Μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου, πάρα πολλά πράγματα άλλαξαν στον κόσμο της ορειβασίας στα Ιμαλάια. Μέχρι η Ανθρωπότητα να ανασυνταχθεί και οι πολίτες να ξαναγυρίσουν στις παλιές τους ειρηνικές ασχολίες -μια από αυτές και η ορειβασία- το Θιβέτ καταλαμβάνεται το 1950 από τους κομμουνιστές επαναστάτες του Μάο Τσετούνγκ (Mao Zedong) οι οποίοι τον Οκτώβριο αυτής της χρονιάς προσαρτούν στην Κίνα και στη συνέχεια κλείνουν τα σύνορά του στους δυτικούς ορειβάτες. Το Θιβέτ αποτελούσε προπολεμικά την πρόσβαση όλων των ορειβατικών αποστολών, κατά βάση Βρετανικών, που στόχο είχαν την κατάκτηση του Έβερεστ.

Sponsored by

Άνεμος αλλαγής έπνεε στην Ινδική χερσόνησο μετά το 1947 και την ανεξαρτησία της Ινδίας. Αρκετοί Νεπαλέζοι βρέθηκαν κοντά στον αγώνα της Ινδικής Ανεξαρτησίας και επηρεάστηκαν από τις ιδέες αυτές, μεταλαμπαδεύοντάς τες στη χώρα τους. Παράλληλα, η δυναστεία των Rana που κυβερνούσε επί έναν αιώνα τουλάχιστον τη χώρα, κάτω από το βάρος των μεταπολεμικών εξελίξεων και την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, με τον φόβο μιας πιθανής υποκινούμενης από την Κίνα κομμουνιστικής επανάστασης στο Νεπάλ, αποφάσισε να προσεγγίσει τις ΗΠΑ, οι οποίες ανταποκρίθηκαν θετικά, βλέποντας το Νεπάλ σαν μια μελλοντική βάση εκτόξευσης πυραύλων ενάντια στην Κίνα, η οποία ακολουθούσε την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης, με στενή συνεργασία Μάο και Στάλιν. Έτσι, οι ΗΠΑ άνοιξαν πρεσβεία στη χώρα! Μια προσπάθεια εκδημοκρατισμού της χώρας μπήκε σε τροχιά μετά την ανεξαρτησία της Ινδίας και τελικά ολοκληρώθηκε το 1951 με την αποχώρηση ουσιαστικά της δυναστείας Ράνα από το πολιτικό προσκήνιο και το ουσιαστικό άνοιγμα της χώρας στον έξω κόσμο.

Το Νεπάλ ήταν πάντα κλειστό στους επισκέπτες, ένα μυστηριακό βασίλειο, και μόλις το 1948 η κυβέρνηση έδωσε δύο άδειες επίσκεψης ξένων, αποκλειστικά όμως για επιστημονικούς σκοπούς (βοτανολογία, εντομολογία). Το 1950 δίνεται άδεια σε επίσημη γαλλική αποστολή, η οποία και καταφέρνει εκείνη την άνοιξη να κατακτήσει την πρώτη κορυφή 8000 μέτρων, το Annapurna! Παράλληλα, δίνεται μια ακόμα άδεια στην Βρετανική “Joint Himalayan Committee”, για εξερεύνηση της βόρειας πλευράς του Annapurna και του Manaslu. Αρχηγός της εξερευνητικής αποστολής, είναι ο δαιμόνιος Bill Tilman καταφέρνει να πάρει άδεια το 1949 και πραγματοποιεί δύο ερευνητικές αποστολές στη χώρα, μία στο Annapurna και μια δεύτερη το 1950 στο Langtang.

Την άνοιξη του 1950, ο Oscar Houston, Αμερικανός δικηγόρος στα 68 του, με πλούσιο παρελθόν στα Ιμαλάια, παίρνει άδεια από τις Αρχές για να επισκεφθεί το φθινόπωρο τη χώρα, με τη δυνατότητα να τη διασχίσει από τα σύνορα της Ινδίας στο νότο μέχρι τα σύνορα του Θιβέτ στο βορρά! Φτάνοντας στο Κατμαντού τον Οκτώβριο, παρέα με τη σύζυγό του Elizabeth Cowles, η οποία ήταν μέλος της ομάδας, συναντιέται τυχαία με τον Bill Tilman στη Βρετανική Πρεσβεία, ο οποίος έχει τελειώσει μόλις από την εξερεύνηση στο Annapurna. O Tilman πληροφορείται για τις προσθέσεις του Houston, ο οποίος συνοδεύεται από τον γιο του Charlie, συνοδοιπόρο του Tilman σε προπολεμικές εξορμήσεις στην οροσειρά στη δεκαετία του 1930 (Nanda Devi, 1936). O Houston προτείνει στον Tilman να συμμετάσχει στην αποστολή αναγνώρισης της προσέγγισης στο Everest από τον νότο, για να βρεθεί μια νέα διαδρομή ανάβασης προς την κορυφή και παρακαμφθεί έτσι το εμπόδιο της Κίνας στο βορρά, κάτι που θα σηματοδοτούσε αργά ή γρήγορα το τέλος των πολυετών προσπαθειών για την κατάκτηση της Στέγης του Κόσμου (κρατούσε από το 1921 ακόμα).

1936 στην αποστολή του Nanda Devi. Από αριστερά: Bill Tilman, Passang Kikuli, Charles Houston

Ο Tilman αποδέχεται την πρόταση του Oscar Houston, έχοντας στη σκέψη του πως ήρθε η ώρα να ερευνήσει τις πιθανότητες ανάβασης από αυτήν την απαγορευμένη μέχρι τότε πλευρά του βουνού, ενώ παράλληλα θα γνωρίσει από κοντά την κοιτίδα των Σέρπα και τους ίδιους στον φυσικό τους χώρο, την κοιλάδα του ποταμού Dudh στην περιοχή του Khumbu. Με τους Σέρπα είχε στενή σχέση στο πλαίσιο των ορειβατικών του αναζητήσεων προπολεμικά, σε μια σειρά αποστολών στο Everest από την πλευρά του Θιβέτ. Η εμπειρία του ήταν αδιαμφισβήτητη και υπολογίσιμη και επ’ ουδενί λόγω δεν μπορούσε να παραβλεφθεί από τους Houston. Εξάλλου, ήταν ο άνθρωπος που το 1936 είχε κατακτήσει την ψηλότερη μέχρι τότε γνωστή κορυφή των Ιμαλαΐων (Nanda Devi 7816μ), ενώ μόλις είχε επιστρέψει από εξόρμηση στο ορεινό Νεπάλ, έχοντας συγκεντρώσει εμπειρία και γνώση της χώρας.

Εκ του αποτελέσματος η εξόρμηση του 1950 των Houston-Tilman  αποδείχτηκε αποτυχημένη και αυτό το ομολόγησε και ο ίδιος ο Charles Houston στην αναφορά του, η οποία και δημοσιεύεται εδώ αλλά και ο Bill Tilman στα απομνημονεύματά του. Στην ολιγοήμερη παραμονή τους στους πρόποδες του Everest το φθινόπωρο του 1950, ουσιαστικά έμειναν εκεί μόλις δύο ημέρες, θα αποτύγχαναν σε οτιδήποτε κι αν προσπάθησαν να ανακαλύψουν: την πρόσβαση στο Western Cwm, τη σύνδεση του Cwm με το Νότιο Αυχένα (South Col). Οι γνώσεις και των δύο για την βόρεια πλευρά του βουνού (Θιβέτ), παρότι ήταν εξαιρετικές, ελάχιστα μπόρεσαν να τους βοηθήσουν να συνδέσουν όσα ήξεραν ήδη με όσα (δεν) κατάφεραν να δουν από τον νότο. Ένα χρόνο αργότερα (1951) θα ακολουθούσε μια πολύ οργανωμένη αποστολή εκ νέου εξερεύνησης της ίδιας περιοχής, η οποία και θα απέφερε πλούσια αποτελέσματα και θα προετοίμαζε τα επόμενα βήματα για την πετυχημένη αποστολή του 1953, η οποία ήταν εκείνη που έγραψε ιστορία με την πρώτη ανάβαση του Everest.

Η αναφορά με τον τίτλο “Toward Everest” (Προς το Έβερεστ) του Charles Houston που δημοσιεύεται εδώ, είναι πολύτιμη ωστόσο γιατί προσφέρει μια πρώτη εικόνα που είχε ένας Δυτικός επισκέπτης στην μυστηριακή αυτή χώρα της Ασίας, τους κατοίκους και τη ζωή τους. Το σημαντικότερο όμως, δείχνει τους αρχικούς προβληματισμούς που είχαν άνθρωποι σχετικοί με την ορειβασία και την κατάκτηση της ψηλότερης κορυφής των Ιμαλαΐων. Σήμερα, στην εποχή της εμπορευματοποίησης των πάντων και φυσικά και της ορειβασίας, όλοι αυτοί οι προβληματισμοί της ομάδας Houston-Tilman μοιάζουν παιδαριώδεις, δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως πίσω στο 1950, χωρίς την παραμικρή τροφοδότηση πληροφορίας και χωρίς κανένα άλλο μέσο διαθέσιμο, οι ανησυχίες των δύο ανδρών ήταν απόλυτα δικαιολογημένες. Πρόκειται για ένα ιστορικό κείμενο, που αποτελεί σελίδα ιστορίας του ίδιου του Everest.

O Charles Houston το 1938 στο Καρακορούμ, καθοδόν για το Κ2

————————————————————————————–

ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΒΕΡΕΣΤ, η έκθεση του Charles Houston (1950)

Το φθινόπωρο του 1950 είχα τη μοναδική ευκαιρία να ταξιδέψω στο ανατολικό Νεπάλ μέχρι τους πρόποδες του Έβερεστ. Το ταξίδι σχεδιάστηκε και οργανώθηκε από τον πατέρα μου, Oscar R. Houston, ο οποίος από κοινού με άλλους ορειβάτες ονειρευόταν από καιρό μια τέτοια αποστολή, αλλά όπως και άλλοι είχαν επανειλημμένα αρνηθεί την άδεια, εξαιτίας μιας παράδοσης αποκλεισμού αλλοδαπών (επισκεπτών) από την κυβέρνηση του Νεπάλ. Ωστόσο, η πολιτική ατμόσφαιρα του Νεπάλ πρόσφατα άλλαξε δραστικά και αργά την άνοιξη του 1950 πάρθηκε ανέλπιστα μια άδεια, πρώτα για μια σύντομη επίσκεψη στο Kathmandu και στη συνέχεια για να ταξιδέψουμε από το Biratnagar στα σύνορα της Ινδίας, στο Everest, στα σύνορα με το Θιβέτ.

Το ανατολικό Νεπάλ είναι σχεδόν ανέγγιχτο από τους Ευρωπαίους. Ο Joseph Hooker το 1857 ταξίδεψε για αρκετές μέρες μέσα στα σύνορα και έφτασε στον ποταμό Tamur, από τον οποίο κοίταξε με λαχτάρα μέχρι την κοιλάδα, ως το ημιορεινό χωριό Dhankuta, το οποίο θεωρούσε ένα από τα ομορφότερα χωριά στους πρόποδες, μια εκτίμηση με την οποία ειλικρινά συμφωνήσαμε σχεδόν έναν αιώνα αργότερα (σ.σ. πορεία της ομάδας Houston 1950). Το 1934 ο J. B. Auden προσκλήθηκε στο ανατολικό Νεπάλ για μια σεισμολογική έρευνα και τα ταξίδια του τον πήγαν περίπου 30 μίλια μέσα στους πρόποδες των λόφων. Πιο πρόσφατα ο Dillon Ripley το 1947, ταξίδεψε κατά μήκος των λόφων για ένα μήνα, αλλά τα ταξίδια του δεν τον έφεραν πιο κοντά από 70 μίλια από το Έβερεστ. Τελικά, το 1949, ο St. George και ένας σύντροφός του πέρασαν από το Kathmandu στο Solah Khombu κάτω από το Everest, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει δημοσιευτεί καμία αναφορά του ταξιδιού τους.

Το ανατολικό Νεπάλ, σε λεπτομέρεια χάρτη του 1936. Με λίγη προσοχή μπορούμε να διακρίνουμε την κωμόπολη της Dhankuta, όπως επίσης και το Everest στα βόρεια σύνορα της χώρας. Εκείνη την εποχή πιστευόταν ότι το ύψος του βουνού ήταν 8840m (29002ft) και όχι 8848,89 (29032) που θεωρείται σήμερα ως το ακριβές, μετά από μέτρηση του 2020.

Η νότια όψη του Έβερεστ φέρνει μεγάλη έλξη στους ορειβάτες, αν και έχει φωτογραφηθεί αλλά σπάνια από τον αέρα και ποτέ δεν εξετάστηκε προσεκτικά πριν από το 1950. Εάν βρεθεί μια ελκυστική διαδρομή αναρρίχησης στο νότο, θα προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα σε σχέση με τη συμβατική βορειοανατολική κορυφογραμμή. Ένα από αυτά είναι πως ο ήλιος θα έβλεπε τον ορειβάτη το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, για να απαλύνει κάπως το υπερβολικό κρύο που κάνει στις σκιερές βόρειες πλαγιές. Τα στρώματα των ιζηματογενών πετρωμάτων, τα οποία έχουν κλίση προς τα κάτω όπως τα κεραμίδια σε μια στέγη στη γνωστή βόρεια διαδρομή, θα πρόσφεραν καλύτερη πρόσφυση από το νότο. Η προσέγγιση στο βουνό γίνεται μέσω χαμηλών, εύφορων και πολύ ευχάριστων κοιλάδων στο Νεπάλ και απαιτεί λιγότερο από τρεις εβδομάδες, σε σύγκριση με τη μακρά προσέγγιση των έξι εβδομάδων στο αφιλόξενο Θιβετιανό οροπέδιο. Το πιο σημαντικό από όλα, είναι πως το Θιβέτ είναι κλειστό πια για τους δυτικούς από τους κομμουνιστές (σ.σ. οι κομμουνιστές του Μάο Τσετούνγκ κατέλαβαν την εξουσία το 1949), ενώ οι Νεπαλέζοι δείχνουν πρόθυμοι να καλωσορίσουν έναν μικρό αριθμό ξένων στη χώρα τους, τουλάχιστον προς το παρόν. Αλλά, φυσικά, η έλξη της νότιας πλευράς του Έβερεστ θα εξαρτιόταν από την ύπαρξη, ή την ανακάλυψη, μιας πραγματοποιήσιμης διαδρομής.

Στο σύντομο διαθέσιμο χρόνο μετά τη λήψη της άδειας δεν ήταν δυνατό να προγραμματιστεί μια σοβαρή προσπάθεια στο βουνό, ούτε η αβεβαιότητα του σχεδίου όμως την έκανε επιθυμητή. Καθώς δεν γνωρίζαμε καν τη διαδρομή πρόσβασης μέσα από το Νεπάλ, ούτε καν αν μπορούσε να φτάσει κανείς στο Έβερεστ εύκολα από το νότο, δεν φαινόταν σοφό να σχεδιάσουμε μια μείζονα αναγνωριστική αποστολή, γιατί ξέραμε ότι ήταν λίγος ο διαθέσιμος χρόνος μεταξύ του τέλους του μουσώνα (γεγονός που καθιστά τη νότια προσέγγιση δύσκολη λόγω των φουσκωμένων ποταμιών και της συνακόλουθης ελονοσίας) και της έναρξης των χιονιών του χειμώνα που θα έκλεινε μερικά από τα περάσματα αυτής της διαδρομής. Το μόνο που μπορούσαμε να ελπίζουμε, ήταν να πλησιάσουμε το βουνό από τα νότια και να κάνουμε μια επιφανειακή εξέταση με όσο το δυνατόν περισσότερες φωτογραφίες μπορούσαμε να τραβήξουμε.

Η πενταμελής ομάδα του 1950. Από αριστερά: Anderson Bake-Well, Oscar Houston, Elizabeth Cowles (σύζυγος του Oscar), Bill Tilman, Charly Houston (γιος του Oscar)

Η ομάδα, αποτελούμενη από την κυρία Elizabeth Cowles, τον Anderson Bake-Well, τον πατέρα μου (σ.σ. Oscar Houston) και εμένα, συγκεντρώθηκε στο Jogbani τα μεσάνυχτα της 26ης Οκτωβρίου (1950). Εκεί συναντήσαμε τον Ταγματάρχη H.W.Tilman, τον οποίο είχε συναντήσει ο πατέρας μου στο Kathmandu έναν μήνα νωρίτερα, και ο οποίος είχε υποκύψει εύκολα στην πεποίθηση να έρθει μαζί μας στο δεύτερο μέρος του ταξιδιού. Εκείνος και εγώ ήμασταν παλιοί φίλοι, έχοντας σκαρφαλώσει μαζί στο Nanda Devi το 1936. Περάσαμε εκείνη τη νύχτα στο κυβερνητικό κατάλυμα στο Biratnagar και με την ανατολή του ήλιου το επόμενο πρωί είχαμε υπέροχη θέα στα χιόνια του Kangchenjunga, του Chamlang και του Makalu, που υψώνονται τόσο αχνά αλλά και αιθέρια πάνω από τις επίπεδες πεδιάδες. Σε ευθεία απείχαν λίγο περισσότερο από 100 μίλια, αλλά το μονοπάτι μας θα κάλυπτε σχεδόν τη διπλάσια απόσταση.

Με φορτηγό καλύψαμε 40 μίλια πάνω από απελπιστικούς δρόμους μέσα από τη ζούγκλα, μέχρι το χωριό Dharan, στη βάση των λόφων που υψώνονται απότομα από την καυτή, σκονισμένη ζούγκλα που σχηματίζει μια πυκνή ζώνη κατά μήκος των νότιων συνόρων του Νεπάλ. Εκεί στρατολογήσαμε δεκαέξι ντόπιους αχθοφόρους, οι οποίοι, με τους Σέρπα που έφεραν από το Darjeeling, θα μετέφεραν τον εξοπλισμό μας. Το υπόλοιπο εκείνο το απόγευμα το περάσαμε σε μια ζεστή, στεγνή ανάβαση σε μια ραχοκοκαλιά 5.000 ποδιών όπου κατασκηνώσαμε, με τα χιόνια του Makalu να ροδίζουν ακριβώς μπροστά μας. Την επόμενη μέρα διασχίσαμε τη ράχη Tainur, περνώντας από το μέρος όπου ο Hooker, σχεδόν εκατό χρόνια νωρίτερα, λαχταρούσε να δει την Dhankuta, και ανεβήκαμε στον μακρύ, στριφογυριστό δρόμο προς αυτό το υπέροχο χωριό.

Η Dhankuta είναι μια πόλη 4.000 κατοίκων, πρωτεύουσα αυτής της περιοχής, και βρίσκεται σε μια στενή κορυφογραμμή με χώρο για μόλις μια σειρά σπιτιών σε κάθε πλευρά του πλακόστρωτου δρόμου. Τα σπίτια είναι καθαρά και καλοφτιαγμένα, φρεσκοασπρισμένα, με ωραία ξυλόγλυπτα κατά μήκος των μπαλκονιών και της μαρκίζας του δεύτερου ορόφου. Εδώ ως συνήθως ήμασταν το κέντρο του ενδιαφέροντος, σαν να είχε έρθει στην πόλη ένας νέο και συναρπαστικό τσίρκο. Τα παιδιά μας περικύκλωσαν- σε εγρήγορση, χαρούμενα, με λαμπερά μάτια και ανυπόμονα για την καραμέλα μας, αν και κανένα από αυτά δεν παρακαλούσε. Ήμασταν έκπληκτοι όταν ακούσαμε πολλές λέξεις στα αγγλικά, αλλά αφού κατασκηνώσαμε σε ένα υπέροχο ξέφωτο με πεύκα, το μυστήριο εξηγήθηκε από την άφιξη της δασκάλας του χωριού που μιλούσε καλά αγγλικά και μας πήγε για μια περιήγηση στην πόλη.

H Dhankuta σήμερα

Πρώτα επισκεφτήκαμε τη βιβλιοθήκη της πόλης, η οποία περιλάμβανε είκοσι δύο τόμους στα αγγλικά: Victory, Lilliput, David Copperfield και Now We Are Six είναι μεταξύ αυτών. Μάθαμε ότι η πόλη διέθετε μια μικρή αστυνομική δύναμη, μια φυλακή, δημοτική ύδρευση και ραδιοεπικοινωνία με πιο απομακρυσμένα χωριά, καθώς και ένα τηλέφωνο για το Dharan. Μέχρι τώρα, εντελώς εντυπωσιασμένοι από αυτές τις «βελτιώσεις», είχαμε συνοδεία και στο σχολείο. Εδώ, σε πολλά μικρά, καθαρά, αλλά ελλιπώς φωτισμένες αίθουασες, περίπου 400 αγόρια και κορίτσια διδάσκονταν άλγεβρα, γλώσσα και αγγλικά. Το σχολείο δεν βρισκόταν σε διδασκαλία αυτή τη στιγμή, αλλά διαβάσαμε το μόττο του σχολείου πάνω από την πόρτα, γραμμένο με μεγάλα αγγλικά γράμματα – ένα καλό μόττο για όλον τον κόσμο σήμερα – «Μάζεψε κουράγιο, μην είσαι φοβιτσιάρης φίλε». Φύγαμε από τη Dhankuta με λύπη, και συχνά σκέφτομαι τα καθαρά, εντυπωσιακά σπίτια με την υπέροχη θέα στις βαθιές γαλαζοπράσινες κοιλάδες και το αγγλικό σχολείο.

Τις επόμενες πέντε μέρες ανεβήκαμε στον ποταμό Arun. Κατά τόπους το μονοπάτι μας οδηγούσε σε εκτάσεις με πέτρες, αδιάβατες κατά τη διάρκεια των φουσκωμένων νερών του μουσώνα, και σε άλλα σκαρφαλώναμε απότομα σπιρούνια ή διασχίζαμε δασώδεις πλαγιές ψηλά πάνω από το ποτάμι. Αν και το μεγαλύτερο μέρος του μονοπατιού μπορεί να είναι κατάλληλο για μουλάρια, με μεγάλη δυσκολία βέβαια, είδαμε μόνο έναν ή δύο καβαλάρηδες αλλά κανένα αγώγι. Συναντήσαμε αρκετές εκατοντάδες, και μερικές φορές έως και 2.000, ταξιδιώτες σε αυτόν τον κεντρικό δρόμο και, φυσικά, ήμασταν το κέντρο της προσοχής παντού. Πάνω από το χωριό Tumlingtar διασχίσαμε το Arun στο Khatia Ghat με ένα δημόσιο πορθμείο φτιαγμένο από ένα τεράστιο σκαμμένο κορμό, το οποίο συντηρείται από το κράτος. Στη συνέχεια σκαρφαλώσαμε σε μία ράχη, καλά συντηρημένη και καλλιεργημένη με αναβαθμίδες και κατεβήκαμε σε έναν παραπόταμο του Arun, τον Irkhua Khola, τον οποίο ανεβήκαμε μέχρι το χωριό Phedi. Αυτό το υπέροχο κρυστάλλινο ορεινό ρέμα ήταν γεμάτο με μικρούς γουλιανούς (σ.σ. είδος ποταμίσιου ψαριού), αλλά αυτοί δεν ανταποκρίθηκαν στη μεγάλη ποικιλία από δολώματα που είχα. Πάνω από το Phedi (5.000 πόδια) ανεβήκαμε στο Salpa La (σχεδόν 11.000 πόδια), στην κορυφή του οποίου είδαμε το πρώτο μας τσόρτεν (βουδιστικό μικρό κτίσμα), σηματοδοτώντας την είσοδό μας στη βουδιστική επικράτεια.

H κοιλάδα του ποταμού Αrun, σε ένα τροπικό περιβάλλον εξαιτίας του χαμηλού υψομέτρου

Στις 10 Νοεμβρίου διασχίσαμε το δεύτερο πέρασμα 10.000 ποδιών πάνω από το χωριό Bung και κατασκηνώσαμε πάνω από τον Inukhu Khola, σε μια στενή σχεδόν ακατοίκητη κοιλάδα. Εκείνο το βράδυ μπορούσαμε να κοιτάξουμε στην κοιλάδα για ίσως δύο μίλια και να δούμε την τρίτη μας βάση, αλλά έπρεπε να κατέβουμε σχεδόν 4.000 πόδια, να διασχίσουμε το ποτάμι σε μια πρόχειρη επισφαλή γέφυρα από μπαμπού και να ανέβουμε ξανά όλη την απόσταση την επόμενη μέρα. Αφού διασχίσαμε το τρίτο μας πέρασμα, βρεθήκαμε στην κοιλάδα Dudh Kosi, της οποίας το γαλακτώδες νερό του παγετώνα αποστραγγίζεται από τον ορεινό όγκο του Έβερεστ. Σε αυτή την κοιλάδα βρίσκονται τα περισσότερα χωριά από τα οποία προέρχονται οι Σέρπα. Οι ντόπιοι φαίνονται πιο Θιβετιανοί, υπήρχαν λιγότερα σημάδια δυτικού πολιτισμού και τα χωριά ήταν πιο πρωτόγονα. Περιέργως σε όλα μας τα ταξίδια δεν είδαμε πριόνια ή τσεκούρια, γιατί οι ιθαγενείς χρησιμοποιούν μόνο το κούκρι (σ.σ. kukri, παραδοσιακό είδος μεγάλου μαχαιριού, ματσέτας στο Νεπάλ) για να πέσουν και να κόψουν τα ξύλα τους, και όσα άροτρα είδαμε ήταν πολύ πρωτόγονου τύπου. Κι όμως είδαμε αληθινά τζάμια σε τουλάχιστον ένα σπίτι. Σε αντίθεση με τους ξυπόλυτους, φτωχοντυμένους Νεπαλέζους της κάτω κοιλάδας, αυτοί οι άνθρωποι φορούσαν στιβαρές τσόχες και δερμάτινες μπότες και βαριά παλτά και παντελόνια. Οι γυναίκες συνήθως φορούσαν μια ελκυστικά υφαντή φούστα ή ποδιά και υπερηφανεύονταν για τη μεγάλη συλλογή από ασημένια νομίσματα και πέτρινα κοσμήματα που σε πολλές περιπτώσεις αντιπροσώπευαν ολόκληρο τον πλούτο τους.

Ανηφορίσαμε στην κακοτράχαλη κοιλάδα του Κόσι, περπατήσαμε για άλλες τρεις μέρες και τελικά φτάσαμε στο χωριό Namche Bazar στις 14 Νοεμβρίου, τη δέκατη πέμπτη ημέρα της πορείας μας. Εδώ μας καλοδέχτηκε ο κάθε ένας από τους 400 κατοίκους και κατασκηνώσαμε σε μια βεράντα έξω από το σπίτι του αρχηγού του χωριού, ο οποίος μας σέρβιρε ένα επίσημο τσάι. Η ιδιωτικότητα ως συνήθως ήταν μια πολυτέλεια που δεν είχαμε, και υπήρχαν δεκάδες φιλικά πρόσωπα που μας κοίταζαν μέχρι τη νύχτα και ξανά το επόμενο πρωί, όταν ξυπνήσαμε με την πρώτη κακοκαιρία του ταξιδιού, μια ελαφριά χιονόπτωση. Με πολύ δυσάρεστη διάθεση μαζέψαμε τα φορτία μας και τα χωρίσαμε σε δύο μέρη, γιατί ο Tilman και εγώ με τέσσερις αχθοφόρους έπρεπε να συνεχίσουμε την επόμενη εβδομάδα στη νότια πλευρά του Έβερεστ, ενώ οι άλλοι θα έμεναν στο μοναστήρι του Thyangboche, 5 μίλια πέρα από το Namche Bazar.

H πορεία της ομάδας Houston το φθινόπωρο του 1950

Το χιόνι έπεφτε υγρό και βαρύ καθώς ανεβαίναμε στην κοιλάδα, εμποδίζοντάς μας την πρώτη μας θέα από το Έβερεστ. Για δύο εβδομάδες είχαμε ταξιδέψει στους πρόποδες χωρίς να ρίξουμε μια ματιά στον στόχο μας, και εδώ την πρώτη μέρα που μπορούσες να το δεις, το χιόνι το είχε κρύψει! Αναρωτηθήκαμε μήπως έφτασε επιτέλους ο χειμώνας και οι χαρούμενες, ηλιόλουστες μέρες είχαν τελειώσει όταν σκαρφαλώσαμε πάνω από την απότομη κορυφογραμμή στο οροπέδιο του Thyangboche, ήμασταν υγροί, κρύοι και αποθαρρημένοι. Παραδόξως, οι λάμα δεν είχαν ακούσει για την επικείμενη άφιξή μας, και αφού κανένας από αυτούς δεν είχε δει έναν λευκό άνδρα πριν, έμειναν έκπληκτοι από τους δύο κουρελιασμένους ταξιδιώτες που έπεσαν ανάμεσά τους. Σύντομα όμως μας καλωσόρισαν με χαλιά και μαγκάλια με κάρβουνο, και το πνεύμα μας επευφημήθηκε δεόντως. Η υπόλοιπη ομάδα ήρθε ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόμασταν να φύγουμε και τους είδαμε να είναι ασφαλισμένοι σε ένα από τα πέτρινα σπίτια που γειτνιάζουν με το εστιατόριο, όπου μοιραστήκαμε το μεσημεριανό γεύμα μπροστά από μια μεγάλη φωτιά στην ανοιχτή εστία. Νωρίς το απόγευμα το χιόνι σταμάτησε, και καθώς ο Τίλμαν και εγώ ανεβήκαμε στην κοιλάδα, τα σύννεφα πριν το Έβερεστ έμοιαζαν έτοιμα να ανοίξουν. Κατασκηνώσαμε σε μια πέτρινη καλύβα βοσκού κοντά στο χωριό Pangboche, και το επόμενο πρωί είχαμε την πρώτη μας θέα στον εκπληκτικό γκρεμό του Έβερεστ που γέμιζε το πάνω άκρο της κοιλάδας. Λουσμένες στο πρώτο φως του πρωινού, οι κορυφογραμμές του από απότομο και σπασμένο βράχο ξεχώριζαν με μια λαμπρότητα, τονίζοντας την καθαρότητα του λευκού χιονιού που κατά τόπους ήταν σχεδόν κάθετο. Το πρωί ήταν τσουχτερά κρύο και ανεβήκαμε βιαστικά την κοιλάδα, φτάνοντας στη συμβολή των δύο κύριων πηγών του Kosi μέχρι τα μέσα του πρωινού.

Καθώς αντικρίζαμε τον μεγάλο όγκο του Έβερεστ, πολλές λεπτομέρειες που προηγουμένως κρύβονταν από εμάς, έγιναν ξεκάθαρες. Τώρα συνειδητοποιήσαμε ότι δεν κοιτούσαμε την αληθινή νότια όψη του Έβερεστ, αλλά τη τεράστια μορφή βράχου και πάγου του Lhotse (ανατολική κορυφή) και του Nuptse (δυτική κορυφή), μια αδιάσπαστη κορυφογραμμή 5 μιλίων. Στην πραγματικότητα δεν μπορούσαμε να δούμε καν το Έβερεστ από εκεί που βρισκόμασταν, γιατί η κορυφή του ήταν κρυμμένη από αυτή την κορυφογραμμή. Αν και δεν το εκτιμήσαμε αυτή τη στιγμή, η κορυφή του Έβερεστ βρίσκεται περίπου 4 μίλια πίσω από αυτό το προπύργιο και η απόσταση που μεσολαβεί είναι γεμάτη με φανταστικά σπασμένες κορυφογραμμές και παγετώνες. Η επιθεώρησή μας από αυτό το σημείο επιβεβαίωσε τις αποφάσεις που πάρθηκαν προηγουμένως: δεν είχε νόημα να εξετάσουμε την ανατολική πλευρά του Έβερεστ (κάτω από το Lhotse) γιατί δεν ήταν πιθανό να υπάρχει διαδρομή εκεί. Αντίθετα, αποφασίσαμε να επικεντρώσουμε τον λίγο χρόνο μας στη δυτική πλευρά. Αντίστοιχα στρίψαμε αριστερά και μετά από λίγες ώρες διασχίσαμε μια μεγάλη πεδιάδα, προφανώς την κοίτη μιας αρχαίας λίμνης, τώρα καλυμμένης με χαμηλούς θάμνους και φυτά που έδιναν κάλυψη και τροφή σε μεγάλους αριθμούς μπεκάτσας.

Το Namche Bazaar φωτογραφημένο από τον Anderson Bake-Well το φθινόπωρο του 1950

Τώρα βρισκόμασταν περίπου στα 13.000 πόδια, πολύ πάνω από ζώνη του δάσους, παρόλο που ο νάνος άρκευθος και άλλοι θάμνοι ήταν άφθονα και διαθέσιμοι για καύσιμη ύλη. Σε σχέση με εμάς, υψώνονταν υπέροχες κορυφές, ύψους 21.000 έως 26.000 ποδιών, αλλά τόσο απότομες που μας περνούσε κάθε σκέψη από το μυαλό μας να τις σκαρφαλώσουμε. Κατασκηνώσαμε λίγο μετά το μεσημέρι σε μια πέτρινη καλύβα που εγκαταλείφθηκε πρόσφατα μετά τη θερινή βοσκή, και μετά το μεσημεριανό γεύμα, ο Tilman και εγώ ανεβήκαμε περίπου στα 17.000 πόδια στη βόρεια πλευρά αυτής της κοιλάδας, όπου είχαμε υπέροχη θέα στο Ghamlang, στο Makalu και στο Amdanglungma. (σ.σ. πρόκειται για το Ama Dablam, όπως καθιερώθηκε στη συνέχεια) Αν και ήλπιζα να φτάσουμε στην κορυφογραμμή και να εξετάσουμε προσεκτικά τη νότια όψη του Lhotse, αυτό αποδείχθηκε ανέφικτο και επιστρέψαμε στην κατασκήνωση το σούρουπο. Μετά από μια κρύα νύχτα στην πέτρινη καλύβα μας, συνεχίσαμε την πορεία μας προς την κοιλάδα, τώρα στρίβοντας κάθετα προς τα βόρεια, σχεδιάζοντας να κατασκηνώσουμε όσο το δυνατόν ψηλότερα σε αυτήν την κοιλάδα όπου βρισκόταν ο παγετώνας Khombu. Το απόγευμα ο Tilman και εγώ ξεκινήσαμε να προσπαθήσουμε να στρίψουμε στη γωνία, εκεί που τρέχουν τα νερά του παγετώνα Khombu, ρίχνοντας έτσι μια ματιά στο μεγάλο West Cwm, το οποίο βρίσκεται ακριβώς κάτω από την κορυφή του Έβερεστ και στο οποίο πέφτει η πραγματική νότια όψη. Σύντομα διαπιστώσαμε ότι αυτό ήταν πολύ φιλόδοξο σχέδιο, και αργά το απόγευμα διασχίσαμε τον παγετώνα, για να περάσουμε έναν μικρότερο παρα-παγετώνα, βαθιά σχισμένο με ρήγματα, που γκρεμιζόταν από την έκταση ανάμεσα στο Nuptse και στο Everest. Μόλις βρεθήκαμε στον παγετώνα, φαινόταν πιο σοφό να προσπαθήσουμε να περάσουμε στη δυτική όχθη, ελπίζοντας να ρίξουμε μια ματιά στη γωνία, αλλά και αυτό μας το αρνήθηκε (η τύχη μας) -η πορεία ήταν αργή και το σκοτάδι θα έπεφτε λίγο μετά τις πέντε. Τώρα συνειδητοποιήσαμε ότι η είσοδος στο Western Cwm ήταν το επίκεντρο της εξέτασής μας στη νότια πλευρά του Everest.

Επιστρέψαμε μελαγχολικά μέσα στο σκοτάδι σε έναν κρύο και ανεμοδαρμένο καταυλισμό. Η μικρή φωτιά από θάμνους δεν άργησε και πολύ για να μας ζεστάνει ή να μας χαροποιήσει, και η νύχτα ήταν απαισιόδοξη. Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε με το πρώτο φως τη δεύτερη συννεφιασμένη μέρα του ταξιδιού, σχεδιάζοντας να διασχίσουμε τον παγετώνα, να ανέβουμε ψηλά στο Pumori και να επιστρέψουμε στην χαμηλότερη κατασκήνωση, όπου θα μας συναντούσαν οι αχθοφόροι. Βρήκαμε μια καλή διάσχιση του παγετώνα, φτάσαμε στη δυτική όχθη περίπου στις εννέα και ανεβήκαμε περίπου στα 19.000 πόδια μέχρι το μεσημέρι. Αυτό φαινόταν να είναι περίπου το πιο μακρινό σημείο στο οποίο μπορούσαμε να φτάσουμε στον περιορισμένο χρόνο μας και θα έπρεπε να χρησιμεύσει για την εξέταση του βουνού που είχαμε φτάσει τόσο μακριά για να δούμε.

Πολύ πιο κάτω και σχεδόν προς τα ανατολικά, το πάνω μέρος του παγετώνα Khombu έκανε μια καμπλύλη γύρω από τη βραχώδη «γωνιά» που είχαμε προσπαθήσει να στρίψουμε την προηγούμενη μέρα, πέφτοντας δημιουργούσε φανταστικές μύτες στον κάτω παγετώνα. Αυτό ήταν το στόμιο του West Cwm, ενός στενού πνιγμένου από πάγο διαδρόμου, πλάτους λιγότερου από 1.000 γιάρδες, μέσω του οποίου συγκεντρώνεται όλο το χιόνι και ο πάγος που πέφτουν από το διάσελο Lhotse-Everest (το South Col). Από το μέρος που παρατηρούσαμε, δεν μπορούσαμε να δούμε καμία προφανή διαδρομή προς αυτήν την πτώση πάγου (ice-fall). Όχι μόνο ο παγετώνας ήταν άσχημα σπασμένος και σχισμένος, αλλά φαινόταν επίσης να παρασύρεται από τη μία πλευρά στην άλλη από πτώσεις πάγου και βράχων από ψηλά. Και οι δύο πιστεύαμε ότι η πτώση του πάγου θα μπορούσε να είναι αναγκαστική, αλλά δεν φαινόταν να προσφέρει μια πολύ ελκυστική διαδρομή πρόσβασης στο ανώτερο West Cwm, μια θέα του οποίου εξακολουθούσε να μας αρνείται από τις ενδιάμεσες κορυφογραμμές. Η κορυφή του Έβερεστ υψωνόταν 9.000 πόδια ή περισσότερο πάνω από το σβήσιμο του West Cwm. Μπορούσαμε να δούμε τα δύο «σκαλοπάτια» της βορειοανατολικής κορυφογραμμής να σκιαγραφούνται στον ουρανό και η «κίτρινη ζώνη» ήταν πολύ εμφανής, όπως και το Great Couloir, που ταλαιπώρησε τόσο πολύ προηγούμενες ομάδες ορειβατών. Προς έκπληξή μας δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου χιόνι στον κώνο της κορυφής. ξεχώριζε σαν τολμηρός, γυμνός βράχος απέναντι στα σύννεφα από πάνω του. Η νότια πλευρά της πυραμίδας ήταν πολύ απότομη, και παρόλο που τα στρώματα έμοιαζαν να έχουν κλίση προς τα μέσα όπως αναμενόταν, λίγα ήταν εκεί για να ενθαρρύνουν τον ορειβάτη. Έτρεχε κατευθείαν προς το μέρος μας η δυτική κορυφογραμμή, παραπλανητικά κομμένη, έτσι που φαινόταν να απέχει μόλις 1.000 γιάρδες από το δυτικό στήριγμα μέχρι την κορυφή, αντί για περίπου 2 μίλια.

To πέρασμα-διάσελο Lho (Lho La) στα 6000 μέτρα, το οποίο συνδέει τη νότια με τη βόρεια πλευρά του Everest και σηματοδοτεί τα σύνορα Νεπάλ-Θιβέτ. Στα δεξιά η Πτώση (Icefall) του παγετώνα Khumbu, η οποία οδηγεί στην καρδιά του βουνού, στο Western Cwm

Η δυτική ορθοπλαγιά έπεφτε απότομα στο Lho La, το διάσελο των 20,00 ποδιών στα σύνορα με το Θιβέτ. Η νεπαλέζικη πλευρά αυτού του περάσματος φαίνεται πολύ απότομη και σαρώνεται από χιόνι και πτώση βράχων, αλλά η θιβετιανή πλευρά, την οποία ανέβηκε ο Mallory το 1922, είναι γνωστό ότι είναι σχετικά ασφαλής και εύκολη. Από το Lho La θα είχε κανείς πρόσβαση στο North Col, προσεγγίζοντάς το μέσω της δυτικής του όψης που έχει ανέβει από πολλά μέρη. Έτσι, μπορεί να είναι δυνατό να φτάσετε στο North Col από τη νότια πλευρά του Έβερεστ, εάν και είναι ένα μεγάλο «εάν» το Lho La μπορεί να αναρριχηθεί από τα νότια. Δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτό το «εάν», αλλά είμαι βέβαιος ότι η ανάβαση θα ήταν πολύ καλή και θα οδηγούσε μόνο σε μια πολύ γνωστή διαδρομή που έχει νικήσει μερικούς από τους καλύτερους ορειβάτες του κόσμου.

Συνεχίζοντας προς τα δυτικά από το Lho La, το βλέμμα μας μεταφέρθηκε σε μια σειρά από υπέροχες κορυφές και περάσματα στο μεγαλύτερο μέρος του Pumori από πάνω μας, ένα βουνό που σε αντίθεση με τα περισσότερα γύρω μας φαινόταν να προσφέρει μια προοπτική επιτυχίας για τον ορειβάτη. Ονομάστηκε από τον Mallory «Daughter Peak» (σ.σ. Pumo σημαίνει μικρό κορίτσι ή αδελφή στη γλώσσα των Σέρπα και Ri σημαίνει βουνό = Pumori) το 1921, η μετάφραση του Θιβέτ εμφανίζεται σε τέτοιους χάρτες της περιοχής που υπάρχουν. Είναι μια υπέροχη σφηνοειδής κορυφή ύψους περίπου 25.000 ποδιών (σ.σ. 7161 μέτρα), η οποία θα πρέπει μάλλον να είναι αναβάσιμη από το Νεπάλ. Ακριβώς στα νότια του Pumori βρίσκεται ένας μεγάλος, επίπεδος παγετώνας που περιβάλλεται από χαμηλότερες και ασήμαντες βράχινες κορυφές, που φαίνεται να δημιουργείται από ένα χαμηλό πέρασμα που μπορεί να οδηγήσει στην κοιλάδα του Cho Oyu.

To Pumori (7161m) στο ηλιοβασίλεμα, με τον σκούρο όγκο του Kala-Pattar (5643m) μπροστά του

Καθίσαμε για αρκετή ώρα στον ζεστό ήλιο προφυλαγμένοι ανάμεσα στους τεράστιους γρανιτένιους ογκόλιθους που είχαν πέσει στο αρχαίο πέρασμα του Pumori, συζητώντας πιθανές διαδρομές στις κορυφές και τις κορυφογραμμές μπροστά μας. Όσον αφορά τη νότια όψη του Έβερεστ, η προοπτική ήταν ζοφερή: δεν μπορούσαμε να δούμε καμία εφικτή διαδρομή μέχρι το δυτικό στήριγμα, ούτε το πέρασμα του Lho La πρόσφερε πολλές ελπίδες. Καθώς εξετάζαμε το άνοιγμα του West Cwm, αισθανθήκαμε ότι αν και θα μπορούσε αναμφίβολα να αναγκαστεί, το πέρασμά του θα πρόσφερε πολλούς κινδύνους και εμπόδια σε μια αποστολή πλήρους κλίμακας με φορτωμένους αχθοφόρους. Εάν μπει κάποιος στο West Cwm, παραμένει η πλαγιά του χιονιού κάτω από το South Col, μια άγνωστη ποσότητα πιθανώς πολύ παρόμοια με την αντίστοιχη πλαγιά στο North Col, και τέλος η πυραμίδα της κορυφής, απότομη και βραχωμένη, την οποία μπορούσαμε να δούμε καθαρά. Μεγάλο μέρος αυτής της υποτιθέμενης διαδρομής ήταν κρυμμένο από εμάς, αλλά τα μέρη που μπορούσαμε να δούμε ήταν πιο ελκυστικά και η θεωρούμενη γνώμη μας ήταν ότι μια τέτοια διαδρομή ήταν μάλλον ανέφικτη. Από εκεί που κάθομαι σήμερα, χιλιάδες μίλια και πολλούς μήνες μακριά, με το μυαλό μου μπορώ να θυμηθώ αυτή τη θέα, να αναλύσω τις φωτογραφίες και να πείσω τον εαυτό μου ότι κάποια διαδρομή μπορεί να οδηγήσει στο Έβερεστ από τις βαθύτερες εσοχές του West Cwm. Τότε δεν μπορούσαμε να το δούμε και οι πιθανότητες μου φαίνονται μικρές.

Ξεκάθαρη εικόνα της προσέγγισης στο Everest (δεξιά), υπάρχει από την κορυφή του Pumori. Στη φωτογραφία φαίνεται ο παγετώνας Khumbu, το Western Cwn αλλά και το South Col. Στα δεξιά της φωτογραφίας, η κορυφή του Lhotse (8516m)

Μια σημαντική παρατήρηση ήταν η απουσία χιονιού από την κορυφή του Everest. Κανένας Ευρωπαίος δεν έχει δει τα βουνά τόσο αργά μέσα στη χρονιά από αυτήν την πλευρά, και αν είναι χαρακτηριστικό των βουνών να είναι απαλλαγμένα από χιόνι κατά το τέλος του φθινοπώρου, τότε η αναρρίχηση σε εκείνη την εποχή θα πρέπει να είναι πολύ πιο εύκολη από ό,τι πριν ή κατά τη διάρκεια του μουσώνα. Είδαμε πολύ ισχυρούς ανέμους να φέρνουν σύννεφα στις κορυφές, κάτι που θα αποτελούσε σημαντικό κίνδυνο για τον ορειβάτη, αλλά αυτοί οι άνεμοι είναι επίσης παρόντες κατά τη διάρκεια αλλά και πριν από τον μουσώνα. Ένα μειονέκτημα της όψιμης αναρριχητικής περιόδου θα ήταν το μεγάλο κρύο και το σύντομο φως της ημέρας. Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που περάσαμε κοντά στους πρόποδες του Έβερεστ, η θερμοκρασία ήταν λίγο πάνω από το σημείο του πάγου κατά τη διάρκεια της ημέρας και πιο κοντά στο μηδέν τη νύχτα. Αλλά είναι πολύ πιθανό οι θερμοκρασίες να μην πέφτουν συνεχώς καθώς κάποιος ανεβαίνει ψηλότερα σε αυτές τις πολύ μεγάλες κορυφές όπως συμβαίνει σε χαμηλότερα βουνά. Αναμφίβολα το κρύο θα ήταν μεγαλύτερος κίνδυνος το φθινόπωρο από ό,τι την άνοιξη, και το σύντομο φως της ημέρας θα ήταν ένα σημαντικό μειονέκτημα. Συνολικά, ωστόσο, η τελειότητα του καιρού και η ελευθερία των ψηλών βράχων από το χιόνι θα πρέπει να αντισταθμίσουν τις κρύες και πιο σύντομες μέρες, και αν το χιόνι σταθεροποιηθεί επαρκώς χαμηλότερα, η εποχή μετά τους μουσώνες θα μου φαινόταν ότι είναι η καλύτερη εποχή για μια προσπάθεια στο βουνό.

Αυτήν την εικόνα του Everest είχαν από το Kala Patthar, οι Houston και Tilman. Το Everest είναι η ξέχιονη πυραμίδα στα αριστερά και η εικόνα κρύβεται ουσιαστικά από το Nuptse (μπροστά και δεξιά)

Διστακτικά ξεκινήσαμε για την κατασκήνωση στις σκιές που ήδη μάκραιναν. Κατά μήκος της δυτικής μορένας του παγετώνα Khombu η μετάβαση ήταν κάπως ευκολότερη, αν και ο δρόμος ήταν αρκετά μεγαλύτερος, και διασχίσαμε πολλά μεγάλα, επίπεδα λιβάδια με μικρά ρυάκια που ελίσσονταν μέσα τους, ιδανικές τοποθεσίες για μια κατασκήνωση βάσης, αν και τα καυσόξυλα θα ήταν σπάνια. Σύντομα, μετά το σκοτάδι, απλωθήκαμε μπροστά σε μια λαμπρή φωτιά που είχαν ανάψει οι Σέρπα μας από υλικά που υποψιαζόμασταν ότι προέρχονταν από τις καλύβες των βοσκών (σ.σ. αποξηραμένες κοπριές από γιακ, ο παραδοσιακός τρόπος θέρμανσης των Σέρπα σε αυτά τα υψόμετρα όπου απουσιάζει η βλάστηση), ικανοποιημένοι με την ξεκούραση αλλά δυσαρεστημένοι από την στενάχωρη έκβαση της αποστολής μας και απογοητευμένοι από την ατελή αποστολή μας .

Ένας από τους Σέρπα ήταν αρκετά άρρωστος το επόμενο πρωί, προφανώς με μια επανεμφάνιση της παλιάς ελονοσίας, και αναγκαστήκαμε να τον μεταφέρουμε για την εξάωρη πορεία κάτω από την κοιλάδα στο Thyangboche. Ήμασταν μια κουρασμένη και βρώμικη παρέα αργά εκείνο το απόγευμα, καθώς ταλαιπωρημένοι δεχτήκαμε το θερμό καλωσόρισμα των συντρόφων μας και των νέων φίλων τους, των λάμα. Είχαν περάσει υπέροχα. Ο Bakewell είχε πραγματοποιήσει τρεις εξαιρετικές αποστολές στις πλευρές της κοιλάδας του Kosi, φτάνοντας τα 17.000 πόδια, όπου είχε επιτύχει υπέροχη θέα στα βουνά. Είχε ολοκληρώσει μια σειρά από πανοράματα περιοχών που προηγουμένως δεν ήταν ξεκάθαρες για εμάς, και ένιωθε ότι μπορεί να υπήρχε ένας δρόμος μεταξύ της κοιλάδας νότια του Makalu και του Lhotse, έχοντας δει ένα χαμηλό πέρασμα προς αυτή την κατεύθυνση (σ.σ. το Amphu Lapcha και το West Col συνδέουν σήμερα πλέον αυτές τις δύο περιοχές αλλά απαιτούνται τεχνική και εξοπλισμός). Έκανε πάρα πολλές βασικές τριγωνομετρικές καταγραφές, που θα βοηθήσουν στη διόρθωση των χαρτών αυτής της περιοχής. Η υπόλοιπη ομάδα είχε περάσει όλες τις μέρες στο μοναστήρι και ήταν το αντικείμενο της προσοχής και της καλοσύνης από ολόκληρο το πλήρωμά του. Είχαν παρευρεθεί σε αρκετές από τις τέσσερις καθημερινές θρησκευτικές τελετές, που αποτελούνταν κυρίως από άσματα και μουσικά κομμάτια που παίζονταν σε μακριά κέρατα των Άλπεων, τρομπέτες, κοχύλια από κόγχες, τεράστια τύμπανα και κύμβαλα. Οι λάμα είχαν φτιάξει τα υπέροχα ροζ μεταξωτά και μπροκάρ τουαλέτες τους με μάσκες διαβόλου και είχαν χορέψει με φόρεμα στην πέτρινη και σημαιοστολισμένη αυλή που περικλείεται από τους τέσσερις τοίχους του μοναστηριού.

Ο ιερέας στο μοναστήρι του Tengboche. Η φωτογραφία είναι αυθεντική, από την αποστολή του 1950

Η ομάδα πέρασε πολύ χρόνο στη βιβλιοθήκη, μια αίθουσα με χαμηλό φωτισμό, στα ράφια της οποίας υπήρχαν πάνω από 500 τόμοι βουδιστικών κειμένων, κάθε τόμος αποτελούμενος από εκατό ή περισσότερες σελίδες χειροποίητου χαρτιού (από ρίζα πικροδάφνης) μήκους περίπου 18 ιντσών και 4 ίντσες πλάτος, τυπωμένο με ξύλινα μπλοκ κομμένα στο χέρι. Η εργασία και ο χρόνος που ξοδεύτηκαν σε αυτή τη βιβλιοθήκη, που είναι ασυνήθιστα καλή, είναι συγκλονιστικά. Κάθε τόμος ήταν τυλιγμένος σε παλιό ροζ μετάξι, με επικολλημένη μια τακτοποιημένη ετικέτα, και το σύνολο είχε μια ατμόσφαιρα τρυφερής, στοργικής φροντίδας. Ένα άλλο δωμάτιο ήταν γεμάτο με αγάλματα του Βούδα, μερικά από ορείχαλκο, μερικά από χρυσό ή ασήμι και μερικά μικρά από νεφρίτη και κρύσταλλο. Είδαμε κι εδώ υπέροχα σφυρήλατα ασημένια ρόδες προσευχής, φλιτζάνια τσαγιού, τελετουργικά βάζα, θυμιατά και όμορφα ζωγραφισμένα μεταξωτά ρολά (tankas).

Μας έγινε μια πανηγυρική υποδοχή από τον επικεφαλής λάμα, έναν νεαρό άνδρα δεκαέξι ετών που εκλέχτηκε όταν ήταν μωρό, μετά από προμηνύματα και οιωνούς που είχα δείξει ότι ήταν μετενσάρκωση του προηγούμενου λάμα, ο οποίος είχε πεθάνει τη στιγμή της δικής του γέννησης. Αυτό το σύστημα διαδοχής φαινόταν παράξενο στα μυαλά της Δύσης, αλλά είναι οικείο στη βουδιστική πίστη και μας έκανε μεγάλη εντύπωση η εμφάνιση και η παρουσία αυτού του νεαρού λάμα, αν και μας μίλησε μόνο λίγα λόγια. Έπειτα από οδηγίες για την αναχώρησή μας, οι οποίες δόθηκαν ψιθυριστά, μας συνόδευσαν στον θρόνο του, όπου μετά από μερικές χειρονομίες και μια ψιθυριστή προσευχή, μας κρέμασε στο λαιμό ένα μικρό, όμορφα φτιαγμένο κουτί που περιείχε, όπως μας είπαν, τις στάχτες ενός νεκρού λάμα. Αφού μας τύλιξαν με ένα τελετουργικό μαντήλι, μας έδωσαν ένα μικρό πακέτο «φαγητό» για την ασφαλή επιστροφή μας. Η σύντομη υποδοχή ήταν αρκετά εντυπωσιακή και επιβεβαίωσε τον σεβασμό μας για τη θρησκεία του οικοδεσπότη μας.

Αφού ανταλλάξαμε δώρα με τους νέους μας φίλους, και δώσαμε όλα τα παιδιά του χωριού κάτω από το μοναστήρι από ένα ζαχαρωτό, στρίψαμε λυπημένα στο απότομο μονοπάτι που οδηγούσε πίσω στον έξω κόσμο. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν χαρούμενο και χωρίς προβλήματα, γιατί ήμασταν σε υπέροχη κατάσταση και το γνωστό μονοπάτι προς το Namche Bazaar, το Phedi, το Tumlingtar, το Dhankuta, κύλησε στα πόδια μας. Οι παλιοί φίλοι μας υποδέχτηκαν κατά μήκος του μονοπατιού, μας έδιναν δώρα σε κάθε στροφή και μας διασκέδασαν στο χωριό Majhua αξιοπρεπείς ηλικιωμένοι κύριοι, των οποίων η φιλοξενία έφερε δάκρυα στα μάτια. Περίπου δώδεκα μέρες αργότερα σταματήσαμε για λίγο στη Ghatra για να επιθεωρήσουμε το φράγμα στον ποταμό Kosi, ένα κοινό έργο των κυβερνήσεων της Ινδίας και του Νεπάλ, και συναντήσαμε το αυτοκίνητο που μας έφερε πίσω στο Biratnagar τη δέκατη-τρίτη μέρα από το Thyangboche.

Εναέρια άποψη του Everest από τον νότο

Ήμασταν για περίπου σαράντα μέρες σε ένα μέρος του κόσμου που σπάνια επισκέπτονταν οι Ευρωπαίοι, είχαμε βαδίσει 150 μίλια ή περισσότερο πάνω από τραχύ μονοπάτι στο βουνό στους πρόποδες του ψηλότερου βουνού στον κόσμο, εκεί για να βρούμε μια μικρή κοινότητα, με επίκεντρο τη θρησκεία, αυτάρκη, που σέβεται τον εαυτό της, υγιή και ευτυχισμένη. Σε όλα μας τα ταξίδια δεν είχαμε συναντήσει τίποτα άλλο εκτός από φιλικότητα και ευγένεια. Τα μάτια μας είχαν ανοίξει σε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, μια διαφορετική θρησκεία και το μυαλό μας σε διαφορετικές σκέψεις και κίνητρα. Περιτριγυρισμένο από τοπία που δεν περιγράφονται, το μοναστήρι του Thyangboche και το χωριό του, μας φαινόταν μια όμορφη όαση σε έναν ταραγμένο κόσμο.

Η εικόνα μας από τη νότια πλευρά του Έβερεστ ήταν εντυπωσιακή και τεράστια. Αυτή η πρόσβαση όπως είδαμε στην κορυφή δεν ενθάρρυνε ιδιαίτερα τον ορειβάτη, και παρόλο που μια διαδρομή μπορεί να σχεδιαστεί με κίνδυνο και κόπο μέσω του West Cwm στο South Col και από εκεί στην κορυφή, δεν μας φαίνεται εφικτή διαδρομή. Καθώς επιστρέφαμε στις ανησυχίες, τα βάρη και τις ευθύνες και τις απολαύσεις που μας επιβάλλει ο τρόπος ζωής μας, θα θυμόμασταν πάντα το σύνθημα πάνω από την πόρτα του αγαπημένου μας σχολείου στην αγαπημένη μας πόλη Dhankuta: «Μάζεψε κουράγιο, μην είσαι λιγόψυχος τύπος».