«Από τις 13 έως τις 20 Ιουλίου 1985, ο Αυστριακός Robert Schauer και εγώ (Wojciech Kurtyka) από την Πολωνία ανεβήκαμε από την παρθένα (virgin) δυτική όψη του Gasherbrum IV (7925) στην κορυφή του τείχους, αν και δεν φτάσαμε στην ίδια την κορυφή. Η κατάβαση ολοκληρώθηκε από τις 20 έως τις 23 Ιουλίου μέσω της βόρειας κορυφογραμμής. Η ορθοπλαγιά ύψους 2.500 μέτρων έχει ονομαστεί «Λαμπερός Τοίχος» και έχει αποκτήσει τη φήμη ότι είναι μια από τις πιο όμορφες και προκλητικές ορθοπλαγιές βουνών στον κόσμο…»
Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί διαβάζοντας την παραπάνω τυπική αράδα προτάσεων στην απολογιστική αναφορά ενός ορειβάτη, τι κρύβεται πίσω της! Η παγκόσμια ιστορία της ορειβασίας τον τελευταίο τουλάχιστον έναν αιώνα, έχει κρυφές σελίδες που αφήνουν άφωνο τον αναγνώστη της. Όπως γίνεται συνήθως, η δόξα κλέβεται -άθελα αρκετές φορές- από αυτό που λαμπυρίζει, όπως ο «Λαμπερός Τοίχος» (Shining Wall) της ιστορίας αυτής του 1985. Άθελά τους και σε αυτήν την περίπτωση, οι δύο πρωταγωνιστές της, αυτοί που έγραψαν μια σελίδα ιστορίας, επέζησαν μιας πρωτοφανούς περιπέτειας και επιστρέφοντας αφηγήθηκαν τι ήταν όλο αυτό, που οδήγησε στη συνέχεια πολλούς να αναγνωρίσουν το γεγονός ως μία από τις πιο λαμπρές σελίδες στην παγκόσμια ορειβασία! Η διαδρομή των Kurtyka και Schauer στο Gasherbrum IV το 1985, περιεγράφηκε αργότερα από το περιοδικό “Climbing” ως «ένα από τα μεγαλύτερα ορειβατικά επιτεύγματα του εικοστού αιώνα».
Το πιο σπουδαίο επίτευγμα ενός ορειβάτη είναι να γυρίσει πίσω ζωντανός, ειδικά σε περιπτώσεις όπου οι συνθήκες γενικά θα θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του. Στα Ιμαλάια υπάρχουν πολλοί λόγοι που μπορούν να το πετύχουν αυτό και είναι αμέτρητες οι περιπτώσεις σπουδαίων ορειβατών και τεράστιων επιτευγμάτων, που δυστυχώς έμειναν με την πικρία και τη θλίψη της απώλειάς τους, πριν καταφέρουν να επιστρέψουν ασφαλείς στη βάση του βουνού και να μοιραστούν τη χαρά της επιτυχίας τους. Στην περίπτωση της αλπικής ανάβασης του 1985 στο μαγευτικό αλλά και αδυσώπητο Gasherbrum IV, εκείνο που έκανε τη διαφορά ήταν το γεγονός ότι ενώ δεν πάτησαν οι δύο σύντροφοι την κορυφή, έφτασαν ζωντανοί πίσω και όλο αυτό θεωρήθηκε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της σύγχρονης ορειβασίας!
Ο 38χρονος τότε Wojciech (Voytek) Kurtyka, ήταν εκπρόσωπος μιας λαμπρής γενιάς Πολωνών ορειβατών που έδρεψαν πρωτιές και δάφνες στα Ιμαλάια, ενεργός στις μεγάλες οροσειρές από τα 25 του, είχε τεράστια εμπειρία, με πρώτες αναβάσεις μεγάλων ορθοπλαγιών, όπως και χειμερινές στα Ιμαλάια. Η γενιά του στην κομμουνιστική τότε Πολωνία, στερούταν να πάντα από ορειβατικό εξοπλισμό. Η βιογράφος του Bernadette McDonald, αναφέρει για την γενιά των Πολωνών ορειβατών του ’70 και του ’80, ότι «έμοιαζαν με ζητιάνους», για να την συμπληρώσει ο Voytek «…σαν να είχαμε δραπετεύσει από τα γκούλαγκ…». Ο ορειβατικός εξοπλισμός ήταν ανύπαρκτος για αυτούς, έπρεπε να κατασκευάσουν μόνοι τους τα πάντα, από ένα αντίσκηνο κι έναν υπνόσακο, μέχρι τον αναρριχητικό τους εξοπλισμό.
Ο Kurtyka, παρότι ένα mountain beast, ήταν την ίδια στιγμή και ένας ποιητής «Δεν σκαρφάλωνα. Απλά κοιτούσα τα βουνά και τα θαύμαζα. Ένιωθα σαν να είναι ζωντανά κι εγώ ήμουν ένα κομμάτι τους. Ένιωθα να είμαι στον τόπο μου. Περίμενα από εκείνα να μου ανταποκριθούν και ήμουν σχεδόν απογοητευμένος που δεν έπαιρνα ένα σινιάλο».
Ο Robert Schauer γεννημένος τη χρονιά που κατακτήθηκε το Έβερεστ (1953) πέρασε μια μεγάλη περιπέτεια υγείας στα παιδικά του χρόνια (χρόνια βρογχίτιδα), που τον οδήγησε να νοσηλευτεί για μήνες σε σανατόριο. Εκεί, πέρασε το χρόνο του διαβάζοντας βιβλία ορειβασίας και εξερεύνησης. Τα επόμενα χρόνια, στη πρώτη νιότη του, ξεκίνησε την ορειβασία ο ίδιος. Αργότερα παράτησε τις σπουδές του ως γιατρός για να ασχοληθεί επαγγελματικά με την ορειβασία. Από τα 21 του βρέθηκε στα Ιμαλάια και γρήγορα ανέβηκε κορυφές όπως το Gasherbrum-I, Nanga Parbat, Kun, Everest, Makalu, Broad Peak. Στη συνέχεια δημιούργησε μια εταιρεία κινηματογράφησης ορειβατικών αποστολών.
Όσο για το ίδιο το Gasherbrum-IV, αυτό πατήθηκε για πρώτη φορά το 1958 από τους Ιταλούς Walter Bonatti και Carlo Mauri, από την ΒΑ κόψη, μια διαδρομή σαφώς ευκολότερη της Δυτικής ορθοπλαγιάς που επιχειρήθηκε το 1985. Αν θεωρήσουμε ως ανεπιτυχή την ανάβαση Kurtyka-Schauer, η αμέσως επόμενη επιτυχημένη ανάβαση του G-IV ήταν ένα χρόνο μετά (1986) από την ΒΔ κόψη, από Αμερικάνικη αποστολή. Ο φοβερός Δυτικός τοίχος τελικά νικήθηκε το 1997 από μια Κοεράτικη αποστολή. Συνολικά 9 είναι οι ορειβάτες που έχουν πατήσει ακριβώς στην κορυφή του βουνού μέχρι σήμερα (2024), συμπεριλαμβάνοντας και τους δύο πρώτους Ιταλούς του 1958. Αρκετοί είναι εκείνοι που σκοτώθηκαν στην προσπάθειά τους να το αναρριχηθούν και φυσικά καμία εταιρία αναβάσεων δεν διοργανώνει εμπορικές αποστολές στο συγκεκριμένο βουνό, γιατί εκτός από εξαιρετικά δύσκολο (τεχνικό), δεν είναι και ψηλότερο από 8000 μέτρα!

Το σύμπλεγμα των κορυφών του Gasherbrum βρίσκεται στο ΒΑ άκρο του παγετώνα Baltoro στην οροσειρά του Karakoram, στα Σινο-πακιστανικά σύνορα, στην επαρχία Gilgit-Baltistan του Πακιστάν. Περιλαμβάνει τρεις από τις 14 οχτάρες κορυφές του πλανήτη, το Gasherbrum I (8080), το Broad Peak (8047) και το Gasherbrum II (8035). Μια μικρή ιστορία κρύβεται πίσω από το σύμπλεγμα των κορυφών του συμπλέγματος, ανάμεσά τους και το αποκαλούμενο «φοβερό βουνό» το διαβόητο Κ2. Αφορά την ονοματοδοσία αυτών των κορυφών και γυρνά πίσω στα μέσα του 19ου αιώνα. Το 1856, ο Thomas George Montgomerie, μέλος της Μεγάλης Τριγωνομετρικής Αποστολής της Ινδίας (1802-1871) που χαρτογραφούσε την οροσειρά, βλέποντας από απόσταση 200 χιλιομέτρων τις κορυφές της οροσειράς, έδωσε τον κωδικό «Κ» στις πέντε προφανέστερες (ψηλότερες) από αυτές και έτσι δημιουργήθηκαν οι ανώνυμες κορυφές Κ1, Κ2, Κ3, Κ4 και Κ5.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι τέσσερις από αυτές πήραν κάποιο όνομα, ανώνυμη παρέμεινε μόνο η κορυφή με τον κωδικό Κ2, η οποία είναι η δεύτερη ψηλότερη κορυφή-βουνό του πλανήτη, με ύψος 8611 μέτρα. Έτσι σήμερα, η Κ1 είναι γνωστή ως Masherbrum, η Κ4 είναι η Gasherbrum II, και η Κ5 το Gasherbrum I. H Κ3 είναι το Gasherbrum IV, ένα υπέροχο βουνό στα 7925 μέτρα και είναι η κορυφή που κυριαρχεί στο οπτικό πεδίο εκείνων που κατευθύνονται στην Κατασκήνωση Βάσης του Κ2. Η ονομασία «Λαμπερός Τοίχος» (Shining Wall) που αποδίδεται στην δυτική του όψη, αυτήν που επιχείρησε το δίδυμο Kurtyka-Schauer το 1985, προέρχεται από τη λάμψη του απογευματινού ήλιου πάνω στη βράχινη ορθοπλαγιά των 2500 μέτρων. Όμως στην τοπική γλώσσα των Balti, Gasherbrum σημαίνει «Όμορφο Βουνό» (Rgasha+Brum).
«Με υψόμετρο στα 7925 μέτρα, το Gaserbrum IV, είναι λίγο πιο κάτω από τον μαγικό αριθμό 8000 που προσελκύει τους συλλέκτες των 14 βουνών των 8000 μέτρων του κόσμου, όπου σταθερά σχοινιά μπορεί να απλώνονται για αποστάσεις χιλιομέτρων, όπου χιλιάδες πόδια έχουν πατήσει τις πλαγιές και όπου πεταμένες φιάλες οξυγόνου μερικές φορές σηματοδοτούν το χιόνι . Και μέσα στην καθιερωμένη παράδοση της συλλογής κορυφών από τις κανονικές (normal) διαδρομές, η τεκμηρίωση της απόδειξης για την ανάβαση μιας κορυφής γίνεται πρωταρχικής σημασίας, καθώς δεν υπάρχει μέτρηση για την πνευματική εμπειρία», γράφει η Katie Ives στο περιοδικό Alpinist, επικαλούμενη την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσεται σε βουνά όπως το G-IV με τους ορειβάτες που επιχειρούν εκεί.

Όπως διαβάζουμε στην αναφορά του ExplorersWeb για την αποστολή του 1985, Το ζευγάρι των Kurtyka-Schauer, σκαρφάλωσε σε πολύ μεγάλης δυσκολίας πεδία, με τουλάχιστον τρία τμήματα πάνω από τον βαθμό V, σε λείο ή και σαθρό παράλληλα βράχο. Γνώριζαν ότι τα περισσότερα από τα ρελέ τους δεν άντεχαν σε πτώση (ο σάπιος βράχος δεν κρατούσε τις ασφάλειες). Για έξι ατέλειωτες μέρες, προχωρούσαν όλο και πιο μακριά, πέρα από κάθε σημείο επιστροφής. Τα μπιβουάκ (διανυκτερεύσεις ανάγκης) σε μικροσκοπικές προεξοχές χωρίς τους κατάλληλους υπνόσακους, τους έδιναν ανεπαρκή ανάπαυση μετά από εξαντλητικές μέρες, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Κάθε πρωί, απλώς συνέχιζαν στην ορθοπλαγιά χωρίς να ξέρουν πραγματικά αν θα έφταναν σε ένα αξεπέραστο όριο. Παρ’ όλα αυτά, τα κατάφεραν στα πεδία χιονιού ανάμεσα στο βράχο, που συνάντησαν ψηλότερα. Και μετά, άρχισε να χιονίζει…
Στα 7.800 μέτρα, χωρίς να έχει απομείνει αρκετός εξοπλισμός για να επιστρέψουν με καταρρίχηση (rapel) στην ορθοπλαγιά, η υποχώρηση απλά έπαψε να είναι επιλογή. Όμως, μέσα στη θύελλα και τους σφοδρούς ανέμους, δεν υπήρξε ούτε και πρόοδος. Έτσι απλά έμειναν καθηλωμένοι στη θέση τους, περιμένοντας να κοπάσει η καταιγίδα. Δύο μέρες αργότερα, δεν είχαν ακόμη μετακινηθεί.
Χωρίς καύσιμα, δεν μπορούσαν να λιώσουν το χιόνι για νερό και δεν είχαν ούτε και τροφή! Ένας Σάουερ με παραισθήσεις, πίστευε ότι υπήρχε και ένα τρίτο μέλος της ομάδας, αποφασισμένο να τους σκοτώσει σπρώχνοντάς τους στο κενό! Ο Αυστριακός ορειβάτης θυμήθηκε αργότερα ότι είδε τον εαυτό του να μεταμορφώνεται σε κοράκι, κοιτάζοντας το πτώμα του από ψηλά. Ο ίδιος ο Kurtyka μπήκε και βγήκε στη συνείδησή του. Όσο ήταν ξύπνιος, εστίασε στον επικείμενο θάνατό του, τον οποίο και αποδέχτηκε με αξιοπρέπεια και ψυχραιμία.
Ωστόσο, έπρεπε να προσπαθήσουν να φτάσουν στην κορυφογραμμή. Τελικά, τα σύννεφα καθάρισαν, δίνοντας τη θέση τους σε μια έναστρη νύχτα και ένα ηλιόλουστο πρωινό στη συνέχεια. Το να κινήσουν τα σχεδόν παγωμένα άκρα τους ήταν δύσκολο και ήταν ακόμη πιο δύσκολο να προχωρήσουν μέσα από το χιόνι, που τους έφτανε ως τη μέση. Με κάποιο τρόπο, κατάφεραν να πιάσουν την κορυφογραμμή και έφτασαν σε αυτό που αργότερα συνειδητοποίησαν ότι ήταν η βόρεια κορυφή.
Ήταν αργά το απόγευμα και η κύρια κορυφή βρισκόταν περίπου 25 μέτρα πάνω. Αλλά δεν σκέφτηκαν καν να πάνε προς τα εκεί και απλά άρχισαν να καταρριχώνται. Υπήρχε ένας ανελέητα μακρύς δρόμος για δύο εξαντλημένα πλάσματα που μετά βίας μπορούσαν να κινηθούν. Η κατάβαση θα τους έπαιρνε άλλες τρεις μέρες!
Στα μισά του δρόμου, οι παραισθήσεις τους κυρίευσαν και τους δύο: ο Kurtyka ένιωσε επίσης την παρουσία, χωρίς όμως να δει, τον απόκοσμο τρίτο άνδρα της ομάδας. Χρειάστηκε σχεδόν ένα θαύμα ανθρώπινης αντοχής για να φτάσουν σε μια κρύπτη στα 7100 μέτρα, όπου είχαν αφήσει τρόφιμα στη φάση του εγκλιματισμού. Όταν τελικά έφτασαν στο Base Camp, απλά κατέρρευσαν.
Δεν υπήρχε κορυφή για να διεκδικήσουν για την περιπέτειά τους. Κι όμως, το περιοδικό Climbing θεώρησε το κατόρθωμα τη μεγαλύτερη ανάβαση του 20ού αιώνα. Ο αείμνηστος Doug Scott εξήρε την καθαρότητα του στυλ που εφαρμόστηκε «στον πιο δύσκολο τεχνικά βράχο και πάγο που σκαρφαλώθηκαν ποτέ σε αυτό το υψόμετρο». Ο Kurtyka, που είχε μετανιώσει για καιρό που δεν έφτασε στην κορυφή, τελικά αντιλήφθηκε την ανάβαση όχι ως αθλητικό επίτευγμα, αλλά ως έργο τέχνης, στο οποίο η απουσία κορυφής απέκτησε μια διαφορετική διάσταση: «Μόνο στην τέχνη ένας κρίκος που απουσιάζει, συμβάλλει στην έννοια του έργου», είπε αργότερα.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιογραφικό βιβλίο για τον Voytek Kurtyka με τον τίτλο “Art of Freedom”, που γράφτηκε από την Καναδή συγγραφέα BernadetteMcDonald
«…Στερημένοι από τον ύπνο, πεινασμένοι, διψασμένοι, υποξικοί και στρεσαρισμένοι, παρασύρθηκαν σε μια κατάσταση παραληρήματος. Ήταν σε αυτό το σημείο, σε ακραία κατάσταση, που τόσο ο Robert όσο και ο Voytek ένιωσαν κάτι – ένα ανεξάρτητο πνεύμα στο βουνό που, για τον Robert, γινόταν πιο δυσοίωνο και αληθινό με κάθε νιφάδα χιονιού. Τόσο αληθινό που περίμεναν με προσδοκία κάποιο σήμα ή δράση από τον αόρατο «τρίτο» τους άνθρωπο. Ο Ρόμπερτ άρχισε να κατηγορεί τον φανταστικό τους σύντροφο, που τους επιβράδυνε στην ανάβασή τους στην ορθοπλαγιά. Καθώς οι χιονοστιβάδες ξεχύθηκαν από πάνω τους, να τους σπρώχνουν, σχεδόν τους θάβουν, ο Ρόμπερτ πείστηκε ότι ο τρίτος άνθρωπος προσπαθούσε να τον σπρώξει από την προεξοχή που στεκόταν, στο χάος.
Δεν είναι ασυνήθιστο για ένα αόρατο άτομο να εμφανίζεται σε τρομερές περιστάσεις όπως αυτές, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις η παρουσία είναι χρήσιμη, δίνοντας προτάσεις, υποστήριξη και συντροφιά. Όταν ο Stephen Venables κατέβαινε το Έβερεστ αφού είχε σκαρφαλώσει στο Kangshung Face, αναγκάστηκε να κάνει μπιβουάκ (διανυκτέρευση χωρίς αντίσκηνο) όχι πολύ κάτω από την κορυφή. Ωστόσο, δεν ήταν μόνος. Ένας φανταστικός γέρος του έκανε συντροφιά όλη τη νύχτα αλλά και στην εξαντλητική του κατάβαση την επόμενη μέρα. Μόλις ο Stephen και ο γέρος έφτασαν στη Νότια Κορυφή, τους συνάντησε ένας φανταστικός (και από καιρό νεκρός) Eric Shipton, ο οποίος τους βοήθησε ζεσταίνοντας τα χέρια του Stephen. Υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα σε μεγάλο υψόμετρο αυτών των υπέροχα ευγενικών, ανεξήγητων πλασμάτων, ωστόσο ο τρίτος άνθρωπος του Ρόμπερτ ήταν παράξενα κακόβουλος.
Ο Βόιτεκ, ενώ νοιαζόταν απόλυτα για τον νέο τους σύντροφο, ήταν απορροφημένος με την πραγματοποίηση παράξενων πειραμάτων, όπως να τσιμπήσει τον μηρό του και να αναρωτηθεί αν ο πόνος θα εξαφανιζόταν καθώς πλησίαζε στον θάνατο. Τελικά απόλαυσε τον πόνο, γιατί επιβεβαίωσε πως ήταν ακόμα ζωντανός. Ήδη φανταζόταν την ευδιάκριτη πιθανότητα να μετατραπεί σε ένα άψυχο κομμάτι πάγου στη στενή προεξοχή που σιγά-σιγά εξαφανιζόταν κάτω από σωρούς χιονιού.
Περιστασιακά ξετρύπωναν από τη μια άκρη του υπνόσακού τους για να αφαιρέσουν αρκετό χιόνι, προκειμένου να αποφύγουν την ασφυξία. Καθώς έτρεμαν από το κρύο όντας πια στα όριά τους, σκέφτηκαν τις επιλογές τους. Και πάλι, οι σκέψεις για υποχώρηση συζητήθηκαν αλλά εγκαταλείφθηκαν γρήγορα. Το να ανέβεις ήταν επίσης εκτός συζήτησης σε αυτήν την θύελλα. Η αναμονή – η πιο αγωνιώδης επιλογή από όλες – παρέμεινε η μόνη εφικτή επιλογή. Κρύοι και πεινασμένοι και τόσο τρομερά διψασμένοι, περίμεναν. Κατά καιρούς καθησύχαζαν ο ένας τον άλλον με μικρές ευγένειες.
«Νιώθεις καλά, Ρόμπερτ;»
«Ω, ναι, νιώθω καλά».
Ο Ρόμπερτ το περιέγραψε ως «εύθραυστη διάθεση ελπίδας». Ο Βόιτεκ θυμήθηκε ότι ποτέ δεν είχε τόσο «ελεύθερο χρόνο» σε μια ανάβαση. «Είχαμε δύο νύχτες και μια μέρα εκεί πάνω. Μόλις καθίσαμε. Είχαμε καμινέτο αλλά το γκάζι είχε τελειώσει, οπότε δεν είχαμε τίποτα άλλο να κάνουμε παρά να σκεφτούμε». Ο χρόνος παραμορφώθηκε, απλώνοντας και μαζεύοντας κατά βούληση. Η μία ώρα ήταν ίδια με μία μέρα. Το σκοτάδι έπεσε πάνω τους, σκεπάζοντας τα πνευμόνια τους που βάραιναν. Έμοιαζε επιθετικό, σαν να τους κατάπινε.

Οι σκέψεις του Βόιτεκ παρασύρθηκαν σε επικίνδυνο έδαφος. Ο θάνατος ήταν κάτι για το οποίο είχε σκεφτεί συχνά στο παρελθόν και τώρα πια φαινόταν αναπόφευκτος και μετά βίας άξιζε να ανησυχεί. Αυτό που ήταν πιο σημαντικό για εκείνον ήταν να έχει πλήρη επίγνωση της εμπειρίας. Η πλήρης επίγνωση της διαδικασίας του θανάτου, ιδιαίτερα σε αυτό το απομακρυσμένο και άγριο μέρος, θα ήταν ενδιαφέρουσα.
Καθώς συλλογιζόταν τον θάνατο του, ο Βόιτεκ ανησυχούσε για τον Ρόμπερτ. Είχε επίσης επίγνωση του πόσο κοντά ήταν στο θάνατο σε αυτό το τρομερό μέρος ή μήπως σε αυτό το υπέροχο μέρος; Έγινε απίστευτα σημαντικό για αυτόν να καταλάβει ο Ρόμπερτ τι συνέβαινε, ότι μοιράζονται αυτήν την σχεδόν ιερή εμπειρία. Αλλά ήταν ένα λεπτό ζήτημα και ο Βόιτεκ δυσκολεύτηκε να πάρει την απόφαση να μιλήσει με τον Ρόμπερτ. Τελικά, δεν μπορούσε άλλο να κάνει πίσω. Άρχισε, με τη φωνή του ραγισμένη από το κρύο και την εξάντληση:
«Ρόμπερτ, εγώ… εγώ… θα ήθελα…»
Ο Ρόμπερτ διέκοψε ήσυχα αλλά σταθερά με έναν οδυνηρό ψίθυρο:
«Ξέρω τι σκέφτεσαι. Είμαι έτοιμος. Είμαι προετοιμασμένος για αυτό. Μην ανησυχείς.”
Στη γραπτή αναφορά του λίγους μήνες μετά την αποστολή, ο Voytek Kurtyka αναφέρει ανάμεσα στα άλλα: «…Κάναμε την ανάβαση με το πιο καθαρό αλπικό στυλ μετά από μια ανάβαση εγκλιματισμού στα 7100 μέτρα στη βόρεια κορυφογραμμή, όπου φτιάξαμε μια κρύπτη τροφίμων. Οι δραματικές συγκυρίες στα τελευταία στάδια της ανάβασης, αφού είχαμε ολοκληρώσει την κάθετη ανάβαση στην ορθοπλαγιά, μας εμπόδισαν να φτάσουμε στην ακριβή κορυφή. Ο απαίσιος καιρός και οι συνθήκες στην ορθοπλαγιά (face) μας καθυστέρησε και παρέτεινε επικίνδυνα την ανάβαση, με αποτέλεσμα να υποφέρουμε από πείνα και δίψα. Στις 20 Ιουλίου, αφού βγήκαμε εξαντλημένοι από τον τοίχο στην κορυφογραμμή, εγκαταλείψαμε την φαινομενικά εύκολη οριζόντια τραβέρσα προς την κορυφή και ξεκινήσαμε αμέσως την καταρρίχηση (rapel) στη βόρεια κορυφογραμμή…»
Στην ίδια αναφορά του, ο Kurtyka μας φανερώνει πολλές σημαντικές λεπτομέρειες εκείνες της αποστολής, ας τις δούμε αναλυτικά:
#. Ακριβώς κάτω από την κορυφή στις 18 Ιουλίου, την έκτη μέρα αναρρίχησης, στα 7800 μέτρα, όταν είχαμε ξεμείνει από τρόφιμα και καύσιμα, παγιδευτήκαμε από μια φρικτή καταιγίδα. Προστατευμένοι μόνο από ένα λιτό σάκο μπιβουάκ, περάσαμε δύο δύσκολες νύχτες σε ένα μικροσκοπικό χιονισμένο σημείο, σαρωμένο από χιονοστιβάδες και ριπές από τη θύελλα. Μάζες χιονιού μας έθαβαν συνεχώς, μας έσφιγγαν και μας έπνιγαν. Ο σφοδρός άνεμος μας καταπίεζε τόσο πολύ που δεν μπορούσαμε να απομακρύνουμε το χιόνι, παρά μόνο σερνάμενοι στα τέσσερα.
#. Τα μπιβουάκ ήταν άθλια. Το δεύτερο και το τρίτο βράδυ, καθίσαμε σχεδόν άυπνοι και χωριστήκαμε ο ένας από τον άλλο, πολύ άβολα, σε αιχμηρές, βραχώδεις εξάρσεις στην ορθοπλαγιά. Οι υπνόσακοι ήταν το μόνο καταφύγιο από τον παγωμένο άνεμο.Όλες οι επόμενες νύχτες ταράχτηκαν από σφοδρούς ανέμους. Και πάλι κοιμηθήκαμε λίγο στο σάκο μπιβουάκ, θαμμένο σε προεξοχές σκαμμένες στον πάγο.

#. Οι συνθήκες στην ορθοπλαγιά αποδείχθηκαν πολύ δύσκολες και επικίνδυνες. Ο βράχος ήταν είτε εντελώς σάπιος είτε από εντελώς συμπαγές μάρμαρο, το οποίο προσέφερε κακή προστασία. Λόγω της παντελούς έλλειψης ρελέ, ήταν η κοινή πρακτική να επεκτείνονται οι σχοινιές από 40 σε 80 μέτρα – αν και μερικά ήταν σταθερής δυσκολίας Βαθμού V. Συνολικά, ανεβήκαμε τέσσερις σχοινιές βαθμού V—δύο από αυτά στα 7100 και 7300 μέτρα σε τεχνικά πολύ σκληρό εξαιρετικά συμπαγές μάρμαρο χωρίς ούτε ένα σημείο ασφάλισης. Η πραγματική δυσκολία ήταν το πολύ βαθύ χιόνι στο μικτό πεδίο μέσα από το οποίο περάσαμε κάθετα με σήραγγα, που απαιτούσε επίπονη δουλειά.
#. Οι συνθήκες προκάλεσαν βραδύτερη πρόοδο από την αναμενόμενη. Μεταφέραμε φαγητό για τέσσερα μπιβουάκ και καύσιμα και ποτά για πέντε ημέρες ενώ η πλήρης ανάβαση κράτησε έντεκα ημέρες. Τελικά μας έσωσε η κρύπτη τροφίμων στην οποία φτάσαμε το βράδυ της ένατης ημέρας στα 7100 μέτρα, που έμεινε κατά τη διάρκεια της αναρρίχησης εγκλιματισμού στη βόρεια κορυφογραμμή. Είχαμε αντέξει μέχρι εκεί τέσσερις μέρες χωρίς φαγητό και τρεις χωρίς νερό.
#. Η σωματική εξάντληση, η πείνα, η δίψα και η έλλειψη ύπνου προκάλεσαν μια σειρά από απίστευτες ψυχικές παραισθήσεις. Ιδιαίτερα εκπληκτικό ήταν το φαινόμενο που βιώνουν κι άλλοι σε μεγάλα υψόμετρα, η αίσθηση της παρουσίας του «ανθρώπου που δεν είναι εκεί», του «τρίτου προσώπου». Ήταν τόσο έντονο το φαινόμενο, που κατά ώρες και οι δύο περιμέναμε ενστικτωδώς τις αντιδράσεις και τη συμμετοχή αυτού του «τρίτου προσώπου».
#. Για μεγάλες περιόδους άκουγα περίεργους ήχους όπως μουσική, φωνές πουλιών ή ψιθυριστές κουβέντες. Μερικές φορές ήταν εύκολο να τους ανακαλύψεις ως μεταμορφωμένους πραγματικούς ήχους και να τους εντοπίσεις από πού προέρχονταν. Για παράδειγμα, ο ήχος όμορφων και παθιασμένων γυναικών που τραγουδούν, κάτι μεταξύ Barbra Streisand και Santana και ακούγεται στις πέντε το απόγευμα τις τελευταίες μέρες, προήλθε από το τρίψιμο του σχοινιού που γλιστρούσε πάνω από την τραχιά επιφάνεια του χιονιού και που γίνεται πιο έντονο από τα βήματά μας.
#. Ασυνήθιστα έντονη και σχεδόν ενοχλητική ήταν η εκπληκτική κλίση και η ικανότητα να συγχέονται βράχοι, χιόνι ή σύννεφα με ανθρώπινες μορφές και σχήματα. Αυτές μεταμορφώθηκαν σε πολύ αληθινές εικόνες. Έμοιαζαν να σχηματίστηκαν από κάποιο κρυμμένο, μυστηριώδες πνεύμα.
#. Ιδιαίτερα επώδυνο, λόγω της έντονης έλλειψης ύπνου, το ότι αποκοιμιόμουν επανειλημμένα, ξαφνικά και ανεξέλεγκτα στις στάσεις του ρελέ, κάτι που ακολουθούταν από ένα εξίσου ξαφνικό ξύπνημα με μια αίσθηση τρόμου.

Η συνεργασία του Kurtyka με τον 32χρονο Αυστριακό Robert Schauer ήταν μία και μοναδική, το καλοκαίρι του 1985 στο Gasherbrum IV. Δημιούργησαν ένα έπος αλλά στη συνέχεια δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ μαζί σε κάποια ανάβαση, παρά μόνο 31 χρόνια αργότερα το 2016 στην τιμητική απόδοση του Piolet d’ Or (χρυσό πιολέ) στους δυο τους, σε αναγνώριση της ιστορικής τους ανάβασης του 1985.
«Κατά έναν περίεργο τρόπο» δήλωσε χρόνια μετά ο Kurtyka, «η ορειβατική κοινότητα δέχτηκε την ανάβαση μας εκείνη ως ολοκληρωμένη δουλειά. Αυτό είναι μια προφανής υπόδειξη ότι ο αλπινισμός είναι τέχνη παρά άθλημα. Μόνο στην τέχνη ένας κρίκος που λείπει συμβάλλει στο νόημα ενός κομματιού». Σε όσους ωστόσο περιέγραψαν την εξαιρετικά δύσκολη και αφοσιωμένη περιπέτειά τους ως «την ανάβαση του αιώνα», ο Kurtyka απάντησε: «Έχει νόημα να ανακηρύξουμε ένα ποίημα ως το ποίημα του αιώνα;»
