόριο 4-5 φορές γιατί είχα αφήσει αναγκαστικά απ’ έξω τον σάκο μου, από τον οποίο έπαιρνα πράγματα αλλά και άφηνα. Ευτυχώς, ο λιγοστός κόσμος μέσα στην τέντα -εγώ κι άλλος ένας- βοηθούσε στο να κινούμαι γρήγορα όταν χρειαζόταν.

Με την Ασημίνα και τον Αντρέα τον Τζακούρη, την ημέρα της επίδοσης αριθμών, παραμονή του αγώνα, στο κλειστό γυμναστήριο του Courmayer

Όσο ήμουν εκεί και με το μισό μυαλό σκεφτόμουν τον ανεφοδιασμό μου, με το άλλο μισό είχα την έννοια της Ασημίνας αλλά και των υπολοίπων σε ένα βαθμό, ειδικά του Σπύρου, που ήξερα πως είχε φύγει μπροστά μου. Η χαρά διαδέχτηκε την έκπληξη, όταν είδα το σύστημα του Live να «ξεκολλά» την Ασημίνα μετά από 9 ώρες στο Maggia και να τη «μεταφέρει» πλέον στο Oyace, όπου έφτασε λίγα λεπτά αφότου έφτασα εγώ στο Ollomont. Θα ήταν κρίμα να χάσει τον αγώνα έχοντας κάνει τα 270 χιλιόμετρα και κάτω από τις συνθήκες υγείας της αλλά και του κακού μας του καιρού, ευτυχώς! Ήταν 4 ώρες πιο πίσω και ανέβαινε συνεχώς στην κατάταξη. Ο Σπύρος την ώρα που έφτανα εγώ στο Ollomont, είχε ήδη περάσει τον επόμενο σταθμό (Champillon) και ήταν 2:30 ώρες μπροστά μου!

Φεύγοντας από το σταθμό, είχα κοιτάξει την πρόγνωση και τα χιόνια επέμεναν να εμφανίζονται στο προσκήνιο. Έριξα τα spikes του χιονιού στο σακίδιό μου, όπως και οτιδήποτε άλλο είχα διαθέσιμο από ρουχισμό, για να με ζεστάνει στα κρύα που έρχονταν από ώρα σε ώρα. Ήδη ξεκινώντας από τον σταθμό, παρότι μεσημέρι, μια αχνή συννεφιά αρκούσε για να κάνει το κρύο αισθητό. Έφυγα με καλούς οιωνούς και αρκετά χορτάτος από φαγητό. Κάποιες μικροαλλαγές συντελέστηκαν στους ανήφορους αλλά αφορούσαν κυρίως αθλητές του μικρού αγώνα και κάποιους του δικού μας που εγώ προσπέρασα. Σε κάτι χωματόδρομους πριν το καταφύγιο Champillon βρέθηκα να προσπαθώ να περάσω μια ομάδα πεζοπόρων, ντυμένων με «πολιτικά» ρούχα και ομολογώ ότι δεν τα κατάφερα. Κάποια στιγμή μάλιστα, τρεις άντρες της παρέας με προσπέρασαν με χαρακτηριστική άνεση αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν το έκαναν πηγαία ή ήθελαν να μου στείλουν ένα μήνυμα. Δεν είχε όμως σημασία, εκείνοι τη δουλειά τους κι εγώ τη δική μου. Εξάλλου η δική τους πορεία θα τελείωνε λίγη ώρα πιο πάνω, στο καταφύγιο.

Φτάνοντας στο καταφύγιο Champillon (Κ-306/22800+/102:25) συνάντησα για 3η συνεχόμενη χρονιά το γνωστό γιορταστικό κλίμα των παιδιών εκεί, με κουδούνες, τραγούδια και επευφημίες αλλά και ζεστή φιλοξενία. Στη σκέψη μου ήρθε πάλι η στρατηγική του ύπνου, ξέροντας ότι μέχρι το τέρμα θα κοιμόμουν δύο φορές ακόμα, με τη δεύτερη να έχει τοποθετηθεί στο καταφύγιο Frassati, για το οποίο χρειαζόμουν ακόμα 7-8 ώρες για να φτάσω. Έκανα την κίνηση και ζήτησα κρεβάτι και μισάωρο ύπνο. Μια κοπέλα από την παρέα των νεαρών διαχειριστών με οδήγησε πρόθυμα στον προβλεπόμενο θάλαμο και γεμάτος ικανοποίηση ξάπλωσα το ταλαιπωρημένο σώμα μου σε ένα κρεβάτι. Δυστυχώς όμως (και πάλι) η τύχη δεν ήταν με το μέρος μου. Η κοινόχρηστη τουαλέτα ήταν ακριβώς δίπλα μου και με συχνότητα ενός ανθρώπου κάθε 2-3 λεπτά, το δωμάτιο ήταν κέντρο διερχομένων, ενώ την ίδια ώρα κουδούνες και μουσική έξω από το κτίριο ανάσταιναν και νεκρούς! Ξόδεψα το μισάωρο με το δόγμα «η ελπίδα πεθαίνει τελευταία» και αφού πέθανε και η ελπίδα να κοιμηθώ, σηκώθηκα και φεύγοντας ήπια ένα ζεστό τσάι και τίποτα περισσότερο.

Με τον συναθλητή με τον οποίο ουσιαστικά τρέξαμε “μαζί” τον αγώνα, τον Κινέζο Zhuoming Zang. Χωριστά τρέχαμε, όμως συναντηθήκαμε τόσες πολλές φορές, που ήταν σαν να αγωνιστήκαμε παρέα. Η φωτογραφία είναι από την ημέρα των απονομών. Περιμένοντας στην ουρά των απονομών, του είπα ότι είμαι Έλληνας και με ρώτησε αν γνωρίζω έναν αγώνα με την ονομασία Olympus Mythical Trail, που οργανώνεται στην Ελλάδα!!!

Στις ανηφόρες για το Col Champillon, κοίταξα τριγύρω στον ορίζοντα και είδα να κρεμά «κουρτίνες» χιονιού ο ουρανός σε κοντινές αποστάσεις. Να λοιπόν τα χιόνια που περιμέναμε! Στους ορεινούς όγκους όπως οι Άλπεις, οι αλλαγές έρχονται πιο γρήγορα από ότι στις πόλεις που ζούμε. Στο μέρος που βρισκόμουν δεν έπεφτε ακόμα νιφάδα προς ώρας, όμως ήταν ξεκάθαρο πως ήταν θέμα λεπτών να αρχίσουν να πεταρίζουν οι πρώτες τριγύρω μου. Ψηλά στο πέρασμα, μια γνώριμη φιγούρα, αθλητικά ντυμένη, έτρεξε προς το μέρος μας από την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν ο Franco Colle, η σπουδαία φυσιογνωμία του αθλητή-θρύλου στο Tor, του κατόχου ρεκόρ διαδρομής και όχι μόνο. Ο Franky λόγω τραυματισμού δεν αγωνίστηκε, ήταν όμως εκεί για να εμψυχώσει όλους εμάς που ήμασταν εκεί και παλεύαμε με τους δαίμονές μας τέσσερις μέρες τώρα. Αυτή είναι η στόφα του σπουδαίου αθλητή, του ανθρώπου που ζει ψυχή τε και σώματι αυτό που κάνει, που πονά το χώρο που υπηρετεί αλλά και τον τόπο που τον ανέδειξε.

Στην κατεβασιά από την άλλη πλευρά του Col, προσπάθησα να επιταχύνω, για να κερδίσω το χαμένο έδαφος αλλά και πολύτιμα λεπτά από τη μέρα που πλησίαζε σιγά-σιγά προς το τέλος της. Τριγύρω η θολούρα από την αραιή χιονόπτωση όλο και κάλυπτε τον ορίζοντα, μπορούσες να δεις την κίνηση της «κουρτίνας» σε πρώτο πλάνο και σε μικρή απόσταση από το μέρος μας. Το ανακάτεμα των δύο αγώνων συνεχιζόταν και με μπέρδευε, μη μπορώντας να εκτιμήσω τη δική μου κατάσταση σε σχέση με εκείνους που ήταν μπροστά μου, με δεδομένο κιόλας ότι όλοι φοράγαμε κάποιο πανωφόρι για να προστατευτούμε από το κρύο, άρα σκεπάζαμε τον αριθμό αγώνα μας (bib). Με σφοδρό, παγωμένο αέρα να βγαίνει από την κοιλάδα που κατηφόριζα και αρκετό πόνο στα πόδια ψηλά από τη συνεχή αμυντική κίνηση στις μεγάλες κλίσεις, βγήκα στο τέλος στη ρεματιά και πήρα την μικρή ανηφόρα απέναντι, για να φτάσω εν τέλει στον μικρό ενδιάμεσο σταθμό Ponteille Desot (Κ-313/23150+/104:58), όπου φρόντισα να μείνω ελάχιστα, για να μη χρειαστεί να βγάλω από πάνω μου ρούχα στο εσωτερικό του σταθμού, τα οποία θα έπρεπε να ξαναφορέσω στη συνέχεια, ρίχνοντας νερό στο μύλο των αέναων καθυστερήσεων.

Συρραφή τριών “σελίδων” επιμέρους αποτελεσμάτων από την καρτέλα μου στο Live του αγώνα. Εδώ φαίνονται τα επιμέρους αποτελέσματα από τα τελευταία 80 χιλιόμετρα

Το κρύο γινόταν έντονο εξαιτίας του αέρα ακόμα και σε αυτά τα χαμηλότερα υψόμετρα, μέσα στο δάσος, κάτι που απευχόμουν. Πήρα ένα διαρκές jogging πάνω στον επίπεδο δασικό δρόμο καθοδόν για το Saint Remy en Bosses, τον επόμενο και αρκετά μεγάλο σταθμό, τον τελευταίο δευτερεύοντα αλλά και μεγάλο, πριν το τέλος του αγώνα. Στο σούρουπο σχεδόν, έκανα και το μοναδικό μου χάσιμο μέσα στον αγώνα, από καθαρά δικό μου λάθος, γιατί ενώ έτρεχα στο δρόμο κοίταζα ταυτόχρονα και το τηλέφωνό μου για να δω το Live του αγώνα και τα αποτελέσματα για τους Έλληνες συνολικά, αφού το ήπιο πεδίο μου επέτρεπε να κοιτώ να οθόνη ενώ ταυτόχρονα ήμουν σε κίνηση. Μέγα το ατόπημα, αφού σε μια ξεκάθαρη διασταύρωση, με υπερβολικά πυκνή σήμανση, έφυγα στη λάθος κατεύθυνση μιας «διχάλας». Για καλή μου τύχη, στο χιλιόμετρο πάνω βρέθηκα μπροστά σε μια στάνη κτηνοτρόφων και οι άνθρωποι προθυμοποιήθηκαν να μου υποδείξουν τον σωστό δρόμο. Έκανα μεταβολή και έτρεξα στον ήπια κατηφορικό δρόμο τον οποίο είχα ανέβει μόλις, χάνοντας 15 λεπτά εξαιτίας της απροσεξίας μου.

Tα λάθη πληρώνονται! Το μοναδικό χάσιμό μου μέσα στον αγώνα ήταν αυτό, για 1200 μέτρα και 14 λεπτά, γιατί ξεχάστηκα βλέποντας το κινητό μου και δεν πρόσεξα τα σχεδόν 10 σημαιάκια που έδειχναν τη σωστή κατεύθυνση σε μια διασταύρωση!

Το σκοτάδι έπεσε λίγα λεπτά μετά και εξάντλησα κάθε περιθώριο για να ανάψω το φακό μου, κερδίζοντας χρόνο λειτουργίας για τη μεγάλη νύχτα που ανοιγόταν μπροστά μου μέχρι τον τερματισμό, τουλάχιστον 10 ώρες! Ήξερα τι με περίμενε μέχρι το Bosses, λες και ήταν την προηγούμενη βδομάδα που είχα ξαναπεράσει από εδώ, εντυπωσιακό πραγματικά. Θυμόμουν ακόμα και ένα σημείο όπου το 2022 είχα επισημάνει μια κακή τοποθέτηση σημαίας, που είχε μπει ακριβώς πριν μια διχάλα του δρόμου αντί για να μπει μετά. Αυτές οι σημαντικές λεπτομέρειες που μπορεί να ανακαλέσει ο ανθρώπινος εγκέφαλος από το χώρο της μνήμης, προϋποθέτουν αφυπνισμένο πνεύμα, άρα επαρκή ύπνο. Η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο κέρδος και τη ζημία, που καταλογίζεται στο χρόνο που διαθέτουμε για ύπνο στο Tor ή σε αγώνες παρόμοιας τάξης διάρκειας (4-6 ημέρες) είναι δυσδιάκριτη και πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να απαντήσει σε αυτό το σχεδόν φιλοσοφικό ερώτημα.

Στο σταθμό του Bosses (Κ-323/23300+/106:59) έφτασα στις 9 το βράδυ, με το κρύο να είναι τσουχτερό και κάποιες νιφάδες να παρασέρνονται από τον αέρα τριγύρω. Μπήκα στις τέντες κάτω από τις επευφημίες των αρκετών είναι η αλήθεια θεατών του αγώνα, άνθρωποι των ομάδων υποστήριξης οι περισσότεροι. Λίγα μέτρα πριν το σταθμό είδα τρεις κοπέλες στο δρόμο και τις ρώτησα αν μπορώ να βρω κάποιο εστιατόριο ή πιτσαρία στο χωριό, για να πάρω κάτι «απ’ έξω» να φάω αλλά δυστυχώς η απάντηση ήταν αρνητική. Το Bosses είναι ένα μικρό χωριό χωρίς τέτοιες υποδομές και δίκτυα. Συνεπώς, έπρεπε να βρω κάτι να φάω στο σταθμό γιατί η αίσθηση της πείνας ήταν έντονη. Ο πάγκος δεν είχε κάτι που να μου κάνει αίσθηση, μόνο κάτι λίγα φρούτα και πάλι, που φυσικά και τίμησα. Τα υπόλοιπα, αλλαντικά, τυριά και κάτι ζυμαρικά, δεν ήταν για το στομάχι μου. Και ξαφνικά το μάτι μου έπεσε σε μια άκρη των εγκαταστάσεων, όπου έμπαινες και υπήρχαν κρεβάτια. Αυτό ήταν, κρεβάτια χωρίς φασαρίες και τυμπανοκρουσίες από δίπλα για να μη μπορείς να κλείσεις μάτι. Ζήτησα ένα και φυσικά το πήρα, αφού όλα ήταν άδεια. Ενημέρωσα για μισή ώρα και η εθελόντρια σημείωσε κρεβάτι και ώρα. Η ώρα πέρασε χωρίς πάλι να καταφέρω πολλά, έμεινα όμως ξαπλωμένος όλη την ώρα που ζήτησα, γιατί εκτίμησα πως η οριζοντίωση και μόνο μπορεί να μου προσφέρει για τη συνέχεια. Μέχρι να σηκωθώ εγώ, τα μισά κρεβάτια είχαν γεμίσει από συναθλητές.

Σούρουπο καθοδόν για το Bosses, με τους χαρακτηριστικούς πυλώνες ψηλής τάσης

Λίγο ζεστό καφέ για τη νύχτα και πάλι στο δρόμο, στα μαύρα σκοτάδια αλλά και στο τσουχτερό κρύο, με μια αίσθηση κενού στο στομάχι. Ήξερα πως κάπου θα μου έβγαινε αυτή η πείνα και θα το πλήρωνα άσχημα. Ο άχαρος δρόμος κράτησε για ώρα, μέχρι να βγω στις πρώτες πλαγιές με μονοπάτια και αργότερα να βρεθώ στη γνωστή ουρά με τα φωτάκια από τους φακούς των αθλητών να τραβούν το δρόμο τους για το περιώνυμο καταφύγιο Frassati, που χάρη στη θέση του πάνω στη διαδρομή του Tor έχει κερδίσει διασημότητα ανάμεσα στους αθλητές της Tor community. Αέρας δυνατός και αραιές νιφάδες που λίγο-λίγο πύκνωναν, μας μαστίγωναν ασταμάτητα ενώ η νύστα με έκανε πάλι σαν ζόμπι, να κινούμαι αντανακλαστικά σχεδόν. Φορούσα δύο ζευγάρια γάντια πλέον, θερμικά και αδιάβροχα, για να μπορώ να προστατέψω τα χέρια μου από το κρύο. Κι ένα τρίτο ζευγάρι, τα ειδικά γάντια για τη χρήση των μπατόν! Κάποια στιγμή η πείνα με ανάγκασε να κάνω στην άκρη και να απαγκιάσω στον τοίχο ενός αχυρώνα, όπου έβγαλα στα γρήγορα από το σακίδιό μου ένα σακούλι με αποξηραμένους και ξηρούς καρπούς και με γρήγορες κινήσεις έριξα στο στόμα μου δυο-τρεις χούφτες από αυτούς. Αυτό με χόρτασε αλλά κυρίως με αφύπνισε και ένιωσα και πάλι κανονικός άνθρωπος, ήμουν έτοιμος να καταρρεύσω μες στη μέση του πουθενά μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Ένας πρώτος υπολογισμός από χαμένο (επιπλέον) χρόνο σε δευτερεύοντες σταθμούς, πάνω από 15 ώρες στο σύνολο. Αν υπολογίσω άλλες 5 χαμένες από τις 13 συνολικά που έμεινα σε κεντρικούς σταθμούς, πιάνουμε αβίαστα τις 20 ώρες!

Βασανίστηκα λίγο ακόμα στις ανηφόρες αλλά έχοντας πλέον συνείδηση του ποιος είμαι και τι κάνω, ήταν όλα πιο εύκολα για μένα. Το πρώτο στρωμένο χιόνι το συνάντησα στα 2200 μέτρα και ευτυχώς, ψυχολογικά δεν ένιωσα να πέφτω γιατί υπήρχαν μπροστά και πίσω μου κάποιοι που μπορούσα να διακρίνω τα φώτα τους, μια παρηγοριά στην απελπισία. Κάποια στιγμή μέσα στο χιονιά ξεπρόβαλαν τα δυνατά φώτα του καταφυγίου, επιτέλους! Η ανάβαση από το Bosses στο Frassati είναι μια επώδυνη εμπειρία, όχι για το τεχνικό κομμάτι της -εύκολο- αλλά για το ψυχολογικό, μοιάζει ατελείωτη και όντας προς το τέλος της προσπάθειάς σου, σε σκοτώνει.

Μπήκα στο καταφύγιο (Κ-332/24400+/106:58) στη μία τη νύχτα. Εδώ ήταν υποτίθεται ένας ακόμα προγραμματισμένος μισάωρος ύπνος, ο τελευταίος στον αγώνα. Ζήτησα κρεβάτι και ένας εθελοντής με οδήγησε στον κοιτώνα, υποδεικνύοντας ένα κρεβάτι. Πάλι άτυχος! Στο διπλανό κρεβάτι, ένας συναθλητής ροχάλιζε μακάρια. Το κρύο στο θάλαμο ήταν έντονο και μια λεπτή κουβέρτα δεν προστάτευε με τίποτα. Δεν έμεινα πάνω από 5 λεπτά ξαπλωμένος εκεί, τα μάζεψα και γύρισα πίσω στη σάλα του καταφυγίου, χίλιες φορές εκεί! Ζήτησα καφέ και μηλόπιτα του καταφυγίου. Απόλαυσα τελικά δύο εσπρέσο lungo με πάστα-φλόρα και στάθηκα εκεί για περισσότερο από μισή ώρα, ανοίγοντας κουβέντα με τους εθελοντές για τον καιρό και το τι συμβαίνει λίγο πιο πάνω, στο σημείο Χ του αγώνα, το Col Malatra! Θυμήθηκα το μήνυμα της Ασημίνας που μου είχε στείλει δύο μέρες νωρίτερα, λέγοντας «απόλαυσέ το, μη σταματάς αν δεν σου βγαίνει αυτό που ήθελες». Απόλαυσα κι εγώ τους καφέδες μου κοντά στη σόμπα, χωρίς να με νοιάζει πότε θα τερματίσω πλέον. Είχα να νοιαστώ τον καιρό, κάτι αντικειμενικά υπολογίσιμο για την τελική έκβαση. Οι εθελοντές πάντως αλλά και ο διαχειριστής του καταφυγίου, ήταν κατηγορηματικοί πως δεν θα σταματήσει ο αγώνας κάτω από τις τρέχουσες συνθήκες. Ποτέ δεν ξέρεις όμως, γι’ αυτό κι εγώ τα μάζεψα κάποια στιγμή και βγήκα και πάλι στο χιονιά, μετά από στάση μιάμισης ώρας στο Frassati.

Παρέα με τους VolonTORs του καταφυγίου Frassati. Την ώρα που πέρασα στο συγκεκριμένο καταφύγιο, την απόλαυσα πραγματικά κι ας ήταν στην καρδιά της νύχτας

Μπορεί να μην κοιμήθηκα, όμως οι δύο καφέδες έκαναν θαύματα στη συνέχεια! Ένιωθα μια ευφορία στο μονοπάτι κι ας χιόνιζε κι ας φυσούσε κι ας ήταν δυσβάστακτο το κρύο, ήμουν ζεστός και ευδιάθετος, θαύμα! Τράβηξα με σταθερό ρυθμό στο μονοπάτι και αρκετά πιο πάνω, όταν μεγάλωσαν οι κλίσεις, φόρεσα τα spikes στα παπούτσια μου, για να σκαλώνω στον ανήφορο και να αποφύγω τις δυσάρεστες εκπλήξεις με γλίστρες στις τελικές ανηφόρες του Malatra, όπου ακόμα και συρματόσχοινα βρίσκονται εγκατεστημένα σε μόνιμη βάση, για υποβοήθηση των πεζοπόρων εκεί. Όλα πήγαν καλά, παρά το γεγονός ότι στα σχοινιά μπορούσα να αξιοποιήσω μόνο το ένα μου χέρι, αφού στο άλλο κρατούσα τα μπατόν! Πρόβλημα αυτό στα σίγουρα, αλλά κάτω από αντίξοες συνθήκες και πίεση χρόνου, η ασφάλεια άθελά σου δυστυχώς έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Ένας θαρραλέος φωτογράφος της διοργάνωσης έστεκε ακριβώς στον χαρακτηριστικό αυχένα μέσα στην άγρια νύχτα και στο χιόνι και έβγαζε φωτογραφία όποιον περνούσε. Ήταν μία από τις στιγμές αυτού του αγώνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ.

Από την δυτική πλευρά του Malatra όπου κατέβαινε η διαδρομή, τα πράγματα ήταν χειρότερα με τον καιρό. Βρεθήκαμε από την προσήνεμη πλευρά του καιρού και ο αέρας μαστίγωνε το πρόσωπο πιο έντονα, ευτυχώς όμως οι κατηφορικές κλίσεις ήταν πολύ μικρές και ακίνδυνες. Κράτησα τα spikes στα παπούτσια μου για αρκετή ακόμα απόσταση, μια και ο χιονισμένος κατήφορος είναι η χειρότερη κατάσταση για πτώσεις, τις οποίες δεν χρειαζόμουν καθόλου στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Όταν πιο κάτω αποφάσισα να τα αφαιρέσω, γλίστρησα και έπεσα τουλάχιστον 2-3 φορές, όμως το στρώμα του χιονιού είχε γίνει πιο λεπτό και αυτό θα μου έφθειρε τις μεταλλικές μύτες της σχάρας.

Αθλητές ανηφορίζουν προς το χιονισμένο Malatra μέσα στη νύχτα. Το φως στο βάθος αριστερά, είναι το χωριό το Saint-Remy-en-Bosses

Το τελευταίο τμήμα του Tor, αυτό ας πούμε από το Malatra μέχρι τον τερματισμό στο Courmayeur μήκους 18 χιλιομέτρων, είναι άχαρο και καθαρά διαδικαστικό. Το μόνο που σε κρατά «όρθιο» είναι πως σε λίγο όλα τελειώνουν και μπορείς να αναπνεύσεις με ανακούφιση στη γραμμή του τερματισμού. Όταν όλα αυτά μάλιστα γίνονται και μες στη νύχτα, τότε το ενδιαφέρον παραμένει μισό, δεν βλέπεις τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα να σε κρατήσει αφυπνισμένο, μόνο τα δύο Σημεία Ελέγχου, που κόβουν την απόσταση στα τρία. Από το πρώτο, το περίπλοκο να το προφέρει κάποιος, το Pas Entre Deux Sauts, πέρασα κι έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα (114:52), αφού χιόνιζε και φυσούσε άσχημα εκεί στον αυχένα των 2500 μέτρων. Με εντυπωσίασε κι εδώ ο άνθρωπος που έστεκε μες στο χιονιά για να σκανάρει τα περικάρπιά μας, πώς άντεχε ο άνθρωπος?

Ξημερώνοντας πάνω από την κοιλάδα του Courmayeur με τα φώτα της κοιμισμένης ακόμα πόλης. Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον τελευταίο σταθμό του αγώνα στο Monte de la Saxe

Πιο χαμηλά τα πράγματα ήταν καλύτερα από κάθε άποψη. Το χιόνι έμεινε στρωμένο ελάχιστο εκτός μονοπατιού και οι κακές κατηφόρες με τη σπαστή πέτρα έδωσαν τη θέση τους στο καλογραμμένο κεντρικό μονοπάτι που περιτριγυρίζει το Mont Blanc. Γνωστό από τα προηγούμενα χρόνια το πεδίο, μου έδωσε ώθηση και μάλλον είχα αρκετά αποθέματα τώρα πια, γιατί τα χιλιόμετρα κύλησαν γρήγορα και κάπου πια όταν είχε χαράξει, έφτασα στον τελευταίο (μικρό) σταθμό, το Mont de la Saxe (116:40). Η εικόνα κάτω στην κοιλάδα αλλά και στον γιγάντιο όγκο του Mont Blanc στα δυτικά, επιβλητική, στο μισόφωτο της μέρας που ξεκινούσε σε λίγο.

Πήρα τον τελευταίο κατήφορο, θα με οδηγούσε στον πολυπόθητο και λυτρωτικό τερματισμό. Σε γενικές γραμμές ήμουν σε καλή κατάσταση, με σχετικούς πόνους στους τετρακέφαλους, χωρίς όμως να κουτσαίνω, χωρίς να έχω κάποιο σοβαρό πόνο στη μέση και χωρίς να νυστάζω, πόσο σημαντικό αυτό το τελευταίο! Στα μισά της κατάβασης ξεφορτώθηκα από πάνω μου και τα μισά και βάλε ρούχα, είχε σπάσει το κρύο λόγω απώλειας υψομέτρου. Δεν θα παραλείψω να πω για μια ακόμα φορά, πόσο κακό είναι το μονοπάτι αυτό εδώ στο τέλος του, σαν να σου φύλαγε η διαδρομή μια εκδίκηση που κατάφερες να τα καταφέρεις μέχρι εκεί. Μπήκα στο κοιμισμένο ακόμα Courmayeur και έτρεξα κανονικά στους έρημους δρόμους του, ερημιά στις 7:30 το πρωί. Χωρίς φορτισμένες συναισθηματικά στιγμές, έφτασα στην αψίδα του τερματισμού, όπου ελάχιστοι άνθρωποι περίμεναν, κυρίως τους δικούς τους που έτρεχαν. Το χρονόμετρο έγραφε 117:30 και ήμουν χαρούμενος που το μαρτύριο μόλις είχε τελειώσει, μετά από πέντε συνεχόμενες μέρες και νύχτες στις Ιταλικές Άλπεις. Ο τερματισμός γιορτάστηκε σε κοντινό καφέ, με ζεστό εσπρέσο lungo και κρουασάν, όπως ακριβώς θα άξιζε στον χρόνο και στον τόπο που όλα συνέβαιναν.

Μπροστά από το μπάνερ των αναμνηστικών φωτογραφιών, παρέα με τον Θρασύβουλο

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: To τρίτο μου κατά σειρά Tor des Geants, κατάφερε να φτάσει στο λιμάνι, έχοντας μπάσει νερά όμως. Δεν μπορώ να υπερηφανεύομαι για τις 117:30 ώρες επίδοσης επειδή κάποιοι συναθλητές μου ήταν πιο αργοί από μένα ή γιατί -ακόμα χειρότερα- κάποιοι άλλοι δεν κατάφεραν καν να τερματίσουν. Ούτε θα επιτρέψω στην ηλικία μου να δικαιολογήσει της επίδοση (έλα μωρέ μια χαρά τα πήγες). Πήγα φέτος για να επιστρέψω με τις 99 ώρες στις βαλίτσες μου και απέτυχα, απέτυχα παταγωδώς! Ναι, ήταν πιο αντίξοες φέτος οι καιρικές συνθήκες και σαφώς επηρέασαν τις επιδόσεις, αυτό όμως δεν μου αρκεί, ο περισσότερος χαμένος χρόνος δεν οφειλόταν στον κακό καιρό αλλά στον “κακό μου τον καιρό”. Από τις 100 ώρες μέχρι τις 117 υπάρχει ένα μικρό χάος, χρονικό, που όσο και να θες να το δικαιολογήσεις, δύσκολα θα τα καταφέρεις, πόσο λάστιχο να κάνεις την επιχειρηματολογία σου? Δήλωσα πως αυτή θα είναι η τελευταία μου συμμετοχή στο TOR και ότι καταφέρω. Το αν θα αγωνιστώ πάλι εκεί, δεν το ξέρω αυτήν την ώρα, ξέρω όμως ότι στα σίγουρα δεν θα είμαι ξανά στην εκκίνησή του κάτω από τις προδιαγραφές που είχα φέτος. Ξόδεψα άπειρο χρόνο (με έναν χοντρικό υπολογισμό, πάνω από 20 χαμένες, επιπλέον ώρες, πέρα από τις δικαιολογημένες) για να αναπληρώσω χαμένο ύπνο σε αναρίθμητα σημεία -αλλά και γιατί ολιγωρούσα γενικώς- ύπνο που μου έλειψε πριν φτάσω στην εκκίνηση. Όφειλα να μη φτάσω σε τέτοια παιδαριώδη λάθη, συνέβη όμως και την ευθύνη την έχω ολόκληρη ο ίδιος.

Από δεξιά > 104:23, 124:08, 117:30. Καλά τα όμορφα λόγια αλλά οι αριθμοί είναι που ανταμοίβουν και τιμούν τις προσπάθειες αλλά και μιλούν τη γλώσσα της αλήθειας. Δεν αρκούν τα τύπου “ήμουν κι εγώ εκεί” μπλουζάκια. Η κυρία στη μέση έτρεξε τέσσερις φορές το TOR και το τερμάτισε και τις τέσσερις, εδώ στην 4η, με το μετάλλιο στο λαιμό! Αυτά.

Και να μην ξεχάσω να επισημάνω κάτι, γιατί θα το έχω βάρος αν δεν το πω: όσοι τερματίζουν στο TOR ή σε αγώνες σαν το TOR δεν είναι ήρωες αλλά σε καμία περίπτωση, όσοι απλά στέκονται στη γραμμή της εκκίνησης ενός αγώνα όπως το TOR και λίγο πιο κάτω τα παρατάνε, ΔΕΝ κάνουν κάτι σπουδαίο! Ας μη χαϊδεύουμε χωρίς λόγο τα αυτιά κανενός, ο καθένας εν τέλει παίρνει αυτό που δικαιούται, αυτό που αξίζει.


Τα αναλυτικά αποτελέσματα του αγώνα εδώ