- VALGRISENCHE – COGNE (59km, +4500m, 15hrs)
Φεύγοντας από το σταθμό στις 10:35 ώρες ήμασταν 1:30 ολόκληρη ώρα μπροστά από τον προγραμματισμό! Ήταν ξεκάθαρο πως είχα υπερβάλλει όταν καθόριζα τα περάσματα, όμως η αλήθεια ήταν κάπου στη μέση, το είχαμε πάει αρκετά γρήγορα. Είχε σκοτεινιάσει πια για τα καλά! Η Ασημίνα δεν ξέραμε πόσο πίσω μας βρισκόταν, αποφασίσαμε όμως με το Θωμά να συνεχίσουμε παρέα, όσο μας πάει τουλάχιστον. Οι φίλοι μας που είχαν προθυμοποιηθεί να μας υποστηρίξουν στους κεντρικούς σταθμούς, o Θανάσης με την Νατάσα και τον Δημήτρη, ήταν στα κάγκελα απ’ έξω και μας χαιρέτησαν μόνο, μια και οι διοργανωτές δεν επέτρεψαν στο διαπιστευμένο προσωπικό υποστήριξης να μπει στο χώρο του σταθμού. Θα έμεναν να περιμένουν την Ασημίνα, που σίγουρα δεν ήταν πολύ πίσω μας. Φεύγοντας τους φώναξα «να κοιτάτε το live της διοργάνωσης, δεν ξέρω πότε θα φτάσουμε στο Κόνιε (ο επόμενος κεντρικός σταθμός στο Κ-110). Οι εικόνες πια χάθηκαν από τα μάτια μας, σκοτάδια μόνο και όσο ήμασταν στα όρια του χωριού, φώτα στο δρόμο και σε σπίτια. Σύντομα ξαναβρεθήκαμε στα μονοπάτια, σαν τα ψάρια που ξαναμπήκαν στο νερό. Και φυσικά τι άλλο, από ανήφορος…
Ο Θωμάς μου ζήτησε να μπω μπροστά και να δίνω εγώ το ρυθμό, το έκανα. Πιάσαμε σταθερό και έντονο βηματισμό και αραιά μόνο, βλέπαμε από κάποιο φως μπροστά μας. Τώρα πια είναι δύσκολο κάποιος να σε φτάσει έτσι εύκολα αλλά το ίδιο ίσχυε και για εμάς, δύσκολο να πιάσουμε κάποιον, ο ρυθμός είχε καθορίσει μέχρι εδώ και σαφείς αποστάσεις μεταξύ μας. Αν σε έφταναν γρήγορα αλλά και συχνά κάποιοι και σε προσπερνούσαν, κάτι δεν πήγαινε καλά με σένα, κανόνας! Μπροστά μας ένα φως που σταδιακά πλησιάζαμε. Σε μια στροφή πρόλαβα να δω 4ψήφιο νούμερο αγώνα στην πλάτη και όνομα με πολλά γράμματα. «Εσύ είσαι Ολιβιέρο?» έκανα μες στο σκοτάδι και μια καταφατική απάντηση ακούστηκε. Ήταν ο Μποζατέλι, που συναντήσαμε νωρίτερα στο σταθμό. Είχε πάρει εκκίνηση με το δεύτερο γκρουπ, δύο ώρες μετά από εμάς, άρα ήταν πρακτικά δύο ώρες μπροστά μας και όχι κάτι δευτερόλεπτα. «Αφού έχουμε το δικό σου ρυθμό, κάτι δεν κάνουμε καλά» του είπα και γέλασε. Πέρασε αρκετή ώρα ακόμα και ο Μποζατέλι χάθηκε μπροστά, δυστυχώς όμως εγκατέλειψε τον αγώνα κάπου στο 230, όπως έμαθα εκ των υστέρων.

Έχοντας παρέα το Θωμά ένιωσα καλύτερα, γιατί είχαμε «διαβάσει» μαζί αυτό το «μάθημα» και είχαμε γνώση της στρατηγικής. Κι ακόμα, ήμασταν φίλοι και μιλάγαμε την ίδια γλώσσα, άρα μπορούσαμε να μοιραστούμε κάποιες βαθύτερες σκέψεις ή προβλήματα που αντιμετωπίζαμε. Και στο τέλος, είχαμε κοινή πορεία πηγαίνοντας βήμα-βήμα, κάτι σημαντικό, αρκεί η δυναμικότητα των δύο να είναι παρόμοια. Ανάμεσα στα προβλήματα που εγώ άρχισα να αντιμετωπίζω, το πιο σημαντικό ήταν πως το (δανεικό) ρολόι μου ενώ θεωρητικά είχε διάρκεια μπαταρίας πάνω από 30 ώρες, στο πρώτο κιόλας 10ωρο είχε πέσει στο 35%, οπότε αναγκάστηκα να πάρω από το drop-bag μια μπαταρία (power-bank) και να τη συνδέσω ώστε να ξαναγεμίσει. Πρακτικά, έβγαλα το ρολόι από τον καρπό, το έβαλα σε πλαϊνό ιμάντα στο σακίδιο και λίγο πιο δίπλα την μπαταρία, με ένα καλώδιο φόρτισης. Δυστυχώς όμως, κάτι δεν πήγαινε καλά αλλά αυτό μπορούσε να το βλέπει μόνο ο Θωμάς, που κάθε τόσο του ζητούσα να ελέγξει την κατάσταση.
Ένα μικρό φως λίγο πιο μακριά μας σηματοδοτούσε σταθμό. Φτάσαμε σε μια φωτισμένη τέντα δίπλα από ένα σκοτεινό κτίριο. Το σκάνερ της εθελόντριας διάβασε τα περικάρπιά μας, βγάζοντας τον χαρακτηριστικό ήχο και ακουμπήσαμε δίπλα τα μπατόν, για να δούμε το τραπέζι. Λίγα πράγματα εκεί αλλά δεν χρειαζόμασταν και πολλά, έπρεπε όμως δύο ώρες μετά να φάμε οπωσδήποτε κάτι, αφού το μόνο φαγώσιμο που κουβαλούσα πάνω μου ήταν μία μπάρα, ένα τζελ και μια σακούλα ματζούνια, άρα τίποτα! Ήδη ξοδεύαμε θερμίδες και το ισοζύγιο είχε ξεκινήσει να γίνεται αρνητικό, άρα έπρεπε να αξιοποιούμε οτιδήποτε βρίσκαμε μπροστά μας, αν δεν το κάναμε, πριν το καταλάβουμε καλά-καλά θα ήταν πολύ αργά.
Ένας χαρακτηριστικός, γνωστός και απεχθής θόρυβος δίπλα από την τέντα και μες στο σκοτάδι, μαρτυρούσε πως κάποιος συναθλητής μας είχε σοβαρό στομαχικό πρόβλημα. Σκέφτηκα πώς είμαι τυχερός που νιώθω το δικό μου στομάχι μια χαρά και αρκετά άδειο μάλιστα. Τσέκαρα το καρούλι-σκονάκι και διαπίστωσα πως συνεχίζουμε να είμαστε μιάμιση ώρα μπροστά από τον προγραμματισμό. Βγάζω το γιλέκο στα σκαλιά παραδίπλα, κάτι δεν μου αρέσει τόσες ώρες στο σακίδιο που φοράω, πολύ ντελικάτο, θαρρείς ψεύτικο και μικρό, για μια σκληρή δοκιμασία όπως το TOR. Παιδεύτηκα να βγάλω ένα ρούχο από μέσα, έπρεπε να σκορπίσω τα πάντα έξω για να πάρω αυτό που ήθελα. Τσιγκουνεύτηκα τον κόπο μου να πάρω ένα μεγαλύτερο, λες και δεν κουβαλάω σαραντάκιλα στην πλάτη κάθε τόσο, τα 300 γραμμάρια παραπάνω πόσο θα με επιβάρυναν αλήθεια? Τέλος πάντων… Στριμώχνω ξανά φύρδην-μίγδην αυτά τα δείγματα περιεχομένου και περνάω το γιλέκο στην πλάτη. Ξαναμπαίνουμε στο σκοτάδι, έχοντας γεμίσει όσο μπορούμε με τροφή και αποθέματα νερού, ένα λίτρο και κάτι όλο κι όλο, μοιρασμένο σε δυο φλασκιά στο στήθος.
Η νύχτα μαλακή αλλά όσο κέρδιζες υψόμετρο τόσο ένιωθες εκείνη τη δυσάρεστη αίσθηση κρύου να ανατριχιάζει στιγμές το κορμί, τότε ξέρεις πως έχει έρθει η ώρα. Ο ουρανός φωτιζόταν από το φεγγάρι, που τρεις μέρες νωρίτερα είχε πανσέληνο. Σκληρή ανάβαση από εδώ και πάνω, προς το Col Fenetre στα 2840, άρα 500 υψομετρική σε 3 χιλιόμετρα. Νύχτα είναι, δεν βλέπεις τίποτα, άρα δεν σε αγχώνει κιόλας. Τα φωτάκια όλο και λιγόστευαν πάνω μας αλλά και κάτω μας, είχαμε σκορπίσει πια. Βήμα στο βήμα, με τον Θωμά στο κατόπι μου, φτάσαμε πιο ανώδυνα στο διάσελο και αντικρίσαμε τον γνωστό τύμβο. Παραδίπλα ένα μικρό αντίσκηνο με ανοιχτή την πόρτα του και δύο νεαροί μέσα στους υπνόσακους τους μισοξαπλωμένοι με φακούς στο κεφάλι, έγραφαν σε ένα τεφτέρι τα νούμερα όσων περνούσαμε από εκεί. Πολυτέλεια να ρωτήσω οτιδήποτε, πολυτέλεια και να βγάλω το κινητό μου μες στα σκοτάδια για να φωτογραφίσω, χαμένος χρόνος απλά. Βουτήξαμε με τον Θωμά στον κατήφορο και κατά τη συνήθειά μου, έβγαλα τους ιμάντες των μπατόν από τους καρπούς, για λόγους ασφάλειας σε περίπτωση πτώσης!

Μόλις ξεκινούσε ο πιο απότομος κατήφορος σε όλη τη διαδρομή του αγώνα! Χωμάτινο πεδίο αλλά πολύ μεγάλες κλίσεις και δυστυχώς υπήρχαν αρκετά καγκέλια στο μονοπάτι, κάτι που σήμαινε πως αν ο προηγούμενος έριχνε άθελά του μια πέτρα στον κατήφορο, κάποιοι μπροστά του κινδύνευαν θανάσιμα. Έριξα όλη μου την προσοχή στα σωστά πατήματα, για να αποφύγω κάποιο γλίστρημα, που θα μπορούσε να αποβεί ακόμα και μοιραίο. Εδώ είχε μπει μπροστά ο Θωμάς, οπότε είχα εκείνον ως σημείο αναφοράς. Όλος ο κόσμος μου είχε συγκεντρωθεί στο επόμενο βήμα και σε κάθε ύποπτο ήχο τριγύρω (πέτρα που κατρακυλά μες στο σκοτάδι). Ο συναγερμός κράτησε για αρκετή ώρα, κατεβαίναμε και οι κλίσεις συνέχιζαν έτσι, απότομες, οι συναθλητές μας όμως δεν έδειχναν να πτοούνται από τα γκρέμια. Όταν πια ηρέμησε όλο αυτό, αναλογίστηκα πως θα αντιμετώπιζε η διοργάνωση ένα ατύχημα μέσα στα σκοτάδια. Εξαιρετικά επίπονο το να ανακαλύψεις έναν αναίσθητο άνθρωπο σε μια πλαγιά με κλίση 50 και βάλε μοιρών. Έμεινα με την απορία, ευτυχώς για όλους μας!
Στα αριστερά μας ακουγόταν νερό να κυλά πέφτοντας σε βράχια αλλά χρειάστηκαν δύο χιλιόμετρα για να στραφεί το κατηφορικό μονοπάτι προς τα εκεί και να προσπεράσουμε το ορμητικό ρυάκι με τα (επικίνδυνα) παγωμένα νερά του. Το τέλος του συναγερμού σήμανε όταν αρχίσαμε να πλαγιοδρομούμε και λίγο μετά ένα καταπληκτικό θέαμα μας θύμισε ότι πάντα θα είμαστε κοντά στον πολιτισμό σε αυτόν τον αγώνα. Τετρακόσια μέτρα χαμηλότερα μπορούσες να δεις διάσπαρτα φώτα από κάποιο χωριό. Ήταν το Rhemes-Notre-Dame, ήρεμο στον ύπνο του. Κάπου εκεί μια καρδιά χτυπούσε για τους αθλητές του TOR, ένας σταθμός με ζέστη και φαγητό περίμενε όλους εμάς.

Ήταν μεσάνυχτα όταν πατήσαμε άσφαλτο και επίπεδο μέρος, στις παρυφές του χωριού. Τα κίτρινα σημαιάκια με το φθορίζον ύφασμα, μας έδειχναν το δρόμο. Μπροστά μας δύο συναθλητές και ξοπίσω τους εμείς, τρέχαμε στον έρημο δρόμο του χωριού. Ψυχή… Κάποια αναμμένα φώτα στο βάθος και ένα πανό έδειχναν το προφανές, αυτό που ψάχναμε. Σπρώξαμε μια πόρτα και βουτήξαμε στο μαγικό κόσμο του νυχτερινού σταθμού. Σκανάρισμα στον καρπό και στρίβουμε δεξιά για το εστιατόριο. Κοντοστέκομαι και γυρίζω πίσω στον άνθρωπο της γραμματείας: «πόσοι περάσαμε μέχρι τώρα?» «Cento quattordici». «Πόσοι?» με ρώτησε ο Θωμάς. «Εκατόν δεκατέσσερις» του απάντησα. Αν υπολογίσω ότι μπήκαμε στο μονοπάτι μετά την εκκίνηση περίπου στο 300, ανεβήκαμε αρκετές θέσεις ως εδώ. Και τι με αυτό όμως? Ο Γιενς το είχε πει εξάλλου, το ίδιο κι Φράνκο (Κολέ) παλιότερα, «πήγαινε πολύ αργά στην αρχή». Εντάξει, λεπτομέρειες… «Τι έχουμε εδώ λοιπόν?» Ωραίοι εθελοντές προσπαθούσαν να μας εξυπηρετήσουν, εμάς τους 7-8 που βρισκόμασταν μέσα στη μικρή αίθουσα. Κάποιοι έμοιαζαν με θαμώνες όχι με αθλητές, βάρυναν οι άνθρωποι, ήθελαν ξεκούραση μετά από 14 ώρες! Κάτι ζεστό χρειαζόμασταν κι εμείς. Ήπιαμε τσάι και ξαναήπιαμε, βάλσαμο! Τα μοναδικά τους αλλαντικά, παρότι βράδυ τα τίμησα και έσπευσα σε μια βρύση με συνεχή ροή «Πιες, είναι πεντακάθαρο, από το βουνό» μου είπε στα αγγλικά ο εθελοντής δίπλα από τη βρύση. Μερικές φωτογραφίες στην αίθουσα, τι όμορφα που είναι εδώ, δεν θες να φύγεις. «Λοιπόν, πάμε να φύγουμε, φτάνει» μου λέει ο Θωμάς. «Κάτσε μια στιγμή, να κάνω ανάρτηση στο FB και φύγαμε!».

Σπρώχνουμε μια άλλη πόρτα και βγαίνουμε έξω. Πριν κλείσει πίσω μας, ξαναμπαίνουμε μέσα, ψόφος, πω-πω!!! Βγάζω γάντια, άλλο μπουφάν όμως δεν είχα. Ξέρω ότι έχει αυτό το διαολεμένο κρύο γιατί είμαστε στον πάτο της κοιλάδας, μόλις ανηφορίσουμε λίγο θα σπάσει. Τρέμοντας κάναμε τα πρώτα μέτρα και χαθήκαμε στο σκοτάδι, ακολουθώντας τα σημαιάκια ή μάλλον τα αντανακλαστικά που ήταν πιασμένα στον ιστό από τα σημαιάκια. Πάμε ψυχωμένα για την επόμενη ανάβασή μας, την 4η στον αγώνα, το Col Entrelor στα 3002 μέτρα, το δεύτερο ψηλότερο διάσελο της διαδρομής. Έχουμε 1300 υψομετρική σε 6 χιλιόμετρα. Μια χαρά θα το καταφέρουμε. Μια χαρά…

Μάθαμε πια μετά από τόσα ανεβοκατεβάσματα! Ανεβαίνουμε στο διάσελο, κατεβαίνουμε στην κοιλάδα και ξανά στο επόμενο διάσελο και ξανά στην επόμενη κοιλάδα και πάει λέγοντας… Το προφίλ της διαδρομής του TOR είναι ένα πριόνι με σπασμένο το μεσαίο δόντι του να λείπει, αν αυτό μπορεί να αποδώσει το τι συμβαίνει εδώ. Πήραμε μια ανάσα κι αρχίσαμε το ανέβασμα για το Εν-τρελό-ρ (Entrelor). Στην καρδιά της νύχτας λοιπόν, με κάποια ξεχασμένα πια φώτα στο σκοτάδι, εύκολα μπορούσες να τα μετρήσεις αν ήθελες πόσους ακολουθείς και πόσοι φιλοδοξούν το ίδιο με σένα. Παρότι σκοτάδι, μπορούσα να αντιληφθώ πως κάποιοι που μας έφταναν ήταν οι ίδιοι τους οποίους περνούσαμε όταν σταματούσαν για λίγο, έβλεπα και τα νούμερα στις πλάτες. Εντύπωση μου είχε κάνει ένας αθλητής με μικρό αριθμό, το 17 ένας Ιρλανδός, που υποτίθεται πως λόγω δυναμικότητας θα έπρεπε να βρίσκεται πολύ πιο μπροστά από το να κινείται εδώ και ώρες μια πίσω και την άλλη μπροστά μας. Δεν μπορεί σκέφτηκα, αυτός ο 17 κάτι έχει, κάτι δεν πάει καλά με ετούτον, αυτός λογικά έχει βαθμολογία ITRA πάνω από 750. Για την ιστορία ο καλός μας συναθλητής, ο Ιρλανδός Brian Mullins, κατάφερε και τερμάτισε σε 103 ώρες και είχε όντως ψηλή βαθμολογία, όμως οι αγώνες κερδίζονται με προσπάθεια όχι με διαπιστευτήρια.
Αυτό με τον 17 έδωσε ελπίδες σε μένα τον 95, με τους 100 πόντους πιο πίσω, αλλά και με γέμισε δέος στη σκέψη ότι κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να μου συμβεί στην πορεία. Ήδη κάτι δεν πήγαινε καλά με τον 95, είχα ένα περίεργο σύμπτωμα εξάντλησης, που μου θύμιζε αυτό με την έλλειψη οξυγόνου σε μεγάλο υψόμετρο. Ήμασταν όμως μόλις στα 2500, τι στην ευχή… Κοβόταν η ανάσα μου ή κάτι σαν αυτό και έπρεπε να σταματήσω να πάρω ανάσες και να ξαναμαζέψω δυνάμεις. Περίπου κάθε 3-4 λεπτά. Μέχρι να νυχτώσει, ώρες πριν, δεν ένιωθα τέτοιο σύμπτωμα, ήταν λοιπόν το οξυγόνο ή η κόπωση? Αφού το έπαθα μερικές φορές, κατάλαβα ότι θα έπρεπε να αποδεσμεύσω τον Θωμά, τον καθυστερούσα, έπρεπε να κάνει την κούρσα του. Ιπποτικά όμως με περίμενε κάθε φορά να συνέλθω και να συνεχίσουμε παρέα, λέγοντας «μαζί θα το πάμε, μην το σκέφτεσαι».

Η ανάβαση στο στα τελευταία 1000 μέτρα ήταν επίπονη, με τα κοφτά καγκέλια του μονοπατιού να μην μπορούν να σπάσουν την κλίση, άτσαλα φτιαγμένα θύμιζαν πιο πολύ ένα χαντάκι που έφτιαξε το νερό που κυλά στις νεροποντές παρά μια ανθρώπινη κατασκευή. Κοιτώ πάνω μου, δέος! Τα 2-3 φωτάκια των συναθλητών ήταν τόσο ψηλωμένα που λες και σκαρφαλώνουμε, όχι να περπατάμε. Σε μια από τις τελευταίες στροφές, κάποιος στην άκρη έχει σκύψει και έχει σπασμούς, ο 17, θεέ μου! «Είσαι καλά?» ρωτώ. Έκανε ένα νεύμα που με καθησύχασε, έβγαζε το στομάχι του ο άνθρωπος. Συνεχίσαμε το γολγοθά μου και λίγο πιο πάνω επιτέλους, μετά από 2:30 ώρες ανάβασης καταφέραμε να φτάσουμε στο καταραμένο Εντρελόρ στα 3002 μέτρα. Μια λάμπα-φάρος πιασμένη στον κούκο σημάδευε το διάσελο. Μια σύντομη φωτογραφία επισφράγισε το γεγονός και κάτω από ένα κατασκότεινο πια στερέωμα, κρύφτηκε και το φεγγάρι, πήραμε τον κατήφορο προς τo «Κόκκινο Νερό» (Eaux Rousses) δέκα χιλιόμετρα μακρύτερα. Πίσω από το διάσελο κάποια φλας ακόμα αναβόσβηναν, δίπλα από μια μικρή ομάδα εθελοντών, που είχαν αναλάβει το έργο εκεί.

Μπροστά μας αχανείς αλπικές πλαγιές κατηφόριζαν στην επόμενη κοιλάδα και παρότι σκοτάδι πίσσα, μπορούσες να το δεις ξεκάθαρα από τη σιλουέτα. Μακριά πολύ, φώτα από την κοιλάδα της Αόστα, με μια αχλύ να θολώνει την εικόνα, ένα απόκοσμο σκηνικό. Στο ενδιάμεσο, 3-4 φωτάκια ξέμακρα από αθλητές, λειτουργούσαν τροχιοδεικτικά για την κατεύθυνσή μας. Λίγο παρακάτω μικρή στάση να βγάλουμε ρούχο. Η νύχτα κάτω από τα 2500 ήταν πιο μαλακή και χωρίς αέρα, ήμασταν τυχεροί. Αδιάφορη η διαδρομή όμως στο κατέβασμα, ευτυχώς που την περνούσαμε νύχτα. Ατέλειωτα αλπικά χιλιόμετρα, που το μόνο που είχαν να σου προσφέρουν ήταν η θέα στον ορίζοντα, αυτή ήταν όντως μοναδική, ακόμα και τη νύχτα. Προσπαθούσα να δω στην απέναντι πλευρά της βαθειάς κοιλάδας στην οποία κατηφορίζαμε, να διακρίνω πού ακριβώς θα έπρεπε να ανέβουμε αλλά δεν διέκρινα τίποτα από μικροσκοπικά φωτάκια, τους φακούς δηλαδή των συναθλητών, ούτε καν τον οικισμό που πηγαίναμε, τόσο χωμένος ήταν στον πάτο της κοιλάδας, μόνο ένα μικρό φως, σκαλωμένο στο κενό, καταφύγιο πρέπει να ήταν.
Με κάποιες σκέψεις απολογισμού ως εκεί, αλλά και πολλή προσοχή στα βήματά μας –κάπου στα ίσια σκόνταψε άσχημα ο Θωμάς- φτάσαμε και στο Eaux Rousses, στα 85 χιλιόμετρα, στις 18:30 ώρες, με το πλεονέκτημα χρόνου να μειώνεται από τη μιάμιση στη μία ώρα, σημάδι κάμψης, το έβλεπα, δεν έτρεφα αυταπάτες. Γρήγορη στάση στα 1800 υψόμετρο, εκεί στο πουθενά μιας ακόμα κοιλάδας και μια ακόμα επανεκκίνηση για το μεγαλύτερο ανέβασμα του αγώνα, το διαβόητο Col Losson!
Οι κοιλάδες στο TOR, είναι το πιο δημοφιλές σημείο για εγκατάλειψη ή μάλλον για απόσυρση όσων έχουν κατ’ ουσία ήδη εγκαταλείψει στα διάσελα, απλά ψάχνουν να φτάσουν κάπως σε σημείο με οδική πρόσβαση. Ξεπερνούν σε αριθμούς εγκαταλείψεων ακόμα και τους κεντρικούς σταθμούς, όπου υποτίθεται, κάποιος το σκέφτεται διπλά να συνεχίσει. Φαντάζομαι πως αν έλειπαν και τα ελικόπτερα που στις Άλπεις πετάνε για ψύλλου πήδημα, τα ποσοστά εγκαταλείψεων στις κοιλάδες θα ήταν πολύ μεγαλύτερα. Από τα τρία τέτοια χαρακτηριστικά σημεία στο TOR, το ένα ήταν αυτό που είχαμε μόλις φτάσει και ένα δεύτερο το αμέσως προηγούμενο και να σκεφτεί κανείς ότι σε αυτά τα δύο σημεία μετά βίας έχεις κάνει το πρώτο ένα τέταρτο του αγώνα! Μόνο σε αυτά τα δύο σημεία φέτος, είχαμε το 20% των συνολικών εγκαταλείψεων. Αυτοί οι δευτερεύοντες σταθμοί «καταπίνουν» εκείνους που δεν έχουν το φυσικό ή ψυχικό σθένος, εκείνους που δεν ήξεραν τι θα αντιμετώπιζαν σε αυτόν τον αγώνα! Βασικά, σε τέτοια μέρη τα μεγέθη τριγύρω σου είναι κολοσσιαία, σε καταβάλουν, σηκώνεις τη λευκή σημαία μπροστά στην υπεροχή του αντιπάλου.

Βλέπω και ξαναβλέπω το μουσαμαδένιο καρούλι-σκονάκι μας, μήπως και λάθεψε το βλέμμα στο σκοτάδι, δεν μπορώ να πιστέψω ότι η επόμενη ανηφόρα μας είναι 13 ολόκληρα χιλιόμετρα, για μόλις 1800 ανάβαση. Θυμήθηκα όμως πως ο καλός φίλος Πέτρος που είχε αγωνιστεί εδώ πέρυσι, μου ανέφερε ότι το μονοπάτι για το Λοσόν είναι βατό, κάτι σήμαινε αυτό και για τις κλίσεις που θα συναντούσαμε. Από τους υπολογισμούς, το Εντρελόρ έχει δείκτη ανάβασης 215 ενώ το Λοσόν μόλις 135, αυτό εξηγεί πολλά. Τώρα πια είμαστε μόνοι με τον Θωμά, πουθενά κάποιο φως, είμαστε όμως μέσα σε δάσος και η ορατότητα μειώνεται. Αφού ανεβήκαμε κανένα μισάωρο, ο Θωμάς μου λέει πως νύσταξε και αν δεν πείραζε να ξαπλώναμε στο μονοπάτι για 2-3 λεπτά, να συνέλθει. Δεν με χαλούσε καθόλου η ιδέα, ήταν πια 5 τα ξημερώματα και σίγουρα θα ήταν κέρδος, αρκεί να έκλειναν τα μάτια μας αυτό το τρίλεπτο. Βρήκαμε κάτι που να μοιάζει βολικό και ξαπλώσαμε, όμως τα 3 λεπτά κύλησαν γρήγορα, με δύο συναθλητές να μας προσπερνούν ξαπλωμένους. «Πάμε δεν έχει χαΐρι, τζάμπα χάνουμε χρόνο, δεν πρόκειται να κοιμηθούμε, κάθε φορά που πέφτω στο πουθενά να κοιμηθώ, δεν κλείνω μάτι ούτε δευτερόλεπτο».
Λίγο πιο πάνω, στα 5 χιλιόμετρα από το «Κόκκινο Νερό», προσπεράσαμε ένα πέτρινο καλύβι με μια βρύση απέξω, έμοιαζε με καταφύγιο αλλά ήταν πολύ μικρό ταυτόχρονα. Είχε πάρει πια να χαράζει, πρέπει να ήταν 6 το πρωί. Σκέφτηκα πως αυτό το φως μέσα στο καλύβι ήταν εκείνο το περίεργο στατικό φως που έβλεπα κάτι ώρες πριν από την απέναντι πλευρά της κοιλάδας και το είχα εκτιμήσει ως καταφύγιο. Κοίταξα στα κλεφτά μέσα και πήγα κατευθείαν στη βρύση, από συνήθεια πηγαίνω πάντα στις βρύσες, ακόμα κι όταν έχει παγωνιά και δεν διψάω. Κάτι σαν το φως από τις λάμπες που τραβά τα έντομα πάνω του. Μια ανανέωση νερού στα φλασκιά μου σίγουρα θα ήταν καλή κίνηση, το νερό όταν εφάπτεται με το σώμα έστω και με τη μεσολάβηση κάποιου στρώματος από ύφασμα, πάντα ανεβάζει θερμοκρασία και δεν ξεδιψά στο τέλος. Βασικό μέλημα λοιπόν σε έναν αγώνα με φυσιολογικές θερμοκρασίες ατμόσφαιρας, είναι να πίνουμε δροσερό νερό, αυτό είναι μια από τις δέκα εντολές μου.

Μπήκαμε σε μια αλπική, παγετωνική κοιλάδα με σχήμα U, απόδειξη της προέλευσής της, όπου ένα ορμητικό μικρό ποτάμι κατηφόριζε με βοή. Ήταν ο πρώτος φυσικός ήχος εδώ και πολλές ώρες για εμάς. Τριγύρω όλα φώτιζαν σταδιακά, το μονοπάτι άρχισε να φαίνεται κι ο φακός έμοιαζε περιττός πια. Περπατούσαμε σιωπηλοί εδώ και ώρες, κανένας από τους δυο μας δεν είχε όρεξη να μιλήσει, η κρίσιμη ώρα της μετάβασης από το σκοτάδι στο φως δεν είχε περάσει ακόμα, το βιολογικό ρολόι δεν έκανε τικ-τακ, ξεκουρδίστηκε. Μετά από μια μακριά τραβέρσα μπήκαμε σε κάποια ήπια καγκέλια του μονοπατιού και να, κάποιοι φάνηκαν πίσω μας! Μια κοπέλα κι ένα νεαρό παλικάρι πήγαιναν παρέα δυναμικά. Τους κοίταξα με προσοχή περίσσια –τι μ’ ένοιαζε τάχα- και σκέφτηκα πως ο νεαρός ήταν pacer και την πήγαινε σκόπιμα με γρήγορο ρυθμό. Ε και? Αμέσως μετά σκέφτηκα ότι όλα αυτά στο κεφάλι μου είναι ασύνδετες σκέψεις, πρέπει να με έπιασε ήδη η κούραση, η σκέψη μου άρχισε να θολώνει, το δίχως άλλο!
Περάσαμε τη ρεματιά απέναντι και γύρισα στη μεριά της δύσης. Η κορυφογραμμή στο βάθος φωτιζόταν από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, εμείς όμως ήμασταν στην ανήλια αγκαλιά του βουνού και όπως λογάριασα, ήλιο θα βλέπαμε μόνο στην κορυφή από το διάσελο, κουράγιο λοιπόν. Πολύς ο δρόμος ακόμα για το διάσελο του Λοσόν και τα φώτα από τους φακούς έσβησαν ήδη, δεν μπορώ να ξέρω πώς ακριβώς ανεβαίνουμε και πού, εικασίες μόνο, μια και τα ζιγκ-ζαγκ του μονοπατιού ταξίδευαν πολύ κάθε φορά, έμοιαζε εντελώς φλύαρο όλο αυτό, θα μπορούσε να είναι πιο κοφτές οι στροφές και πιο μεγάλη η κλίση. Βλέπω κάποιος κόβει μια στροφή έχοντας αντιληφθεί από εμάς πώς πάει το μονοπάτι. Μαζευτήκαμε ξαφνικά 7-8 αθλητές μέσα σε 200 μέτρα και κάθε τόσο κάποιος μας προσπερνούσε, για να τον περάσουμε λίγο πιο πάνω. Μια εμείς σταματούσαμε, ένα ρούχο να βγάλουμε, μια οι άλλοι. Όσοι δεν έκαναν παρόμοιες σκέψεις, απομακρύνονταν σταδιακά, κερδίζοντας έδαφος.

Ο Θωμάς είναι μπροστά τώρα και δίνει ρυθμό, βλέπω όμως ότι σαν να παραπατά κάθε τόσο, δεν λέω όμως τίποτα, μέχρι που μου εξομολογείται σπάζοντας τη σιωπή, ότι νυστάζει άσχημα, του έρχεται να πέσει κάτω από τη νύστα. «Αν δεις κάποιο καλό σημείο να ισιώνει, πες να ξαπλώσω λίγο, δεν αντέχω άλλο» μου λέει. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο ενώ ένας κρύος αέρας κατηφορίζει την πλαγιά και σε θερίζει, πού να τολμήσεις να σταθείς. «Πες κάτι μήπως και ξυπνήσω» μου ξαναλέει. «Κι εγώ ρε φίλε σουρωμένος είμαι, δεν μου βγαίνει να μιλήσω» απαντώ. «Πάμε τότε, κουράγιο, θα περάσει, πού θα πάει…». Άραγε πώς να έβγαλε τη νύχτα η Ασημίνα? Δεν έχω και σήμα εδώ, για να ανοίξω το τηλέφωνο να δω. Δεν έχει ανάγκη από τη νύχτα και τη νύστα η Ασημίνα, θηρίο αϋπνίας είναι. Μόνο το γόνατό της σκέφτομαι, που έχει εκείνο το πρόβλημα με το χιαστό. Κάπως θα τα κατάφερε, είμαι σίγουρος…
Ο ορίζοντας από πάνω μας όλο και πλησιάζει πιο κοντά, βλέπω περισσότερο ουρανό. Μια τραβέρσα με λίγα απότομα βήματα σε σπασμένη άσπρη και μαύρη πέτρα και να, εκεί μπροστά στα διακόσια μέτρα βλέπω έναν αθλητή που βγαίνει στο γαλάζιο. «Φτάσαμε Θωμά, ξύπνα!» Ευτυχώς εκείνο το κακό με τον αέρα που δεν μου έφτανε στο Εντρελόρ, σαν να συμμαζεύτηκε εδώ παρότι πιο μεγάλο το υψόμετρο, «η εξάντληση θα ήταν» σκέφτηκα και έσφιξα τα δόντια για τα τελευταία βήματα προς το καταραμένο διάσελο!

Ήλιος!!! Ναι, βγήκαμε επιτέλους. Ένα σημαιάκι TOR λιαζόταν αμέριμνο και σειότανε στην πρωινή ανάσα στον πλανήτη Γη, στην από ‘κει μεριά του κόσμου μας, σφηνωμένο πάνω στην ξερολιθιά του τύμβου. Ανοίξαμε την πόρτα της μέρας, μπήκαμε και πάλι στη ζωή. Το ρολόι σημάδευε τις 23 ώρες. Σφίξαμε τα γαντωμένα χέρια μας με το Θωμά, ήταν μια επιτυχία ότι ξυπνήσαμε επιτέλους, αφυπνιστήκαμε από το στόχο. Ο ήλιος μας τύφλωσε από απέναντι καλημερίζοντάς μας. Ώστε αυτό είναι το διαβόητο Λοσόν… Το έβλεπα σε φωτογραφίες και βίντεο τόσο καιρό, μελετώντας τη διαδρομή του αγώνα. Εδώ στέκονταν περιχαρείς ένα σωρό αθλητές και ρουφούσαν ανακούφιση στη θέα των κορυφογραμμών απέναντι. Έφτασες στο Λοσόν? Είσαι σε καλό δρόμο!
«Πάμε φίλε, μην αργούμε άλλο» φωνάζει ο Θωμάς από λίγο παρακάτω. Τώρα ναι, κατήφορος αλλά και ήλιος –ειδικά αυτός- είναι σοβαρά κίνητρα για να πας γρήγορα! Στο ξεκίνημα από το διάσελο, μας προλαβαίνει ένας ακόμα αθλητής, που μου έκανε εντύπωση το όνομά του, DUSKO έγραφε κάτω από τον αριθμό 108 και ναι ήταν Βαλκάνιος! Επιτέλους, ένας ακόμα αθλητής από τη γειτονιά μας, ο Σέρβος-αδερφός της ιστορίας. Ο Ντούσκο ήταν ιδιαίτερα ευγενικός, μας καλημέρισε και παραμέρισε να μπούμε πρώτοι στον κατήφορο. Μπήκαμε μαζί στο πρώτο απόκρημνο κομμάτι του μονοπατιού και προσπεράσαμε στα πρώτα μέτρα ένα «κουτί-καλύβα» κάτι σαν κοντέινερ έκτακτης ανάγκης, όπου δυο εθελοντές είχαν να μας προσφέρουν αναψυκτικό σε ποσότητες μεταλαβιάς! Ο ήλιος θαρρείς έψηνε ήδη τον τόπο τριγύρω κι ας ήταν ακόμα 9 το πρωί. Το θάμπος του θόλωνε την εικόνα μπροστά μου, όμως ήμουν σε θέση ισχύος, ελέγχοντας τα επόμενά μας χιλιόμετρα και μια πλαγιά που έσβηνε σε ένα υψίπεδο στα 2600 υψόμετρο.

Μόλις έστρωσε κάπως η κλίση, παραμέρισα για να ξεφορτωθώ τη μακρυμάνικη μπλούζα μου, είχα αρχίσει να φουντώνω από τη ζέστη. Ο Ντούσκο σταμάτησε κι αυτός βλέποντάς με, φορούσε μακρύ παντελόνι για το κρύο της νύχτας. Του συστήθηκα και ανταλλάξαμε μια σφιχτή χειραψία, κάτι με έκανε να νιώθω πιο κοντά σε αυτόν τον άνθρωπο. Η μέθη της αϋπνίας με ταξίδεψε αστραπιαία πίσω σε παλιότερες εποχές, όπου βρήκα ξανά τους αδερφικούς δεσμούς με τους Σέρβους και σε λίγο όλα είχαν γίνει ένα στο μίξερ του μυαλού μου, ορθοδοξία, μπάσκετ, βομβαρδισμοί, Σέρβοι τουρίστες αλλά κι εκείνο το μισοάδειο φλασκί που χοροπηδούσε στο τσεπάκι και μ ενοχλούσε, άραγε θα βρω από εδώ μεριά κανένα ρυάκι ή θα πιούμε το εμφιαλωμένο ξέπλυμα στον επόμενο σταθμό?
Ο Θωμάς έτρεχε μπροστά, ατμομηχανή και το πέτρινο χτίσμα ξεπρόβαλε εκεί στην ανατολή, ναι ήταν το καταφύγιο «Βιτόριο Σέλα». Αξιοθαύμαστη η αντοχή μας μετά από σχεδόν ένα 24ωρο, δεν το πίστευα ούτε εγώ ο ίδιος. Είχαμε ήδη συμπληρώσει 100 χιλιόμετρα απόστασης, 8300 μέτρα ανάβασης και τρέχαμε αβίαστα. Στην αυλή του καταφυγίου, ο ήλιος είχε λιώσει τον «πάγο» της νύχτας και οι εθελοντές ήταν ευδιάθετοι, τι τραβάνε κι αυτοί, σκέφτηκα. Κάτι στα γρήγορα και λίγη κουβέντα «Ισπανοί είστε», «όχι Έλληνες», «Α, Έλληνες, ωραία, μπράβο σας!» «Έχει σήμα για τηλέφωνο εδώ?» «Όχι αλλά λίγο πιο πέρα ναι». Φεύγουμε…

Σε μια μικρή στάση για να βγάλουμε κι άλλα ρούχα, ανοίγω το κινητό μήπως και έχω σήμα. Ναι, έχω! Καλώ την Ασημίνα, να δω πού βρίσκεται, πώς έβγαλε τη νύχτα. Τίποτα, εκτός δικτύου λέει. Στο Live του αγώνα, την βλέπω να έχει περάσει στις 21 ώρες το “Eaux Rousses” μόλις 2:30 ώρες πίσω μας, εξαιρετικά, φοβάμαι όμως για τις ανηφόρες του Λοσόν, θα την κουράσουν, πάει γρήγορα! Στο μεταξύ, ο Θωμάς μπροστά έχει πάρει φωτιά, κατεβαίνει σαν το κατσίκι, είναι ξεκάθαρο ότι είναι σε εξαιρετική φόρμα. Προσπαθώ να τον ακολουθήσω, οι κατήφοροι δεν είναι το καλύτερό μου αλλά μήπως και στους τελευταίους ανήφορους , δεν τα χρειάστηκα? Πεζοπόροι ανηφορίζουν προς το Sella και μας ενθαρρύνουν “bravi, bravi”, χειροκροτήματα, χαμόγελα, θαυμασμός. Οι κατήφοροι αποκτούν καγκέλια, σημάδι ότι χάνουμε ύψος με γοργούς ρυθμούς, μπαίνουμε στο δάσος από την αλπική ζώνη και κάποια στιγμή στο βάθος χαμηλά ξεπροβάλλει η εικόνα χωριού. «Άντε, φτάνουμε στο Κόνιε» σκέφτομαι, ο δεύτερος κεντρικός σταθμός μας. Κοιλάδα, ποτάμι, γέφυρα, χωριό απέναντι, συναθλητές που έρχονται λίγο παραπίσω. «Τι όμορφο χωριό το Κόνιε!» χαζεύω, σαν παραμύθι είναι!
Περνώντας τη γέφυρα, τα αχνά σημάδια στην άσφαλτο πλέον, μας στέλνουν να φύγουμε από το χωριό, όχι να μπούμε μέσα. «Ε, κάπου λίγο παραέξω θα είναι» σκέφτομαι και ο Θωμάς με κοιτά και προσπαθεί να διακρίνει κάτι στο βάθος του δρόμου. Μπερδεύομαι προς στιγμή, κάτι δεν μου αρέσει εδώ! «Κάτσε Θωμά, θα πάρω ένα τηλέφωνο τον Θανάση να μας πει». Ο Θανάσης, μετά το Βαλγκρισάνς στο 50 θα μας περίμενε εδώ, στον δεύτερο κεντρικό σταθμό. Απαντά στην άλλη άκρη της γραμμής, ενώ ο Θωμάς ακολουθεί κάποιους συναθλητές που δηλώνουν ότι ξέρουν. Εγώ περπατώ μια προς τη μία κατεύθυνση και μια προς την άλλη, κάνοντας μεταβολή, δυο και τρεις φορές. Είναι φανερό πως δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη με την περιγραφή του καλού μας φίλου από το τηλέφωνο. Σημαιάκια σχεδόν δεν υπάρχουν, ούτε και μπογιά στην άσφαλτο.
Σ αυτό το αναπάντεχο πήγαινε-έλα χάνω το Θωμά, που έχει φύγει μπροστά και βλέπω κάποιους συναθλητές ακόμα να καταφθάνουν πίσω μου και να στέκονται κι αυτοί προβληματισμένοι. Ένα ζευγάρι εθελοντών, ηλικιωμένοι, έχουν μόλις φτάσει και κρατάνε μια αρμαθιά σημαιάκια. «Μας τα κλέβουν» μου δηλώνουν απολογητικά και προσπαθούν να διορθώσουν την άβολη κατάσταση τους καρφώνοντας μερικά ενώ βλέπω πως ψεκάζουν με πράσινο σπρέι το TOR πάνω στην άσφαλτο, με κάτι βελάκια για κατεύθυνση. «Δίκιο είχα που μπερδεύτηκα» σκέφτομαι αλλά κι αυτοί μπράβο τους, ήρθαν έγκαιρα.

Τελικά, το χωριό που πίστευα πως ήταν το Κόνιε, δεν ήταν, δεν υπήρχε όμως και ταμπέλα να γράφει πώς λέγεται, ούτε και κάποια σημάδια στην έξοδο του μονοπατιού στο δημόσιο δρόμο σε κατεύθυναν προς το Κόνιε! Έπρεπε να τρέξουμε τρία χιλιόμετρα ακόμα πάνω στην άσφαλτο για να φτάσουμε εκεί. Και ναι, με τα πολλά βρέθηκα στο σωστό Κόνιε που ξεπρόβαλε στο βάθος μιας πεδιάδας που σχηματιζόταν στην ανοιχτή κοιλάδα. Μεγάλο φάνταζε σε έκταση και ήταν μεγάλο, μια κανονική κωμόπολη, με δρόμους, όμορφα μαγαζιά, καφέ και κρήνες (δημόσιες βρύσες) με παγωμένο, ολόφρεσκο νερό!
Ένιωσα οικεία και πάλι, κάπως με ξένιζε όμως όλο αυτό, το μυαλό δεν μπορούσε να αφομοιώσει καλά ότι βρίσκομαι ανάμεσα σε δρόμους και αυτοκίνητα, αυτά τα λίγα έστω που κυκλοφορούσαν μέσα στην πολίχνη. Παράξενη αίσθηση, απαρχές μιας πνευματικής νάρκωσης που προκάλεσε η αϋπνία και που τις επόμενες ώρες θα τη ζούσα πολύ πιο έντονα. Έστριψα δεξιά κι αριστερά, με τα σωτήρια κίτρινα σημαιάκια να μου κλείνουν το μάτι εκεί που έχανα την ελπίδα. Επιτέλους ο Σταθμός! Εκεί με περίμενε ο Θανάσης με μια αγκαλιά «Μπράβο ρε συ, το πήγες πολύ καλά», «πού είναι ο Θωμάς?» «Να εκεί στην τέντα, ήρθε πριν από ένα τέταρτο, πήγαινε να πάρεις το σάκο και να σε τσεκάρουν, θα σε περιμένω εδώ». Το ρολόι έγραφε 25:34 κι ήμουν καλά, παρότι εκνευρισμένος από το συμβάν με τη διαδρομή. Πήδηξα τα δυο-τρία σκαλιά που με χώριζαν και βρέθηκα μπροστά σε μια μεγάλη σκηνή εκστρατείας, παραμέρισα τον μουσαμά της εισόδου στην άκρη και μπήκα μέσα ευδιάθετος.
«Ciao ragazzi!» χαιρέτησα με αέρα αισιοδοξίας κι άπλωσα τον καρπό με το βραχιολάκι προς το μέρος τους!
Συνεχίζεται…