Το καλοκαίρι του 1977 η αφρόκρεμα της Αγγλικής ορειβασίας καταφθάνει στην οροσειρά του Καρακόραμ για μια ακόμα δύσκολη αποστολή: ο γρανιτένιος βράχος του Ogre ή Baintha Brakk υψώνεται στα 7.285 μέτρα και παραμένει απάτητος, παρά τις τρεις αποστολές που μέχρι τότε έχουν προηγηθεί. Έξι Βρετανοί ορειβάτες βρίσκονται εκείνο τον Ιούνιο στο βόρειο Πακιστάν για τη μεγάλη πρόκληση. Πίσω τους κουβαλούν την εμπειρία από σπουδαίες προσπάθειες του παρελθόντος στα Ιμαλάϊα και γνωρίζουν ήδη την παγκόσμια καταξίωση. Οι Chris Bonington, Nick Estcourt, Clive Rowland, Tut Braithwaite, Mo Anthoine και Doug Scott (που ήταν ο οργανωτής της αποστολής) αποτελούν την ομάδα. Μεγάλος απών ο Dougal Haston (αχώριστος σύντροφος του Scott στα βουνά), που χάθηκε λίγους μήνες νωρίτερα από χιονοστιβάδα στις Άλπεις.

Sponsored by

Από το ξεκίνημα γίνεται ένας διαχωρισμός, ανάλογα με τους στόχους που είχε βάλει ο καθένας. Scott και Braithwaite αποφασίζουν να σκαρφαλώσουν τον γρανιτένιο τοίχο 900 μέτρων στο κέντρο της νότιας πλευράς του βουνού ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις θα ακολουθήσουν την γιαπωνέζικη διαδρομή στα νοτιοδυτικά, για τα πρώτα 1200 μέτρα της. Οι τέσσερίς τους δουλεύουν ομαδικά και συστηματικά σε δυάδες προκειμένου να φιξάρουν σχοινιά και να μεταφέρουν εφόδια στις ψηλές κατασκηνώσεις. Η κόπωση της συνεχούς 10ήμερης προσπάθειας οδηγεί τους Antoine και Rowland να αποφασίσουν να οπισθοχωρήσουν για λίγες ημέρες στην κατασκήνωση βάσης, τη στιγμή που οι Bonington και Estcourt θέλουν να ξεκινήσουν την τελική προσπάθεια για την κορυφή ενώ στο τρίτο δίδυμο ο Braithwaite αναγκάζεται να εγκαταλείψει όταν χτυπιέται στο πόδι από μια πέτρα. Επιστρέφοντας στη βάση ο Scott ενώνεται με τους δύο που στο μεταξύ ανέλαβαν δυνάμεις και ξεκινούν μαζί και πάλι προς το βουνό.

Ψηλά οι Bonington-Estcourt στην απόπειρά τους για την κορυφή, καταφέρνουν λίγα πράγματα αφού έφτασαν μόνο στη δυτική κορυφή που είναι ευκολότερη αλλά και χαμηλότερη από την κύρια. Οι δυο ομάδες συναντιούνται στον δυτικό αυχένα και ακολουθεί μια ατέλειωτη συζήτηση εκείνο το βράδυ για την παραπέραπορεία της αποστολής, αφού τις προηγούμενες ημέρες φάνηκαν σημάδια διάσπασης της συνοχής των έξι ορειβατών. Τελικά όλοι μαζί κατεβαίνουν για μια ακόμα φορά τα 3000 μέτρα που τους χωρίζουν από τη βάση για να ανεφοδιαστούν σε καύσιμα και τρόφιμα που τους τελειώνουν.

Για τρίτη φορά η ομάδα ξεκινά αφήνοντας πίσω της τώρα τον Estcourt που δεν είχε δυνάμεις για μια δεύτερη απόπειρα, την ώρα που οι Scott, Anthoine και Rowland θα επιχειρούσαν τρίτη. Σε τρεις μέρες κουβαλώντας βαριά φορτία, προσπερνούν την δυτική κορυφή και κάνουν bivouac (κατασκήνωση ανάγκης) σε μια χιονότρυπα κάτω από την κύρια κορυφή. Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας οι τέσσερις ξεκινούν την τελική προσπάθεια, εύκολα στην αρχή μέχρι να φτάσουν στη βάση του μονοκόμματου βράχου 60 μέτρων που σχηματίζει την κύρια κορυφή. Οι Anthoine-Rowland που μένουν λίγο πίσω για να κινηματογραφήσουν για λογαριασμό του BBC την προσπάθεια, καταλαβαίνουν αργά το απόγευμα ότι η πρόοδος των Scott-Bonington είναι πολύ αργή και δεν θα μπορέσουν να βγουν στην κορυφή μέχρι να νυχτώσει. Καθώς κάνουν μεταβολή τους βλέπουν ακριβώς κάτω από την κορυφή.

Δυο ώρες αργότερα ο Bonington ακούει μια κραυγή. Κοιτάει προς τα κάτω και δεν βλέπει πουθενά τον Scott. Το σχοινί όμως είναι τεντωμένο από το βάρος του χτυπημένου συντρόφου του που κρέμεται στον αέρα. Ο αέρας φέρνει από χαμηλά ένα βογκητό, που γίνεται φωνή: “έσπασα τα πόδια μου”. “Για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσα πολύ μόνος μόλις δυο-τρία μέτρα χαμηλότερα από την κορυφή του Ogre, σκέφτηκα ότι μέχρι εδώ ήταν” έγραψε ένα χρόνο αργότερα ο Bonington. Μέσα στο σκοτάδι (είχε πια νυχτώσει) και χωρίς φακούς, ο Scott γλίστρησε σε πάγο και εκτοξεύτηκε προς τα κάτω. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει αντίσταση στο χτύπημα που θα ακολουθούσε, βάζει τα πόδια του και τα σπάει.

O Doug Scott το 1975, στην αποστολή του Έβερεστ

Γρήγορα ο Bonington κατεβαίνει με ραπέλ για να βοηθήσει το σύντροφό του, που στο μεταξύ βρήκε τη δύναμη και ασφαλίστηκε σε κάποιο σημείο. Και οι δύο μαζί συνεχίζουν ένα δεύτερο ραπέλ χαμηλότερα σε κάποια ράμπα που προσφέρει αρκετό χώρο. Ο Scott δοκιμάζει να σταθεί όρθιος και λίγο πριν σωριαστεί από τον πόνο ακούγεται το τρίξιμο από τα κόκαλα των ποδιών του. Έχει σπάσει και τις δύο κνήμες (η δεξιά χειρότερα καθώς το κόκαλο σχίστηκε κατά μήκος). Στη ράμπα οι δυο τους περνούν τη νύχτα εκτεθιμένοι στο κρύο σε υψόμετρο πάνω από 7000 μέτρα. Τρέμοντας μένουν ξάγρυπνοι στο σκοτάδι και κάνουν μασάζ ο ένας στον άλλον για να αποφύγουν την υποθερμία και τα κρυοπαγήματα. Το πρωί συνεχίζουν την καταρρίχηση μέχρι να συναντήσουν τους άλλους δύο που βρίσκονταν χαμηλότερα.

Ο Scott δεν μπορεί να βαδίσει όρθιος, μπορεί μόνο να κινείται στα τέσσερα, χρησιμοποιώντας τα γόνατά του. Οι υπόλοιποι σκάβουν στο χιόνι βήματα βαθουλωτά για να μπορεί να μετακινηθεί. Μέχρι το απόγευμα φτάνουν στη χιονότρυπα που τους είχε φιλοξενήσει πριν δύο μέρες. Η “πολυτέλεια” που μπορεί να τους προσφέρει εκτιμάται ανάλογα. Ο Scott είναι σε πολύ καλή διάθεση και το βράδυ τρώνε άφθονο φαγητό και πίνουν ατέλειωτο τσάι με το χιόνι που λιώνουν. Ο καιρός μέχρι τώρα κρατιέται πολύ καλός και αύριο έχουν μόνο μια μικρή ανάβαση ως την δυτική κορυφή και μετά μερικά ραπέλ μέχρι τα φιξαρισμένα σχοινιά.

Μες στη νύχτα ο Antoine ταρακουνά τους συντρόφους του: “ξυπνήστε, ξυπνήστε, δεν υπάρχει αέρας, παγιδευτήκαμε”. Μια τρομερή θύελλα είχε ξεσπάσει νωρίτερα και το χιόνι έκλεισε την είσοδο της τρύπας χωρίς κανένας να το καταλάβει μέσα στον ύπνο του. Η θύελλα συνεχίζεται το επόμενο πρωινό αμείωτη. Τα πράγματα ήταν χειρότερα θα μπορούσαν: ελπίζοντας ότι θα επέστρεφαν αυτή τη μέρα, κατανάλωσαν το προηγούμενο βράδυ όλες τις τροφές που είχαν διαθέσιμες, απέμενε μόνο μια σούπα και λίγο τσάι. Ευτυχώς είχαν αρκετά καύσιμα για να λιώνουν χιόνι.

Χάρτης της περιοχής του παγετώνα Biafo, όπου βρίσκεται το Ogre

Αποφάσισαν να περιμένουν μια μέρα για να υποχωρήσει η θύελλα. Το επόμενο πρωί τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα, σύμφωνα με τα λόγια του Rowland η θύελλα μαινόταν “σαν κόλαση”. Αντιλαμβάνονται ότι χωρίς τροφή δεν θα έχουν τη δύναμη να αντέξουν άλλη μια μέρα για να βρουν τις δυνάμεις να ξεκινήσουν την ανάβαση στη δυτική κορυφή, αναγκαστική πορεία προκειμένου να επιστρέψουν στη βάση. Ο Rowland μπαίνει επικεφαλής σ αυτή την πορεία, με ηρωική προσπάθεια πολεμώντας με το χιόνι που έφτανε μέχρι το λαιμό του σε μια κλίση 50 μοιρών, “κολυμπώντας” ενάντια στη μανία της θύελλας. Ο Scott ακολουθεί δεύτερος περπατώντας με τα γόνατά του, σέρνοντας τον εαυτό του με ζουμάρ, βοηθούμενος από ένα σχοινί που τραβά από πάνω ο Rowland. Για να ανέβουν 150 μέτρα μέχρι τη δυτική κορυφή τους παίρνει 4 ώρες. Δεν μπορούν να δουν πέρα από ένα μέτρο και δύσκολα αναγνωρίζει ο ένας τον άλλο μέσα στη δίνη της θύελλας.

O Scott στη δυτική κορυφή, αγναντεύοντας την κύρια (δεξιά)

Ο Anthoine ξεκινά αμέσως να στήσει σχοινιά για την κατάβαση. Κανένας άλλος εκτός από τον Scott δεν αισθάνεται αυτή την ανακούφιση του να κάνει ραπέλ. Τώρα μπορεί να κινηθεί γρηγορότερα καθώς γλιστράει στο σχοινί ανορθόδοξα όμως, έχοντας την πλάτη στην ορθοπλαγιά με τα σπασμένα πόδια του να μένουν στηλωμένα προς το κενό. Κάποιες φορές το σώμα στρίβει και τα πόδια του χτυπούν στο βράχο ζουλώντας κάποια δάχτυλα πίσω απ την μπότα ή στρίβοντας κάποιον αστράγαλο. Όταν χτυπάει ο δεξής αστράγαλος τότε ακούει το τρίξιμο στα κόκαλα της κνήμης. Σφίγγει τα δόντια του και συνεχίζει το κατέβασμα.

Η νύχτα τους βρίσκει στο ένα τρίτο της κατάβασης. Σκάβουν μια τρύπα στο χιόνι και στριμώχνονται μέσα σαν σαρδέλες. Οι υπνόσακοί τους μουλιάζουν σύντομα και το μόνο που έχουν για φάγωμα είναι ένα φακελάκι μαύρο τσάι για το νερό που έβρασαν. Την επόμενη μέρα η θύελλα συνεχιζόταν το ίδιο δυνατή. Ο Anthoine αναλαμβάνει και στήνει διπλά-σχοινιά για το ραπέλ που θα τους οδηγήσει στα σταθερά (φιξαρισμένα) σχοινιά που υπήρχαν παρακάτω. Όταν φτάνει ο Scott, ακούει τη φωνή του Anthoine που του λέει κάτι αλλά ο αέρας παίρνει τα λόγια του μακριά. Προσπαθεί να του πει ότι η μια άκρη του διπλού σχοινιού είναι 5 μέτρα κοντύτερη και δεν είναι αρκετό το σχοινί για να φτάσει στην αρχή των φιξαρισμένων σχοινιών που βρίσκονται λίγα μέτρα χαμηλότερα. Ο Scott βέβαιος ότι όλα είναι εντάξει κατεβαίνει και ακολουθώντας το κοντό σχοινί, από τύχη σχεδόν καταφέρνει στην πτώση του στο τέλος του διπλού σχοινιού να αρπάξει το φιξαρισμένο και να αποφύγει ένα γκρεμό 200 μέτρων. Ο Rowland που ακολουθεί διαπιστώνει το πρόβλημα και δένει τη μακριά άκρη του σχοινιού στη μύτη ενός βράχου.

Πίσω του έρχεται ο Bonington που ανυποψίαστος παίρνει την μακριά άκρη και πέφτει με ορμή πάνω στα μυτερά βράχια κατρακυλώντας για λίγα μέτρα πριν ακινητοποιηθεί από την ασφάλεια του Rowland. Στην πτώση του σπάει δύο πλευρά και τον καρπό του ενός χεριού του, χωρίς μάλιστα να το καταλάβει στην αρχή. Μέχρι το βράδυ φτάνουν στα αντίσκηνα που είχαν αφήσει στη δυτική πλαγιά του βουνού στο μέσο της ανάβασής τους.

Μέσα στη νύχτα ο Bonington αρχίζει να βήχει άσχημα και παίρνοντας το βήχα σαν σημάδι πνευμονικού οιδήματος, σέρνεται μες στη θύελλα στο άλλο αντίσκηνο για να συζητήσει με τους Rowland-Anthoine το ενδεχόμενο να συνεχίσουν μέσα στη νύχτα την κατάβασή τους. Το χιόνι σκεπάζει τις σκηνές γρηγορότερα από όσο μπορούν να τις καθαρίζουν. “Αν φύγεις τώρα μέσα σ αυτή τη θύελλα θα πεθάνεις” απαντά ξεκάθαρα ο Rowland. Παραιτημένοι από τη χιονοθύελλα που μαίνεται ακόμα, μένουν αποκλεισμένοι την επόμενη μέρα και τη νύχτα που ακολούθησε.

Η μία και μοναδική κατασκήνωση της ομάδας στα μισά της ανάβασης (1977)

Τέλος, μετά από 7 εικοσιτετράωρα το βουνό ηρεμεί και το επόμενο πρωινό ένας λαμπρός ήλιος φωτίζει το κάτασπρο Ogre. Μαζεύοντας όσες δυνάμεις τους έχουν απομείνει παίρνουν τα σχοινιά που οδηγούν κάτω στον παγετώνα στη βάση του βουνού. Ο Anthoine φεύγει μπροστά για να καλέσει σε βοήθεια τους δύο συντρόφους τους που θα τους περίμεναν όλες αυτές τις μέρες και με τους οποίους δεν είχαν καμιά επαφή, αφού δεν διέθεταν ασυρμάτους. Πίσω του ακολουθεί ο Bonington και τελευταίοι ο Rowland που βοηθά τον Scott καθώς αυτός βαδίζει στα τέσσερα. Στην κατασκήνωση δεν υπάρχει κανένας, παρά μόνο ένα σημείωμα του Estcourt που ξεκινά: “στην απίθανη περίπτωση που διαβάσετε αυτό το σημείωμα…”.

Όταν σταμάτησε η θύελλα οι Estcourt και Braithwaite έβαλαν στο μυαλό τους το χειρότερο και έφυγαν για το χωριό Askole για να ζητήσουν βοήθεια. Ο Anthoine χωρίς να χάσει λεπτό, συνεχίζει για να τους προλάβει. Πίσω, ο Scott είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει τα χέρια και τα γόνατά του για να κινηθεί στα τελευταία 5 χιλιόμετρα της διαδρομής τους πάνω στον παγετώνα. “Περπατά” αργά πάνω σε πάγο, σε χιόνι και στη μορένα (προσχώσεις του παγετώνα από χώμα και κροκάλες) του παγετώνα. Για τον Scott τα τελευταία αυτά χιλιόμετρα ήταν και το δυσκολότερο τμήμα της κατάβασης.

Όταν πια αρχίζει να σκοτεινιάζει ο Rowland αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να τον αφήσει για να φέρει από την κατασκήνωση τρόφιμα και φακό. Ο Scott δεν τον αφήνει να φύγει γιατί φοβάται ότι θα τον εγκαταλείψει. Οι ώρες είναι δύσκολες μετά από τόση εξάντληση. Τελικά πείθεται και ο Rowland πηγαίνει στην κατασκήνωση όπου μες στην ερημιά, βρίσκει μόνο τον Bonington κουλουριασμένο στον υπνόσακό του, στην απάνεμη πλευρά ενός βράχου. Μετά από δύο ώρες επιστρέφει στον σύντροφό του και μαζί στις 10:30 το βράδυ της 20ης Ιουλίου τελειώνουν την 8ήμερη επική κατάβασή τους από το Ogre.

Τις τελευταίες εφτά μέρες δεν έφαγαν καθόλου στερεά τροφή. Ο Scott έχασε περίπου 15 κιλά και κατέστρεψε 5 παντελόνια και αρκετά ζευγάρια γάντια, όλα αυτά ήταν τα έξτρα που είχαν στα σακίδιά τους οι σύντροφοί του.

Πίσω στην Αγγλία, οι γιατροί πέρασαν 4 βίδες στο δεξί πόδι του Scott (τις κουβαλάει μέχρι σήμερα) και αυτός συνέχισε τα επόμενα χρόνια τη λαμπρή καριέρα του στην ορειβασία με σπουδαίες αναβάσεις στα Ιμαλάϊα.

“Ο κόσμος λέει ότι κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει αλλά φυσικά και θα μπορούσε” λέει σήμερα ο Doug Scott, “ήταν μια ακόμα πρόκληση. Πρέπει να προσαρμόζεσαι στις συνθήκες και να ανακαλύπτεις καινούργιους κανόνες για να νικήσεις”. Αυτό που ήταν σημαντικό, δηλώνει ο Scott, ήταν ο ρόλος που έπαιξαν οι σύντροφοί του, που ρίσκαραν τη δική τους ζωή μένοντας στο βουνό και βοηθώντας τον να κατέβει.

Λίγους μήνες μετά από τη δοκιμασία αυτή, προτάθηκε να του απονεμηθεί το βραβείο του “πιο γενναίου ανθρώπου της χρονιάς” στην Αγγλία. Αυτός αρνήθηκε την τιμή γιατί θεωρούσε πως υπήρχαν άλλοι, όπως ο Anthoine ο Rowland και ο Bonington, που άξιζαν περισσότερο αυτή την τιμή. “Δεν είχα άλλη επιλογή, εκείνοι είχαν” συμπληρώνει ο Scott, “το να πάρουν την απόφαση που τελικά πήραν δείχνει γενναιότητα”.